Πόλαρντ, ο Ισραηλινός κατάσκοπος στο Ναυτικό των ΗΠΑ
17/01/2022Για τους Αμερικανούς είναι προδότης, για τους Ισραηλινούς ήρωας. Ο Τζόναθαν Πόλαρντ, Αμερικανός εβραϊκού θρησκεύματος που κατασκόπευσε τις ΗΠΑ για λογαριασμό του Ισραήλ στη δεκαετία του 1980 και τώρα είναι ελεύθερος, μετά από 30 χρόνια φυλάκισης, έδωσε πριν ένα σχεδόν χρόνο μια σπάνια συνέντευξη στην εφημερίδα Israel Hayom. Ο Πόλαρντ, ο οποίος είναι τώρα 67 ετών, είναι πρώην αναλυτής πληροφοριών στο αμερικανικό Ναυτικό. Αφέθηκε ελεύθερος το 2015.
Καθόλη τη διάρκεια της φυλάκισης του Πόλαρντ, το Ισραήλ ασκούσε πιέσεις για την απελευθέρωσή του, αλλά απέτυχε να τον απελευθερώσει πριν εκτίσει την ποινή του. Αρχικά η έξοδος του από τις ΗΠΑ αποκλείστηκε. Αλλά τελικά ο Τραμπ επέτρεψε να μετακομίσει στο Ισραήλ τον περασμένο Δεκέμβριο, όπου τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα. Στη συνέντευξή του ο Πόλαρντ υπερασπίζεται την απόφασή του να παραδώσει αμερικανικά μυστικά στο Ισραήλ ως «καθήκον»: «Ξέρω ότι πέρασα μια γραμμή, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή». Προσθέτει ότι η Ουάσιγκτον «μαχαίρωσε το Ισραήλ πισώπλατα», αρνούμενη να μοιραστεί πληροφορίες για τις ένοπλες δυνάμεις αραβικών κρατών, που αποτελούσαν απειλές για την ασφάλεια του Ισραήλ.
Ο Πόλαρντ ισχυρίζεται ότι κατάφερε να προειδοποιήσει τον Ισραηλινό στρατολογητή του, Αβιέμ Σέλλα, ο οποίος δεν είχε διπλωματική ασυλία και κατάφερε, δραπετεύοντας να αποφύγει τη σύλληψη στις ΗΠΑ. Ας σημειωθεί ότι στον Σέλλα δόθηκε χάρη από τον Τραμπ την τελευταία ημέρα του στην προεδρία. Ο Πόλαρντ επικρίνει την απόφαση της Μοσάντ να μην του δώσει προστασία στην ισραηλινή πρεσβεία στην Ουάσιγκτον, όπου προσπάθησε να καταφύγει όταν τον ακολουθούσαν πράκτορες του FBI και της Ναυτικής Υπηρεσίας Εγκληματικών Ερευνών. Η εφημερίδα Israel Hayom, που δημοσιεύει τη συνέντευξη ιδρύθηκε από τον Σέλντον Άντελσον, έναν Αμερικανό μεγιστάνα των καζίνο, ο οποίος ήταν οικονομικός υποστηρικτής του Τραμπ, αλλά και υποστηρικτής του Νετανιάχου. Ο Άντελσον έστειλε με το ιδιωτικό του αεροσκάφος τον Πόλαρντ και τη σύζυγό του στο Ισραήλ.
Εμμονή να γίνει κατάσκοπος
Ο Τζόναθαν Πόλαρντ, αναλυτής πολιτικών πληροφοριών στο Ναυτικό, ήθελε πολύ να γίνει κατάσκοπος. Ως φοιτητής στο Στάνφορντ καυχιόταν ότι είχε επαφές με τη Μοσάντ κι ότι ο πατέρας του ήταν πράκτορας της CIA που εργάστηκε στην Πράγα. Και οι δύο ισχυρισμοί ήταν ψευδείς. Έδινε ψευδείς πληροφορίες εκπαίδευσης και απασχόλησης σε αιτήσεις εργασίας και έστελνε στον εαυτό του τηλεγραφήματα με ψευδώνυμα που ο ίδιος δημιούργησε. Περιέργως, καμία από τις ανησυχητικές λεπτομέρειες για την προσωπικότητά του δεν αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου του Ναυτικού.
Έγινε αναλυτής το 1979, αφού εγκατέλειψε μεταπτυχιακό νομικής στο Πανεπιστήμιο Tufts. Αρχικά, του δόθηκε ένα ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο ασφαλείας, αλλά ανακλήθηκε μετά από λίγους μήνες, αφότου ο Πόλαρντ έκανε μη εξουσιοδοτημένη και ύποπτη επαφή με κάποιον από την πρεσβεία της Νοτίου Αφρικής. Δεν είναι σαφές τι σχέση είχε μαζί του, επειδή η υπόθεση δεν διερευνήθηκε ποτέ.
