Πώς ο Ερντογάν ξέμεινε με την ένοπλη διπλωματία – Πόλεμος, το μόνο “επιχείρημα”
16/10/2020«Από το “μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες”, το αλλοτινό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, τώρα η χώρα κατέληξε στην στρατιωτική ισχύ ως διπλωματικό όπλο και στο “μηδενικές σχέσεις με τους γείτονες”» γράφει το αμερικανικό ενημερωτικό δίκτυο του Politico για την επιλογή της Άγκυρας να χρησιμοποιεί την απειλή ή και την κήρυξη πολέμου για την επίτευξη των στόχων της.
Η αλλαγή αυτή την ώθησε σε συγκρούσεις σε ολόκληρη τη γειτονιά της και πέρα από αυτήν. Επιπλέον, αυτή η αλλαγή την έκανε να προκαλέσει αντιδράσεις, τόσο τους κλασικούς αντιπάλους της, όσο και στους παραδοσιακούς συμμάχους της.
Σύμφωνα με το Politico οι πιο πρόσφατες επιθετικές εξελίξεις εντοπίζονται στον Καύκασο όπου ο Ερντογάν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την στρατιωτική ισχύ της χώρας του για να στηρίξει τον στενό σύμμαχό του, το Αζερμπαϊτζάν, παρέχοντας οπλισμό και στρατιωτική εκπαίδευση και αρνούμενος να συνηγορήσει στις διεθνείς εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός.
Όπου δεν έχει επιχειρήματα, έχει όπλα
Αυτή η σκληρή στάση δείχνει την ετοιμότητα της Άγκυρας να χρησιμοποιήσει την ισχύ της για να πετύχει αυτό που δεν μπορεί να επιτύχει μέσω της διπλωματίας. Μέσα σε έναν μόλις χρόνο η Τουρκία έχει καταφέρει να εξοργίσει την Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά συχνά αψηφά τη Ρωσία, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Έχει πραγματοποιήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία, ανέπτυξε κομάντος στο Ιράκ, αντέστρεψε την πορεία του πολέμου στη Λιβύη και «στέλνει πλοία για έρευνες υδρογονανθράκων στα ύδατα που διεκδικούν η Ελλάδα και η Κύπρος», γράφει χαρακτηριστικά το Politico. Και συνεχίζει:
«Πιο πρόσφατα, η Αρμενία, με την οποία η Τουρκία δεν έχει διπλωματικούς δεσμούς, την κατηγόρησε ότι ενεπλάκη στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ -έναν θύλακα που ελέγχεται από τους Αρμένιους από τη δεκαετία του 1990, αλλά αναγνωρίζεται διεθνώς ως έδαφος του Αζερμπαϊτζάν».
Παίρνει θάρρος από την ανοχή
«Η Τουρκία αρνείται τις κατηγορίες ότι έστειλε μισθοφόρους από τη Συρία και μαχητικά αεροσκάφη στο Αζερμπαϊτζάν. Ωστόσο, απέρριψε το κάλεσμα για κατάπαυση του πυρός από την Ομάδα Μινσκ και από όλο τον κόσμο. Αυτή η στάση της δεν κάνει την Τουρκία δημοφιλή, αλλά μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται και να την κάνει αποτυχημένη.
Οι απειλές κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη έχουν αποδειχθεί κενά λόγια. Η Άγκυρα κατάφερε επίσης να αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τις κυρώσεις από τις ΗΠΑ για την αγορά και ενεργοποίηση των ρωσικών πυραύλων S-400.
Με αυτές τις ουσιαστικά επιτυχίες της, ενισχύεται η αυτοπεποίθηση του Ερντογάν ότι έκανε την Τουρκία παράγοντα ζωτικής σημασίας -είτε λόγω των τουρκικών στρατιωτικών βάσεων που έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ εκεί είτε λόγω της απειλής να “ανοίξει τις πύλες” στην Ευρώπη για τα 4 εκατομμύρια των προσφύγων που φιλοξενεί».
Το κενό εξουσίας άνοιξε την όρεξη
«Για δεκαετίες, η Δύση αποτελούσε σταθερή προοπτική της Τουρκίας και ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό τη συνταγή του ιδρυτή της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, του Κεμάλ Ατατούρκ. Ωστόσο, η αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Μέση Ανατολή και η έλλειψη ενωμένου μετώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης άφησαν ένα κενό εξουσίας και έτσι η Τουρκία μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα.
Αυτό το κενό εξουσίας ήταν και παραμένουν πρόθυμοι να αναπληρώσουν και άλλοι. Η εκθρόνιση από τον αλ Σίσι στην Αίγυπτο του Μόρσι, φίλου του Ερντογάν, και η σταθερή φιλοδοξία της Σαουδικής Αραβίας είναι υπολογίσιμοι παράγοντες στο παιγχνίδι εξουσίας μεταξύ των μουσουλμάνων. Η βασική διαφορά ότι οι Τούρκοι δεν είναι Άραβες– αποτελεί το ατού των άλλων διεκδικητών στην ηγεσία του αραβικού κόσμου.
Επίσης το ίδιο κενό εξουσίας στην περιοχή ενδιαφέρει πάντα και τη Ρωσία, με την οποία η Τουρκία δεν δίστασε να κοντραριστεί τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη. Παίζει και με τους Ρώσους και με τους Αμερικανούς το ίδιο ακριβώς χαρτί: αν με θέλετε ως σύμμαχο στην περιοχή, θα με λογαριάζετε».
