Ποιος είναι ο Αλ Μπαγκντάντι, ιδρυτής του ISIS και χαλίφης του τζιχαντισμού
27/10/2019Αυτή τη φορά η πληροφορία έρχεται από την Ουάσιγκτον και έχει τις προϋποθέσεις να είναι ακριβής. Σήμερα Κυριακή, στις 15.00′ ώρα Ελλάδος, ο πρόεδρος Τραμπ θα κάνει μια «πολύ σημαντική» ανακοίνωση. Σύμφωνα με αμερικανικά Μίντια, θα ανακοινώσει ότι σε επιχείρηση Αμερικανών κομάντο στη βορειοανατολική Συρία σκότωσαν τον αρχηγό του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι, ο οποίος είχε εντοπιστεί από την CIA.
Ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι δεν είχε δώσει σημάδι ζωής έπειτα από ένα ηχητικό μήνυμά του το Νοέμβριο του 2016, μετά την έναρξη της επιχείρησης των ιρακινών δυνάμεων για την ανακατάληψη της Μοσούλης. Σε αυτό το μήνυμα, καλούσε τους μαχητές του να αγωνιστούν ώσπου να γίνουν «μάρτυρες». Ήταν στη Μοσούλη όπου ο Μπαγκντάντι έκανε τη μοναδική γνωστή δημόσια εμφάνισή του, τον Ιούλιο του 2014, στο τέμενος αλ Νούρι. Είχε τότε ανακηρύξει το Χαλιφάτο και είχε καλέσει τους πιστούς να ορκιστούν πίστη στον ίδιο.
Στις 11 Ιουνίου 2017, η κρατική τηλεόραση της Συρίας είχε μεταδώσει ότι ο Αλ Μπαγκντάντι είχε σκοτωθεί σε αεροπορική επίθεση που έγινε σε γειτονιά της πολιορκούμενης πόλης Ράκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε κυκλοφορήσει πληροφορία πως ο Αλ Μπαγκντάντι είναι νεκρός. Γι’ αυτό και έγινε δεκτή με επιφύλαξη. Το Συριακό Παρατηρητήριο είχε εμφανισθεί σίγουρο, μάλιστα, πως ο “χαλίφης” είναι νεκρός, παρότι το αμερικανικό Πεντάγωνο είχε δηλώσει πως δεν διαθέτει σχετική πληροφορία.
Ποιος, όμως, είναι ο υπ. αριθμόν 1 καταζητούμενος στον κόσμο; Μπορεί η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 να κατέστησε την Αλ Κάιντα την αναμφισβήτητη ηγετική δύναμη και το σημείο αναφοράς στον χώρο της ισλαμικής τρομοκρατίας, αλλά τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Η ανάδυση της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, οι αρχικές εντυπωσιακές επιτυχίες του στο στρατιωτικό πεδίο σε εδάφη του Ιράκ και της Συρίας προσέδωσαν υπόσταση στην επαγγελία αναβίωσης του μυθοποιημένου από τους Άραβες μεσαιωνικού Χαλιφάτου. Έτσι το Ισλαμικό Κράτος κατάφερε να υποσκελίσει τη μητρική οργάνωση.
Ο ανταγωνισμός με την Αλ Κάιντα
Ιδρυτής και ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους είναι ο πολέμαρχος Αλ Μπαγκντάντι από τη Σαμάρα του Ιράκ. Ο Αλ Μπαγκντάντι είχε συλληφθεί και φυλακισθεί από τους Αμερικανούς το 2004. Το 2010 κατάφερε να ηγηθεί του κλάδου της Αλ Κάιντα στο Ιράκ, αφού τέσσερα χρόνια πριν είχε σκοτωθεί ο ιστορικός αρχηγός της Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι. Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στη Συρία, η οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι στρατεύθηκε στον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος Άσαντ και διακρίθηκε για τις ακραίες μεθόδους της, αλλά και για τις στρατιωτικές επιτυχίες της.
