Πως ο Ερντογάν πάτησε στην πολιτική κληρονομιά του Οζάλ για να γίνει “σουλτάνος”
14/09/2019Όπως είναι γνωστό, η σύγκρουση του Ερντογάν με το δίκτυο Γκιουλέν δίχασε το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ, προκαλώντας μία δυναμική, η κατάληξη της οποίας –ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016– είναι η μετάλλαξη του κυβερνώντος νεοοθωμανικού κόμματος σε προσωποπαγές καθεστώς. Αναζητώντας νέους συμμάχους όχι μόνο στους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί, αλλά και σε κύκλους του ηττημένου (από το 2012) κεμαλικού βαθέος κράτους, ο Τούρκος πρόεδρος μετατοπίσθηκε προς την κατεύθυνση της ιδεολογικής κατασκευής που έχει αποκληθεί “τουρκοϊσλαμική σύνθεση”.
Δεν πρόκειται για κάτι καινοφανές. Έχει ρίζες στη μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Τουρκίας. Στη δεκαετία του 1970, η Τουρκία αντιμετώπισε αφενός οικονομική κρίση, αφετέρου την έκρηξη της πολιτικής βίας. Το 1974 οι νεκροί από τις συγκρούσεις της άκρας Αριστεράς με την άκρα Δεξιά ήταν 27, το 1975 37, το 1976 108, το 1977 319, το 1978 σχεδόν 900 και το 1979 ξεπέρασαν τους 1.000.
Έχει πλέον αποδειχθεί ότι η πολιτική βία τροφοδοτήθηκε από το “βαθύ κράτος” για να νομιμοποιηθεί στην κοινή γνώμη το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Ένα παράδειγμα: Το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στα γεγονότα του Τσόρουμ, ως δήθεν επίθεση εναντίον των δεξιών από τους αριστερούς, ήταν το ίδιο όπλο που χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια εναντίον των αριστερών. Ο αρχιπραξικοπηματίας –τότε αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων– στρατηγός Κενάν Εβρέν επικαλέσθηκε την ανάγκη επιβολής του νόμου και της τάξης για να δικαιολογήσει την κάθοδο των τεθωρακισμένων.
Στο νέο πολιτικό στερέωμα που διαμόρφωσε το πραξικόπημα με την απαγόρευση λειτουργίας των παλαιών κομμάτων μεσουράνησε το αστέρι του Τουργκούτ Οζάλ. Ο Οζάλ ήταν ένα πολιτικό υβρίδιο. Δυτικότροπος και ταυτοχρόνως ανατολίτης, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των στρατηγών και να προωθηθεί από αυτούς στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Όταν το 1983 αποκαταστάθηκε ο κοινοβουλευτισμός και αφού είχε απαγορευθεί η συμμετοχή των παλαιών κομμάτων και των παλαιών πολιτικών στις εκλογές, το Κόμμα Μητέρας Πατρίδας του Οζάλ κυριάρχησε, αποσπώντας το 45% των ψήφων.
Το άνοιγμα του Οζάλ στο Ισλάμ
Στο ιδεολογικό επίπεδο, ο Οζάλ έκανε το πιο μεγάλο άνοιγμα προς το Ισλάμ, εγκαινιάζοντας μια ιδιότυπη σύνθεση του κεμαλισμού με το παραδοσιακό τουρκικό Ισλάμ. Οι δεσμοί του με τη μουσουλμανική αδελφότητα των Νακσιμπεντί ήταν στενοί. Το τάγμα αυτό έχει τις ρίζες του στον 13ο αιώνα και είναι η μήτρα όλων σχεδόν των ισλαμικών ταγμάτων στην Τουρκία. Επισήμως, απαγορευόταν η λειτουργία τέτοιων ταγμάτων, αλλά αυτά προκειμένου να αποφύγουν την απαγόρευση εμφανίζονταν σαν αδελφότητες.
Εκμεταλλευόμενος και την τάση των στρατηγών να χρησιμοποιήσουν τη θρησκεία για να εξουδετερώσουν την επιρροή της μαχητικής Αριστεράς, ο πρωθυπουργός πλέον Οζάλ κατάργησε τα νομικά φράγματα που εμπόδιζαν τις δραστηριότητες του Ισλάμ. Ουσιαστικά διαμόρφωσε ένα καθεστώς που συνδύαζε τις μετριοπαθείς ισλαμικές αρχές με τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό και τη στενή γεωπολιτική σύνδεση με τις ΗΠΑ.
