Μπρα ντε φερ Μαδρίτης-Βαρκελώνης
05/10/2017του Κωνσταντίνου Φίλη –
Το πρόσφατο δημοψήφισμα στην Καταλονία κατέδειξε το βαθύ ρήγμα στις σχέσεις της με τη Μαδρίτη, ενώ η σχετικά μειωμένη προσέλευση επιβεβαίωσε τη διαίρεση στο εσωτερικό της πρώτης. Η ισπανική κυβέρνηση αντέδρασε με τρόπο κυνικό για τους εξής λόγους:
Πρώτον, το δημοψήφισμα είχε κριθεί αντισυνταγματικό και με βάση αυτό δεν έπρεπε να διεξαχθεί. Άρα οι εθνικές αρχές ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι το δημοψήφισμα δεν θα λάμβανε χώρα.
Δεύτερον, στην Ισπανία υπάρχουν 17 αυτόνομες επαρχίες, ορισμένες εκ των οποίων είχαν εκφράσει κατά το παρελθόν ανάλογες προθέσεις με αυτές της Καταλονίας. Έτσι, έπρεπε να σταλεί ένα μήνυμα προς τυχόν επίδοξους μιμητές.
Τρίτον, τα ακραία στοιχεία που υπάρχουν εντός του κόμματος του Ραχόι, ορισμένα εκ των οποίων έχουν αναφορές στην δικτατορία του Φράνκο, ενεργοποίησαν αντίστοιχα αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα ο Ισπανός πρωθυπουργός να προκρίνει την ικανοποίησή τους.
Τέταρτον, καθότι ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας, δεν έπρεπε επ’ ουδενί να δείξει αδυναμία έναντι ενός αποσχιστικού κινήματος. Τοποθέτησε έτσι τον ίδιο στη μία πλευρά του δίπολου, ως του κυριότερου εκφραστή της ενότητας της Ισπανίας. Ωστόσο, ο Ραχόι ελέγχεται, μεταξύ άλλων, για το γεγονός ότι επέτρεψε να κακοφορμίσει το ζήτημα της Καταλονίας, ενώ είχε λάβει προειδοποιήσεις για την πορεία/κατάληξη της κατάστασης εδώ και καιρό.
Βαθύ χάσμα
Από εκεί και πέρα, με τις ενέργειες της ισπανικής αστυνομίας, αυτό που κατάφερε η κεντρική κυβέρνηση ήταν το δημοψήφισμα να διεξαχθεί υπό τέτοιες συνθήκες ώστε το αποτέλεσμα του να μην θεωρείτε έγκυρο και αξιόπιστο. Ταυτόχρονα, όμως, η σφοδρότητα και η αναίτια σε πολλές περιπτώσεις σκληρότητα που επέδειξαν οι αρχές ασφαλείας, ενέτεινε το χάσμα μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης.
Κινητοποίησε και συσπείρωσε ακόμη και αμφιταλαντευόμενους Καταλανούς γύρω από τους εθνικιστές. Παράλληλα, έφερε σε δύσκολη θέση ακόμα και τους υποστηρικτές της Μαδρίτης (εσωτερικούς και εξωτερικούς), οι οποίοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τέτοιες πρακτικές από μέρους μίας κυβέρνησης χώρας-μέλους της ΕΕ.
Δύο ερωτήματα πλέον κυριαρχούν. Αν η Καταλονία ανεξαρτητοποιηθεί πόσο εφικτή είναι η αποκλιμάκωση της έντασης; Κατά πρώτον δεν νοείται πλήρης ανεξαρτησία εφόσον είναι μονομερής. Δεύτερον, δεν υπάρχει κάποια ισχυρή χώρα που θα στηρίξει την ανεξαρτησία, ώστε αυτή να πραγματοποιηθεί ακόμα και κόντρα στους ισπανικούς νόμους, όπως συνέβη στην περίπτωση της Κριμαίας με τη Ρωσία.
Σε αναζήτηση χρυσής τομής
Συνεπώς, αν ο στόχος του δημοψηφίσματος ήταν η Καταλονία να έρθει ένα βήμα πιο κοντά στην ανεξαρτησία -με ελεγχόμενη έστω αναγνώριση- αυτός δεν επετεύχθη, καθώς στερείται νομικής βάσης. Δίνει, ωστόσο, πολιτική υπόσταση και κυρίως ενισχύει διαπραγματευτικά την τοπική κυβέρνηση. Εύλογα, παρά το ότι τα πνεύματα παραμένουν τεταμένα και πλέον διεξάγεται πόλεμος νεύρων, κάποια στιγμή στο μέλλον θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης.
Βέβαια, θα πρέπει πρώτα να αποφασιστεί η βάση της διαπραγμάτευσης: θα κινηθεί στην κατεύθυνση μίας ακόμη πιο διευρυμένης αυτονομίας (κυρίως) στο οικονομικό πεδίο, με διάθεση περισσότερων κεφαλαίων προς την Καταλονία, μέσω συνταγματικής μεταρρύθμισης; Αυτό κατόπιν δεν θα αποτελέσει πρόκριμα για αντίστοιχες διεκδικήσεις από τις υπόλοιπες 16 αυτόνομες τοπικές κυβερνήσεις;
Πάντως, ούτε η κεντρική ισπανική κυβέρνηση επιθυμεί (η θα έπρεπε να επιθυμεί) πραγματικά να αναστείλει την αυτονομία της Καταλονίας, ούτε η τελευταία θα καταφέρει την απόσχιση της με ευνοϊκούς όρους. Ωστόσο, πολιτικά είναι αδιαμφισβήτητο πως έχει προκύψει ένα βαθύ χάσμα, το οποίο δημιουργεί μία κρίση με αμφίβολο αποτέλεσμα.
Ο άτυπος κανόνας της ΕΕ
Ένα πρόσθετο ερώτημα είναι αν υπάρχει περίπτωση η Καταλονία να εισέλθει κανονικά στην ΕΕ μετά από όλα αυτά. Η απάντηση είναι σαφής: δεν υπάρχει σοβαρή πιθανότητα γι’ αυτό το σενάριο στο προβλεπτό μέλλον. Ωστόσο, έχουμε μάθει να μην είμαστε απόλυτοι ακόμη και όταν ο Γιούνκερ έχει διαμηνύσει πως μία ανεξάρτητη Καταλονία θα πρέπει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την ένταξή της.
Υπάρχει ένας άτυπος κανόνας εντός της ΕΕ. Εφόσον η κεντρική κυβέρνηση ενός κράτους-μέλους δεν έχει εγκρίνει την ανεξαρτητοποίηση μίας περιοχής που αποφασίζει μονομερώς την απόσχισή της, η τελευταία δεν πρόκειται να αναγνωριστεί από την ΕΕ. Μη λησμονούμε ότι απαιτείται ομοφωνία σε αυτές τις αποφάσεις.
Η ΕΕ καταδίκασε μάλλον χλιαρά τα επεισόδια και την ωμότητα που επέδειξαν οι ισπανικές αρχές. Αυτή η στάση τόσο της Μαδρίτης καθ’ όλη την εβδομάδα που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος (συλλήψεις, έφοδοι, αναστολή λειτουργίας ιστοσελίδων) όσο και των Βρυξελλών (μετά το δημοψήφισμα) λειτουργεί σε κάποιο βαθμό υπονομευτικά για τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Τις ίδιες αρχές και αξίες που συχνά επικαλούνται Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και ηγέτες, καταδικάζοντας τρίτες χώρες όταν αυτές χρησιμοποιούν ανάλογες κατασταλτικές μεθόδους.