Η ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία το έφερε σε ανταγωνισμό με το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα, την οργάνωση Αλ Νούσρα. Ο ανταγωνισμός αυτός υποχρέωσε τον διάδοχο του Μπιν Λάντεν στην ηγεσία της Αλ Κάιντα, τον Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, να παρέμβει και να ζητήσει από τον Αλ Μπαγκντάντι να περιορίσει τη δράση του στο Ιράκ. Αυτός αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να αποκηρυχθεί και οι δρόμοι τους να χωρίσουν τον Φεβρουάριο 2014.
Σε αντίθεση με την Αλ Κάιντα, η οποία λειτουργεί ως ένα σχεδόν παγκόσμιο τρομοκρατικό δίκτυο, το Ισλαμικό Κράτος εξαρχής επεδίωξε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ και της Συρίας και να δημιουργήσει υβρίδιο κράτους, αδιαφορώντας για τα υφιστάμενα σύνορα. Κατάφερε, μάλιστα, να καταλάβει ένα μεγάλο μέρος από τις σουνιτικές περιοχές στη Συρία. Έχοντας αποκτήσει πολεμική πείρα, δυτικό οπλισμό, γρήγορα οχήματα μεταφοράς και αρκετά χρήματα, ο Αλ Μπαγκντάντι στράφηκε και προς τις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των Δυτικών. Ακόμα και τότε, όμως, δεν έλαβαν δραστικά μέτρα εναντίον της οργάνωσής του.
Εκμεταλλευόμενο αφενός την εχθρότητα του σουνιτικού πληθυσμού προς τη σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης, αφετέρου το χαμηλό ηθικό και τη στατικότητα των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων, το Ισλαμικό Κράτος συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στον εκάστοτε στόχο, ώστε τα πλήγματα να είναι συντριπτικά. Έτσι, κατέλαβε τη Φαλούτζα (Ιανουάριος 2014) και άλλες πόλεις του δυτικού και κεντρικού Ιράκ, αποκομίζοντας χρήματα και πρόσθετο σύγχρονο οπλισμό.
Η κατάληψη της Μοσούλης
Το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν η κατάληψη της Μοσούλης (Ιούνιος 2014), της δεύτερης σε μέγεθος πόλης του Ιράκ. Ήταν ένα ποιοτικό άλμα σε πολλά επίπεδα για την οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι. Αν και οι υπερασπιστές της πόλης ήταν πολλαπλάσιοι (περίπου 60.000 άνδρες) και πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι, ηττήθηκαν από 2.500 τζιχαντιστές λόγω κραυγαλέων λαθών τακτικής, χαμηλού ηθικού και έλλειψης επαρκούς εκπαίδευσης. Στην πραγματικότητα, οι σουνίτες στρατιώτες ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν. Με άλλα λόγια, η Μοσούλη ουσιαστικά παραδόθηκε.
Το Ισλαμικό Κράτος κυρίευσε σύγχρονο βαρύ αμερικανικό οπλισμό, έβαλε στο χέρι τα αποθέματα του παραρτήματος της κεντρικής τράπεζας του Ιράκ (δηνάρια αξίας περίπου 450 εκατ. δολαρίων) και έθεσε υπό τον έλεγχό του τις πετρελαιοπηγές της περιοχής. Λόγω των επιτυχιών του, απέκτησε υπόσταση και τεράστιο κύρος στους απανταχού φανατικούς ισλαμιστές.
Χιλιάδες νέοι σουνίτες έσπευσαν να ενταχθούν στις γραμμές του. Η CIA υπολόγιζε το 2014 ότι το Ισλαμικό Κράτος διέθετε 31.000 έμπειρους μαχητές, εκ των οποίων οι 12.000 προέρχονταν από 74 χώρες. Το επόμενο διάστημα οι αριθμοί αυτοί αυξήθηκαν σημαντικά. Με τη στρατιωτική αυτή δύναμη άρχισε να επεκτείνεται εδαφικά. Στο Ιράκ πίεσε στρατιωτικά και την ίδια τη Βαγδάτη.