Το 1984, ο Πόλαρντ προήχθη ως αναλυτής στην Naval Criminal Investigation Service (NCIS) και τοποθετήθηκε στο Αντιτρομοκρατικό Κέντρο Προειδοποίησης, όπου απέκτησε πρόσβαση σε δορυφορικές φωτογραφίες και αναφορές της CIA. Τουλάχιστον τρεις από τους γνωστούς του Πόλαρντ θυμούνται ότι μέσα σε λίγους μήνες από την ανάληψη της νέας του θέσης τους έστειλε διαβαθμισμένες πληροφορίες χωρίς προφανή λόγο.
Η Μοσάντ πλησιάζει τον Πόλαρντ
Λίγο αφότου άρχισε να εργάζεται για το Ναυτικό, ο Πόλαρντ συναντήθηκε στη Νέα Υόρκη με τον πράκτορα της Μοσάντ Αβι Σέλλα, ο οποίος εμφανιζόταν ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Ο Σέλλα ζήτησε διαβαθμισμένες πληροφορίες από τον Πόλαρντ και του είπε ότι θα πληρώνονταν για ό,τι μπορούσε να παράσχει. Λίγες μέρες αργότερα, ο Σέλλα συνάντησε τον Πόλαρντ στην Ουάσιγκτον. Ο Πόλαρντ παρείχε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με ιρακινές εγκαταστάσεις παραγωγής χημικών.
Για την αρχική αυτή συναλλαγή, ο Πόλαρντ έλαβε δαχτυλίδι με ζαφείρι και διαμάντι αξίας 10.000 δολαρίων για την αρραβωνιαστικιά του Αν Χέντερσον, μαζί με πάνω από 10.000 δολάρια. Ο Σέλλα συμφώνησε επίσης να πληρώνει τον Πόλαρντ 1.500 δολάρια το μήνα για τις κατασκοπευτικές του δραστηριότητες. Για περίπου ένα χρόνο μετά την πρώτη τους συνάντηση, ο Πόλαρντ συγκέντρωνε εκτυπώσεις από δορυφορικές φωτογραφίες και διαβαθμισμένα έγγραφα από το τμήμα του τρεις φορές την εβδομάδα και τα πήγαινε σε διάφορα διαμερίσματα της Ουάσιγκτον.
Εκεί, τα αντέγραφαν και τα επέστρεφαν στον Πόλαρντ, ο οποίος τα επέστρεφε στο Ναυτικό την επόμενη μέρα. Σε αντάλλαγμα, ο Πόλαρντ έλαβε, πέραν του μισθού, μια πλούσια συλλογή δώρων, συμπεριλαμβανομένου ενός μήνα του μέλιτος σε ιδιωτικό διαμέρισμα στο τρένο Orient Express.
Σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, ο Πόλαρντ παρέδωσε στους Ισραηλινούς περισσότερα από 800 διαβαθμισμένα έγγραφα και από 1.000 τηλεγραφήματα, πιθανώς ο μεγαλύτερος όγκος διαβαθμισμένων πληροφοριών που αποκτήθηκε ποτέ μέσω κατασκοπείας. Σε ένα σημείο, όταν η σύζυγος του έδινε συνέντευξη για να εργαστεί σε διεθνή εταιρεία δημοσίων σχέσεων με υποκαταστήματα στην Κίνα, ο Πόλαρντ έφερε στο σπίτι πέντε μυστικές μελέτες για την Κίνα. Η παρουσίασή της αξιολογήθηκε ως εξαιρετική.
Τον πέταξαν στον δρόμο
Ο Πόλαρντ συνελήφθη στις 18 Νοεμβρίου 1985, περπατώντας έξω από το γραφείο του με 60 μυστικά έγγραφα στο χαρτοφύλακά του. Ο ίδιος αφηγείται το βράδυ που κάλεσε την τότε σύζυγό του και ζήτησε συγγνώμη για το ότι δεν επέστρεψε στο σπίτι για δείπνο, μιλώντας τις κωδικές λέξεις που είχε δημιουργήσει το ζευγάρι λίγες μέρες νωρίτερα: Πρέπει να “ποτίσεις τον κάκτο”. Αυτό σήμαινε, είπε, ότι έπρεπε να φύγει από την πόλη, επειδή ο ίδιος είχε συλληφθεί. Η Αν απέφυγε το FBI και κατάφερε να φτάσει στον Σέλλα, τον χειριστή του, ο οποίος εγκατέλειψε τις ΗΠΑ.
Ο Σέλλα εγκατέλειψε την Αν, αλλά αυτή είναι «μια άλλη ιστορία», λέει ο Πόλαρντ, εξηγώντας ότι έπρεπε να είχε μεταφερθεί εκτός ΗΠΑ. Η κύρια ανησυχία του ίδιου εκείνη τη στιγμή, λέει, ήταν να βγάλει τον Σέλλα από τη χώρα, επειδή δεν είχε διπλωματική ασυλία. Έβλεπε τον εαυτό του ως αναλώσιμο, ενώ ο Σέλλα ήταν ήρωας, «στρατηγικό πλεονέκτημα» για το Ισραήλ. «Εγώ ήμουνα απλός στρατιώτης», είπε.