Είναι κουραστική και αμφίβολη η διπλωματία
«Η Τουρκία έχει διασπείρει το στρατό της σε εννέα χώρες από το Ιράκ και τη Συρία μέχρι τη Σομαλία και τη Λιβύη, τη Βόρεια Κύπρο και το Κατάρ. Διπλασίασε τις στρατιωτικές δαπάνες μέσα σε μια δεκαετία και μέχρι το 2023 επιδιώκει να κατασκευάζει τα δικά της όπλα. Αυτό που πουλάει στην εσωτερική αγορά του αλλά το πιστεύει, είναι ότι στην Τουρκία αξίζει το στάτους που της στέρησαν μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή το κύρος μιας αυτοκρατορίας.
Η μεγαλομανία του Ερντογάν απευθύνεται και σε ευήκοα ώρα όσον αφορά το εσωτερικό της χώρας του. Η πικρία με την Αίγυπτο (που η κυβέρνηση του στρατηγού Σίσι του στέρησε τον πρωθυπουργό των Αδελφών Μουσουλμάνων Μόρσι) και οι εντάσεις με την Κύπρο και το Ισραήλ κράτησαν την Τουρκία “εκτός” της μοιρασιάς στη Μεσόγειο. Η Τουρκία θεώρησε ότι το διπλωματικό παιχνίδι ήταν πολύ κουραστικό και αμφίβολο.
Η μεγαλομανία του Ερντογάν δεν του επέτρεπε συμβιβασμούς -εξάλλου θα έχανε για κάθε συμβιβασμό και κάποια ποσοστά στις εκλογές. Παράλληλα στην πράξη έβλεπε (και συνεχίζει να βλέπει) ότι με το παιχνίδι ισχύος και τους πολέμους, μπορεί να απομονώθηκε, αλλά χαμένος δεν βγήκε. Ταυτόχρονα ο Ερντογάν φοβάται ότι η αυτονομία των Κούρδων στη Συρία και στο Ιράκ θα πυροδοτούσε και την αυτονόμηση των Κούρδων στην Τουρκία, οπότε ο Ερντογάν πάλι έκρινε ότι πολεμικά θα είχε πιο σαφή αποτελέσματα στον έλεγχο των Κούρδων αν είχε τουρκικό στρατό σε αυτές τις χώρες».
“Έτσι κι αλλιώς μόνος είμαι”
Το γεγονός ότι η Δύση δεν αποκήρυξε εγκάρδια το πραξικόπημα εναντίον του το 2016, ενέτεινε την δυσπιστία του προς αυτήν και τον έκανε να αντιμετωπίζει κάθε ανάφλεξη στην περιοχή ως προσωπική απειλή ή πάντως απειλή κατά της Τουρκίας -ακόμα και ως συνωμοσία εναντίον των Τούρκων, για τον αφανισμό τους.
Έχει δηλώσει μάλιστα ο Τούρκος πρόεδρος ότι “η Τουρκία είναι ο πραγματικός στόχος που πολιορκείται άπω τον Καύκασο και τα Βαλκάνια ως τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο από αυτούς που μας περικυκλώνουν. Όσο μένουμε ισχυροί, καμιά συνωμοσία τους δεν θα πετύχει”.
Το κατά πόσον ο Ερντογάν πιστεύει όντως τα της διεθνούς συνωμοσίας ή απλά τα πλασάρει στους ψηφοφόρους του, είναι δευτερεύον. Το πρόβλημα ειναι ότι έχει πείσει και το λαό του πως αποτελεί τον φυσικό ηγέτη των μουσουλμάνων. Η μεγαλομανής στάση του αλλά και η ατιμωρησία για όσα κάνει, έχει ουσιαστικά αποστομώσει και τους πολιτικούς αντιπάλους του».
Πολλά μέτωπα
«Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Τούρκοι ενώ στηρίζουν ένθερμα την αποστολή στρατού στην Συρία (Κουρδικό ζήτημα), αλλά όχι στη Λιβύη. Η δε οικονομία παραπαίει. Οι κίνδυνοι από την υπερδιάχυση των στρατιωτικών δυνάμεων σε πολλά μέτωπα και η εμπλοκή σε μη επιθυμητές εχθροπραξίες είναι πραγματικοί, όπως και η οικονομική κατάρρευση.
Έθνη που ήδη δυσανασχετούν διπλωματικά στην περιοχή, θα της προκαλέσουν ίσως και επιπλέον οικονομική ζημία. Το Politico καταλήγει ότι ο ίδιος πιστεύει (ή λέει πάντως) ότι οι οικονομικές δυσκολίες είναι το κόστος που πρέπει να πληρώσει και να αντέξει στωικά ο λαός για τον μοναχικό αγώνα του εναντίον κρατών που έχουν ως στόχο το έθνος και ότι πρόκειται για μια ακόμη μορφή πολέμου από τους εχθρούς της Τουρκίας.
“Με το θέλημα του Θεού σύντομα θα απολαύσουμε τους καρπούς των προσπαθειών μας και θα αποζημιωθούμε για τις δυσκολίες που τώρα μας δοκιμάζουν”, λέει ο Ερντογάν για να στηρίξει τη συνέχιση της “ένοπλης διπλωματίας” του, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η διπλωματία δεν δίνει καμία ελπίδα στο λαό της χώρας του αφού όλοι είναι στραμμένοι εναντίον του».