Η κατάληψη της Μοσούλης είναι σταθμός. Ο Μπαγκντάντι ανακηρύχθηκε χαλίφης (αρχηγός όλων των μουσουλμάνων) με το όνομα Ιμπραήμ (Ιούνιος 2014). Μπορεί αυτό να φαίνεται στους Δυτικούς γραφικό, αλλά η κίνηση είχε ισχυρό πολιτικό συμβολισμό. Είναι ενδεικτικό ότι η τζιχαντιστική ένοπλη οργάνωση της Λιβύης Ανσάρ Αλ Σαρία, που ήλεγχε σημαντικές περιοχές στη Λιβύη, είχε σπεύσει να ορκιστεί πίστη στον νέο χαλίφη (Αύγουστος 2014), γεγονός που τη μετέτρεψε σε παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους. Το ίδιο έπραξαν και πολλές άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις από τις Φιλιππίνες μέχρι τον Ατλαντικό, μεταξύ αυτών οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν (Ιανουάριος 2015) και η Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία (Μάρτιος 2015).
Σημείο αναφοράς
Όσο το Ισλαμικό Κράτος έδειχνε να εδραιώνεται και να επεκτείνεται στη Συρία και στο Ιράκ, τόσο το κύρος του το μετέτρεπε όχι μόνο σε σημείο αναφοράς, αλλά και σε κέντρο των απανταχού φανατικών ισλαμιστών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την Αλ Κάιντα, η οποία έπαιζε μέχρι τότε αυτό τον ρόλο. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι, ενώ αρχικά η Αλ Κάιντα τηρούσε άκρως εχθρική στάση έναντι των “αποστατών” του Ισλαμικού Κράτους, όταν έχασε τη μάχη της πρωτοκαθεδρίας στον χώρο του τζιχαντισμού, τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας των οργανώσεων του χώρου. Ο αρχηγός της έκανε σχετική έκκληση το Νοέμβριο του 2015.
Η οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι άρχισε να ανταποκρίνεται στην έκκληση για ενότητα μόνο μετά τους δραστικούς βομβαρδισμούς της ρωσικής αεροπορίας, δηλαδή μόνο όταν η νικηφόρα πορεία του στο έδαφος αντιστράφηκε, όταν από τις αρχές του 2016 το Ισλαμικό Κράτος άρχισε να χάνει εδάφη. Από τότε, η εδαφική έκταση που έλεγχε το Χαλιφάτο εισήλθε σε φάση συνεχούς συρρίκνωσης. Έχασε τη Μοσούλη και αργότερα τη Ράκα, την άτυπη πρωτεύουσά του στη βορειοανατολική Συρία.
Ας επιστρέψουμε, όμως, πίσω, όταν βρισκόταν στη φάση της επέκτασης. Μετά την κατάληψη της Μοσούλης το Ισλαμικό Κράτος μπορούσε να αυτοχρηματοδοτείται. Το 2015 είχε φθάσει να ελέγχει 13 κοιτάσματα πετρελαίου στο Ιράκ και επτά στη Συρία με ημερήσια παραγωγή πάνω από 120.000 βαρέλια, καθώς και πολλά κοιτάσματα φυσικού αερίου, μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο κοίτασμα του Ιράκ.
Μόνο από το λαθρεμπόριο πετρελαίου που διεξήγε κυρίως με την Τουρκία (κατά δήλωση και του πρώην Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι), υπολογίζεται ότι εισέπραττε πάνω από τρία εκατ. δολάρια ημερησίως. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα έσοδα από τον κεφαλικό φόρο, από λύτρα, από το δουλεμπόριο (πώληση “απίστων”), από την πώληση αρχαιοτήτων κτλ.