Η οικονομική πολιτική του ερχόταν σε αντίθεση με τον παραδοσιακό κεμαλικό κρατισμό, αλλά εκείνη την εποχή φυσούσαν διεθνώς άλλοι άνεμοι. Αυτό που ενδιέφερε πρωτίστως τη στρατογραφειοκρατία ήταν να ελέγχει το πολιτικό σύστημα και να έχει τον πρώτο λόγο στην εξωτερική πολιτική και στην πολιτική εθνικής ασφαλείας. Το γεγονός ότι η δικτατορία του 1980 είχε συντρίψει τις πολιτικοκοινωνικές αντιστάσεις επέτρεψε στον Οζάλ να προωθήσει γρήγορα νεοφιλελεύθερου τύπου μεταρρυθμίσεις, οι οποίες άλλαξαν ριζικά το τοπίο στην οικονομία.
Προχώρησε σε κάποιες ιδιωτικοποιήσεις και στήριξε με πολλούς τρόπους τον ιδιωτικό τομέα, ιδιαιτέρως τους συνδεδεμένους με το πολιτικό Ισλάμ επιχειρηματίες της Ανατολίας. Κατά τη δεκαετία του 1980 η τουρκική οικονομία εμφάνισε υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Στην ίδια ακριβώς γραμμή κινήθηκε στη δεκαετία του 2000 η κυβέρνηση Ερντογάν, επιτυγχάνοντας, επίσης, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι “τίγρεις της Ανατολίας”
Ο Οζάλ έκανε τα πάντα για να προσελκύσει επενδύσεις και συνάλλαγμα. Δεν δίστασε να προσκαλέσει κεφάλαια που εμφανώς είχαν προέλθει από παράνομες δραστηριότητες, κυρίως από το διεθνές λαθρεμπόριο ναρκωτικών, στο οποίο η τουρκική μαφία κατέχει από τη δεκαετία του 1960 δεσπόζουσα θέση. Μόλις το 1995 και μετά από ισχυρή διεθνή πίεση ψηφίσθηκε στην Τουρκία νόμος εναντίον του ξεπλύματος χρήματος από εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά αυτός ο νόμος και οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις ελάχιστα εφαρμόσθηκαν.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άνοιγμα της Άγκυρας στις μουσουλμανικές χώρες της Κεντρικής Ασίας, άνοιξε νέες αγορές για τις τουρκικές εταιρείες. Οι επιχειρηματίες της Ανατολίας εκμεταλλεύθηκαν τις νέες ευκαιρίες, με αποτέλεσμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 να κάνουν άλματα, διατηρώντας την ανεξαρτησία τους από το μετακεμαλικό καθεστώς.
Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία αυτών που αργότερα ονομάσθηκαν “τίγρεις της Ανατολίας” ήταν ένας κώδικας ηθικής, η αλληλεγγύη και η διασύνδεση με τα κοινωνικά δίκτυα του πολιτικού Ισλάμ. Σε αντίθεση με τους κρατικοδίαιτους και συνδεδεμένους με το μετακεμαλικό καθεστώς επιχειρηματίες, οι επιχειρηματίες της Ανατολίας απέφυγαν να μιμηθούν το δυτικό πρότυπο επιχειρηματία. Φρόντισαν, όμως, να αφομοιώσουν δυτικές μεθόδους και πρακτικές για την αύξηση της παραγωγικότητας και της εμπορικής αποτελεσματικότητας. Ας σημειωθεί ότι από το 1992 οι ισλαμιστές επιχειρηματίες έχουν ιδρύσει τη δική τους ένωση.
Οι “τίγρεις της Ανατολίας” ενισχύθηκαν κυρίως από τον πατέρα του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ Ερμπακάν, αναλαμβάνοντας δημόσια έργα από μητροπολιτικούς δήμους, όταν αυτοί πέρασαν στα χέρια του τότε ισλαμικού κόμματος Ρεφάχ, από το οποίο προέρχεται και ο Ερντογάν. Τότε έσπασε ο φαύλος κύκλος της ανάθεσης των μεγάλων δημοσίων έργων και προμηθειών στους παραδοσιακούς επιχειρηματικούς ομίλους Κοτς, Σαμπαντζί, Εκζατζίμπασι, Ζορλού κ.λπ. Τους “τίγρεις της Ανατολίας” υποστήριξε ένθερμα και ο Ερντογάν, ο οποίος και υποστηρίχθηκε ποικιλοτρόπως από αυτούς. Η σταδιακή αποδυνάμωση επιχειρηματιών που είχαν σχέση με εβραϊκά κεφάλαια φαίνεται να είναι ένας πρόσθετος λόγος που επιδείνωσε τις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ.
