Ποια είναι η σχέση του στρατού με το καθεστώς Ερντογάν
13/08/2021Εκπλήσσει η… έκπληξη με την οποίαν Έλληνες παρατηρητές των ελληνοτουρκικών σχέσεων διαπιστώνουν ότι τους τελευταίους μήνες «το πάνω χέρι στους σχεδιασμούς και την ρητορική έχει ο στρατός της γείτονος και το υπουργείο Εξωτερικών έχει υποχωρήσει σε δεύτερο ρόλο», όπως είχε υποστηρίξει, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, ο επικεφαλής ενός από τα παλαιότερα και γνωστότερα think tank στην Αθήνα.
Το μόνο που αποδεικνύεται από τέτοιου είδους παρατηρήσεις είναι η πλημμελής παρακολούθηση των τουρκικών πραγμάτων και η ελλιπής γνώση των πραγματικοτήτων στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η Τουρκία είναι μία από εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν ενσωματώσει πλήρως στις διεθνείς σχέσεις τους την αντίληψη ότι «οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής δεν αφορούν μόνο διπλωματικούς τρόπους αντιμετώπισης προβλημάτων, αλλά έχουν σχέση και με την χρήση ένοπλης βίας» (Μπουλέντ Τανέρ, καθηγητής Νομικής στο Παν/μιο Κωνσταντινουπόλεως, 1994).
Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, όχι μόνον η ρητορική αλλά και η επίδειξη, με κάθε ευκαιρία, “σκληρής ισχύος” (όπως δείχνει η ένοπλη ανάμιξη της Τουρκίας στην άμεση γεωγραφική περίμετρο της, αλλά και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά) είναι σταθερό συστατικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας. Αναθέτοντας στον υπουργό Άμυνας ρόλο “πρώτου βιολιού” η Άγκυρα επιδιώκει να:
- Ενισχύσει το μήνυμα και την απειλή άσκησης “σκληρής ισχύος” προς τους γείτονές της.
- Ομογενοποιήσει τον πολιτικό της λόγο, αποθαρρύνοντας την πολυφωνία.
- Επιτύχει-εκβιάζει την συναίνεση στο εσωτερικό της χώρας.
- Να ελέγξει την κριτική στις αποφάσεις του προέδρου και της ηγετικής ομάδας, διατηρώντας ενεργό το φόβητρο δικαστικών διώξεων.
Κατά έναν τρόπο που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτός στις δυτικές δημοκρατίες, «στην Τουρκία οι έννοιες εξωτερική πολιτική και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας σχεδόν ταυτίζονται. Αυτή η ταύτιση γίνεται περισσότερο ορατή σε συνθήκες διεθνούς έντασης, οπότε παύουν στην ουσία να υφίστανται οι διαχωριστικές γραμμές που αφορούν στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής εθνικής ασφάλειας» (Γκεντσέρ Οζκάν, Πανεπιστήμιο Μαρμαρά).
“Εθνική ασφάλεια” στην Τουρκία
Απ’ αυτήν ακριβώς την αντίληψη εκπηγάζει και νομιμοποιείται ακόμη και με το αναθεωρημένο επί Ερντογάν τουρκικό Σύνταγμα, ο καθοριστικός ρόλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας (ΣΕΑ), στο πλαίσιο λειτουργίας του οποίου ο λόγος των στρατιωτικών-μελών του είναι παράγοντας ιδιαίτερης βαρύτητας.
Στην Τουρκία ο όρος “εθνική ασφάλεια” είναι τόσο διευρυμένος, ώστε φθάνει να καλύπτει κάθε πτυχή, σχεδόν το σύνολο, της κοινωνικής ζωής, με αυτονόητες επιπτώσεις και συνέπειες στην λειτουργία του Κράτους Δικαίου, όπως επιβεβαιώνεται και από τις συνεχιζόμενες διώξεις αντιφρονούντων, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά το οπερετικό πραξικόπημα της 15ης-16ης Ιουλίου 2016.
Είναι μια εσωτερική συνθήκη, η οποία εξυπηρετεί απολύτως τον Ερντογάν, ο οποίος χρησιμοποίησε, στα αρχικά στάδια της πολιτικής του ηγεμονίας την πίεση της ΕΕ, όχι για να προσαρμοσθεί η Τουρκία προς τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, αλλά για να αναδιατάξει τις ισορροπίες ισχύος στο εσωτερικό του συγκροτήματος εξουσίας και του βαθέος κράτους στη χώρα του.
Ενώ και το Ιουλιανό πραξικόπημα του 2016 φαίνεται ότι τα άλλαξε όλα. Μοιάζει σαν τομή με τον κεμαλισμό και την ορθοδοξία του, καθώς ο στρατός δείχνει να πιάνει το νήμα με το οθωμανικό παρελθόν της χώρας, συμπλέοντας με τον Ερντογάν και τον νέο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό του.
Η πρωτοκαθεδρία του στρατού
Η πρωτοκαθεδρία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (συνεδριάζει πιο τακτικά και από το υπουργικό συμβούλιο) μόνο φαινομενικά ενισχύεται και τονίζεται σε περιόδους κρίσης, καθώς παραμένει σε πλήρη ισχύ και αναλλοίωτο το «Υπόμνημα για τον καθορισμό της εθνικής εξωτερικής πολιτικής», όπως ακριβώς εκδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από την Γενική Γραμματεία του.
Σύμφωνα με αυτό, «η χάραξη μιας εθνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ζήτημα που προϋποθέτει ενδελεχή έρευνα και προσεκτική αξιολόγηση των διεθνών πολιτικών φαινομένων και συγκυριών. Απαιτείται ακόμη, συνεργασία και συντονισμός μέσα στο υπάρχον διοικητικό σύστημα, ενώ προϋποτίθεται μυστικότητα, εξειδικευμένες γνώσεις και ταχύτητα, ώστε να μην εκτίθενται τα σοβαρά αυτά ζητήματα σε πιέσεις πολιτικών κύκλων και ομάδων».
Όπως το είχε θέσει με άλλα λόγια ο Τούρκος Αρχηγός ΓΕΣ, τον Δεκέμβριο του 2005, «αν το θέμα της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας περνά μέσα από την θεσμική αποδόμηση της ίδιας της χώρας, τότε η Τουρκία πρέπει, πρωτίστως, να διαφυλάξει τα συμφέροντα της». Αλλά, όταν η χάραξη και οι αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής είναι τυπικά μόνον έργο των συντεταγμένων-θεσμικών οργάνων της νομοθετικής κι εκτελεστικής εξουσίας και η “εθνική ασφάλεια” κατανοείται ως μια κατάσταση που αφορά στο σύνολο των εκδηλώσεων της κοινωνίας, τότε μοιάζει σχεδόν φυσιολογικό, για τα μέτρα και τα ισχύοντα στην Τουρκία, ο στρατός να αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο με τρόπο αδιανόητο για μια δυτική Δημοκρατία.
Όπως απολύτως φυσιολογική κρίθηκε, κι ως τέτοια έγινε δεκτή από τους Τούρκους πολίτες και πολιτικούς, η δήλωση του στρατηγού εν αποστρατεία Χιλμί Οζκιόκ (Αρχηγός ΓΕΕΘΑ 2002-2006), ότι «θεσμούς όπως ο στρατός δεν έχει κανένας το δικαίωμα να τους δικάσει ή να τους κρίνει. Το δικαίωμα αυτό έχει μόνον η Ιστορία».