Από Χαλιφάτο τρομοκρατικό δίκτυο
Τα πράγματα άλλαξαν μετά τις επίσημες σχετικές ρωσικές καταγγελίες, και κυρίως μετά τους συστηματικούς ρωσικούς και στη συνέχεια και αμερικανικούς βομβαρδισμούς, οι οποίοι κατέστρεψαν μεγάλο αριθμό βυτιοφόρων και συρρίκνωσαν το λαθρεμπόριο πετρελαίου. Μετά και από αμερικανικές πιέσεις, η Τουρκία έκανε πίσω, παρότι το χρυσοφόρο λαθρεμπόριο πετρελαίου ήταν υπό τον έλεγχο του υιού Ερντογάν.
Το Ισλαμικό Κράτος έφθασε να ελέγχει στη Συρία και στο Ιράκ μία έκταση λίγο μικρότερη από τη Γαλλία, στην οποία ζούσε ένας πληθυσμός περίπου 10 εκατομμυρίων. Ως εκ τούτου, έλεγχε πολλούς φυσικούς πόρους και μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Διοικείτο από μία επιτροπή ανώτατων στελεχών του, τα οποία είχαν υπουργικές αρμοδιότητες. Η τοπική διοίκηση είχε αφεθεί στους παραδοσιακούς τοπικούς φυλάρχους, οι οποίοι είχαν δηλώσει υποταγή και συνεργάζονταν με το νέο καθεστώς. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του ήταν της τάξεως των δύο δισ δολαρίων.
Στις περιοχές που έλεγχε, το Ισλαμικό Κράτος είχε επιβάλει τον ισλαμικό νόμο (σαρία) και είχε αλλάξει το πρόγραμμα εκπαίδευσης των μαθητών. Στις σουνιτικές περιοχές είχε οργανώσει ένα υβρίδιο κοινωνικού κράτους, το οποίο του εξασφάλισε λαϊκή υποστήριξη. Σε περιοχές που υπήρχαν χριστιανικές, σιιτικές και κουρδικές κοινότητες, ασκούσε πολιτική εθνικής κάθαρσης. Όσοι χριστιανοί γίνονταν ανεκτοί πλήρωναν ειδικό φόρο.
Όπως προαναφέραμε, το υβρίδιο αυτό κράτους εισήλθε σε φάση συρρίκνωσης και κατ’ επέκτασιν αποδόμησης. Στο Ιράκ ηττήθηκε από τον ιρακινό στρατό και από τις σιιτικές πολιτοφυλακές. Στη Συρία το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι Κούρδοι του YPG με τη βοήθεια αμερικανικών βομβαρδισμών. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι τζιχαντιστές είχαν καταλάβει όλη σχεδόν τη βορειοανατολική Συρία και είχαν φθάσει να πολιορκήσουν ασφυκτικά την κουρδική πόλη Κομπάνι στα σύνορα με την Τουρκία. Οι Κούρδοι, όμως, κατάφεραν να αντιστρέψουν την πορεία του πολέμου και ουσιαστικά να συντρίψουν το Ισλαμικό Κράτος, περιορίζοντάς το σε κάποιους μικρούς θύλακους. Για να το επιτύχουν αυτό, όμως, οι Κούρδοι πλήρωσαν βαρύ τίμημα αίματος: είχαν 11.000 περίπου νεκρούς.
Η στρατιωτική ήττα και η εξάλειψη σχεδόν του εδάφους που κατείχε το Ισλαμικό Κράτος, το εξώθησε να στραφεί από τις πολεμικές επιχειρήσεις στο έδαφος του Ιράκ και της Συρίας σε πολλαπλασιασμό και κλιμάκωση των τρομοκρατικών επιθέσεων. Με άλλα λόγια, μετατράπηκε σ’ αυτό που ήταν η Αλ Κάιντα, σε ένα διεθνές δίκτυο ισλαμικής τρομοκρατίας, το οποίο ευθύνεται για τις πολύνεκρες επιθέσεις στη Γαλλία, στο Βέλγιο, αλλά και στις ΗΠΑ και αλλού.