Συγκοινωνούντα δοχεία
Μετά την απαγόρευση του ισλαμικού Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας από τη δικτατορία του 1980, ο Ερμπακάν ίδρυσε το Κόμμα Ευημερίας. Η κυριαρχία του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας του Οζάλ, όμως, συρρίκνωσε την αυτόνομη έκφραση του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο στις εκλογές του 1987 απέσπασε μόνο 7% και έμεινε εκτός Εθνοσυνέλευσης (όριο εισόδου 10%).
Ο συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε στις εκλογές του 1991, όταν ο Οζάλ είχε μετακομίσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας (1989). Το ποσοστό του ισλαμικού Κόμματος Ευημερίας εκτοξεύθηκε στο 17% και στις τοπικές εκλογές του 1994 το κόμμα κέρδισε 28 από τους 75 μεγάλους δήμους, μεταξύ των οποίων τους δήμους Κωνσταντινούπολης (δήμαρχος ο Ερντογάν) και Άγκυρας που θεωρούνταν προπύργια του κεμαλισμού. Στις εκλογές του 1995 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 21,5%, αποδεικνύοντας ότι το κόμμα του Οζάλ και το πολιτικό Ισλάμ ήταν σε σημαντικό βαθμό συγκοινωνούντα δοχεία.
Πριν δούμε τη συνέχεια, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι στην Τουρκία είχε πλέον αναδειχθεί μια ολόκληρη γενιά μετριοπαθών ισλαμιστών, αρκετοί εκ των οποίων διέθεταν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και είχαν εντυπωσιακές επιδόσεις σ’ όλους τους κοινωνικούς τομείς, μη εξαιρουμένου του επιχειρηματικού. Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν απόφοιτοι θρησκευτικών λυκείων, τα οποία πολλαπλασιάσθηκαν από τη δεκαετία του 1970. Όπως προαναφέραμε, η δικτατορία του Εβρέν ευνόησε το πολιτικό Ισλάμ για να αντιμετωπίσει μέσω της θρησκείας το ισχυρό εκείνη την εποχή αριστερό κίνημα.
Ας σημειωθεί ότι όταν αργότερα οι ισλαμιστές του κινήματος “Εθνική Άποψη” αποκλείσθηκαν από το πολιτικοοικονομικό σκηνικό της Τουρκίας, δραστηριοποιήθηκαν στους κόλπους των Τούρκων οικονομικών μεταναστών στην Ευρώπη, όπου δεν έφθανε το μακρύ χέρι του κεμαλικού κράτους. Εκεί οργανώθηκαν, σπούδασαν και ορισμένοι απέκτησαν σημαντικά κεφάλαια. Όταν αργότερα τους δόθηκε η ευκαιρία να βγουν στο προσκήνιο, ήταν πλέον αρκετά δυνατοί.
Η κληρονομιά, η απόσχιση και η εκτόξευση
Ο Οζάλ, μάλιστα, διευκόλυνε τη μαζική διείσδυση μετριοπαθών ισλαμιστών στον κρατικό μηχανισμό. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, η εσωτερική αντίθεση στο κυβερνών Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας μεταξύ κεμαλιστών και ισλαμιστών προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Ο διάδοχός του Οζάλ στην ηγεσία του κόμματος και στην πρωθυπουργία Μεσούτ Γιλμάζ εκκαθάρισε το κόμμα του και το κράτος από τους ισλαμιστές.
Όταν το 1993 ο Οζάλ πέθανε, το πείραμά του εκφυλίσθηκε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα του τουρκικού εκλογικού σώματος που είχε προσδεθεί στον Οζάλ να στραφεί προς το καθαρόαιμο πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν, γεγονός που εξηγεί και το προαναφερθέν εκλογικό άλμα του Κόμματος Ευημερίας. Με το “βελούδινο πραξικόπημα” του 1997, όμως, το Γενικό Επιτελείο ανέτρεψε την κυβέρνηση Ερμπακάν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η υπό τον Ερντογάν ομάδα νεότερων στελεχών του κόμματος με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον να αποσχισθεί και να ιδρύσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Λόγω της οξύτατης οικονομικής κρίσης που έπληξε την Τουρκία το 2000-01, στις εκλογές του 2002 το νεοπαγές νεοοθωμανικό κόμμα απέσπασε την πρώτη θέση με 36% και λόγω εκλογικού συστήματος σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ Οζάλ και Ερντογάν είναι η στροφή του σημερινού Τούρκου προέδρου προς τη Ρωσία. Αυτή, ωστόσο, προέκυψε στην πορεία και είναι αποτέλεσμα άλλων γεωπολιτικών εξελίξεων, οι οποίες δεν υπήρχαν την εποχή του Οζάλ. Αυτή η στροφή του Ερντογάν, άλλωστε, οδήγησε και τα περισσότερα ηγετικά στελέχη του νεοοθωμανικού ρεύματος να διαχωρίσουν τη θέση τους.