Ο Πόλαρντ αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία του Ισραήλ (πρεσβευτής ήταν τότε ο Νετανιάχου) και στη συνέντευξη περιγράφει τις δραματικές ώρες που προηγήθηκαν της σύλληψής του και τη συνομιλία του με τον φύλακα που τον έδιωξε από την πρεσβεία. «Ο φύλακας μου είπε, “Λυπάμαι, η Ιερουσαλήμ μας είπε ότι πρέπει να μπείτε μέσα και να βγείτε από την κεντρική πύλη”. Του είπα, “Δεν μπορώ να φτάσω στην κεντρική πύλη, 20 πράκτορες του FBI με περιμένουν έξω. Ξέρετε τι θα μου κάνουν;” Μου απάντησε: “Συγγνώμη, πρέπει να φύγεις”».
Στη συνέντευξη, ο Πόλαρντ κατηγορεί τον Ράφι Εϊτάν και τους άλλους Ισραηλινούς χειριστές του από τη Μοσάντ για τη σύλληψή του. Λέει ότι ποτέ δεν εκπαιδεύτηκε ως πράκτορας και δεν υπήρχε σχέδιο διαφυγής του. Όταν, μάλιστα, είχε εκφράσει σχετικές ανησυχίες, ο Ειτάν τον είχε καθησυχάσει.
Μετά τη σύλληψη του Πόλαρντ, σχολιάζοντας όχι τόσο τη μαζική απώλεια διαβαθμισμένων εγγράφων προς το Ισραήλ και αλλού, αλλά περισσότερο για την έλλειψη ασφάλειας που περιέβαλε τις δραστηριότητες κατασκοπείας του Πόλαρντ, ο τότε υπουργός Άμυνας Κάσπερ ΓουαΪνμπέργκερ είχε πει: «Είναι δύσκολο για μένα να εντοπίσω μεγαλύτερη ζημιά για την εθνική ασφάλεια». Το 1993, ο επίσης υπουργός Άμυνας Λες Άσπιν είχε αναφέρει ότι ο Πόλαρντ είχε προσπαθήσει 14 φορές να αποκαλύψει διαβαθμισμένες πληροφορίες σε επιστολές προς διάφορους παραλήπτες που γράφτηκαν από το κελί του.
Η ζωή στο Ισραήλ
Ο Πόλαρντ ομολόγησε και καταδικάστηκε σε ισόβια. Η σύζυγός του εξέτισε ποινή πέντε ετών για μη εξουσιοδοτημένη κατοχή κυβερνητικών εγγράφων, αλλά έμεινε στη φυλακή 3,5 για λόγους υγείας. Με την απελευθέρωσή της, ο Πόλαρντ χώρισε την Αν, για την οποία το διαζύγιο υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Σχεδόν αμέσως παντρεύτηκε την Καναδή Εσθήρ Ζάιτζ δασκάλα και ακτιβίστρια που είχε οργανώσει μια εκστρατεία για την απελευθέρωσή του.
Ο πρώην κατάσκοπος περιγράφει τη ζωή του στο Ισραήλ ως «θαυμάσια» και λέει ότι μπορεί να πει στον ισραηλινό λαό να τον βλέπει ως «κάποιον που ήταν πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του γι’ αυτούς». Αυτός και η δεύτερη σύζυγός του μιλούν ειλικρινά για το τίμημα που πλήρωσαν, επειδή δεν ήταν σε θέση να αποκτήσουν παιδιά ενώ ήταν στη φυλακή για 30 χρόνια. Η Εσθήρ την αποκαλεί «μία από τις μεγαλύτερες μας τραγωδίες, ένα από τα πράγματα που μας προκάλεσαν τη μεγαλύτερη θλίψη».
Η Εσθήρ λέει ότι οι άνθρωποι στο Ισραήλ είναι συνηθισμένοι στην ιδέα ότι ένα άτομο έχει «βασικό δικαίωμα να έχει παιδιά, στις ΗΠΑ, είναι ακριβώς το αντίθετο». Τη στιγμή που καταδικάζεστε, λέει, δεν έχετε πλέον δικαιώματα, σίγουρα όχι το δικαίωμα να έχετε παιδιά. Λέει ότι το ζευγάρι παρακάλεσε τις αρχές να του δώσει την ευκαιρία να κάνει παιδιά, σε οποιοδήποτε μέρος και με οποιονδήποτε τρόπο. Αλλά στις ΗΠΑ δεν επιτρέπεται σε μια γυναίκα να είναι μόνη με τον φυλακισμένο σύζυγό της.