Πως το Ιράν παραμένει παίκτης στη Μέση Ανατολή παρά τις κυρώσεις
02/05/2020Ένα από τα βασικά στοιχεία της αμερικανικής πολιτικής υπέρ των κυρώσεων στο Ιράν, είναι να τερματίσει τις “αρνητικές δραστηριότητες” (σύμφωνα με την Ουάσιγκτον) στη Μέση Ανατολή. Αυτές, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, την αρωγή προς τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς, των σιιτικών πολιτοφυλακών σε Ιράκ αλλά και Υεμένη. Σύμφωνα με τις ΗΠΑ αλλά και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η ιδανική λύση αποτελεί την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν, ή έστω να υπάρξει ένας τέτοιος μετασχηματισμός του χαρακτήρα και των στόχων της εξωτερικής πολιτικής της Τεχεράνης, ο οποίος να αποτελεί καρπό ριζικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών.
Εάν τα παραπάνω δεν συμβούν, οι ΗΠΑ ελπίζουν πως η διακοπή των ταμειακών ροών του Ιράν θα το αναγκάσει να μειώσει ή να σταματήσει να βοηθά οικονομικά ή με άλλο τρόπο τους περιφερειακούς της συμμάχους. Έτσι, οι σύμμαχοι της Τεχεράνης θα αναγκαστούν να διακόψουν τους δεσμούς τους μαζί της, μειώνοντας σημαντικά την περιφερειακή της ισχύ. Οι ΗΠΑ βασίζονται επιπλέον στην οικονομική δύναμη των Αράβων συμμάχων τους (κυρίως της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων), οι οποίοι έχουν ίδια πολιτική με την Ουάσιγκτον αναφορικά με τον περιφερειακό ρόλο του Ιράν.
Φυσικά, έχουν και αντίστοιχες περιφερειακές φιλοδοξίες, στοχεύοντας να προσελκύσουν εκείνες τους συμμάχους του Ιράν, μακριά από την Τεχεράνη. Η Σαουδική Αραβία χρησιμοποιεί την οικονομική της βοήθεια προς το Ιράκ με σκοπό την περαιτέρω αποδυνάμωση του πόλου Βαγδάτης-Τεχεράνης, ενώ και τα ΗΑΕ δοκιμάζουν να απομακρύνουν τον Μπασάρ αλ Άσαντ, Πρόεδρο της Συρίας, μακριά από την Τεχεράνη. Τίθεται όμως το εξής ερώτημα: Πόσο επιτυχής είναι αυτή η στρατηγική;
Προκειμένου αυτό να κριθεί σφαιρικά, οφείλουμε να προσδιορίσουμε τις πηγές της περιφερειακής επιρροής του Ιράν, αλά και τη δυναμική της οικονομικής βοήθειας σε συνάρτηση με άλλους παράγοντες. Είναι προφανές πως ο οικονομικός παράγοντας αποτέλεσε ένα βασικό στοιχείο ανάδειξης της ιρανικής επιρροής σε ολόκληρο το σύστημα της Μέσης Ανατολής, ιδιαίτερα στο Λίβανο, τη Συρία και το Ιράκ. Όμως, δεν υπάρχουν αξιόπιστα οικονομικά στοιχεία για το μέγεθος της οικονομικής αυτής βοήθειας.
Οι δυτικές πηγές τείνουν προς την υπερβολή ως προς τα δημοσιευμένα στοιχεία σχετικά με τον όγκο αυτής της οικονομικής βοήθειας, κάνοντας αναφορές σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ στον αντίποδα οι ιρανικές πηγές υποβαθμίζουν αισθητά τα νούμερα. Σύμφωνα με τις πλέον αξιόπιστες πηγές, το Ιράν έδωσε στη Συρία ένα πιστωτικό όριο της τάξης των 6,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το 2011 ως σήμερα, ενώ έδωσαν συμπληρωματικά επιπλέον 1 δισεκατομμύριο το 2017.
Το μεγάλο ερώτημα όμως, είναι τι ποσοστό από αυτή τη βοήθεια δόθηκε από το Ιράν σε μετρητά, και πόσο υπήρξε με τη μορφή πετρελαίου ή άλλων προμηθειών. Είναι σημαντικό να οριστεί το παραπάνω, διότι κατά τεκμήριο μεγάλο μέρος της ιρανικής βοήθειας προς άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής δίδεται με τη μορφή προμηθειών, πετρελαίου ή με εγκατάσταση μονάδων των Φρουρών της Επανάστασης σε διάφορες σημαντικές περιοχές (για παράδειγμα στη Συρία).
Αναντίρρητα πάντως, το Ιράν έχει ξοδέψει μεγάλα χρηματικά ποσά στη Χεζμπολάχ ή τη Χαμάς. Ορισμένες εκτιμήσεις οριοθετούν την ετήσια βοήθεια προς τη Χεζμπολάχ μεταξύ 700 εκατομμυρίων και ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, ενώ η Χαμάς φαίνεται να λαμβάνει περί τα 100 εκατομμύρια δολάρια. Εξάλλου, και άλλες παλαιστινιακές ομάδες λαμβάνουν στήριξη, όπως για παράδειγμα η Ισλαμική Τζιχάντ.
Λάθη αντιπαρατιθέμενων δρώντων
Στο Ιράκ, η Τεχεράνη παράσχει βοήθεια σε διάφορες ομάδες, όπως επίσης και στην κυβέρνηση, κυρίως μέσω της παροχής ενέργειας συμπεριλαμβανόμενου του φυσικού αερίου. Ακόμη και πριν τις κυρώσεις των ΗΠΑ, το Ιράκ δεν αποπλήρωνε αυτές τις προμήθειες. Μάλιστα, ο Ιρανός υπουργός πετρελαίου είχε δημόσια αναφέρει σε δήλωση του πως το Ιράκ αποτελεί “κακοπληρωτή”. Από την άλλη πλευρά, στην Υεμένη και τους Χούθι, το Ιράν παρείχε κυρίως στρατηγική βοήθεια μέσω εξοπλισμών, εκπαίδευσης και τεχνογνωσίας.
Η επιρροή του Ιράν στην περιοχή, έχει αυξηθεί επίσης και από τρίτους παράγοντες, όπως οι σεχταριστικές ή ιδεολογικές συγγένειες, οι τοπικές συνθήκες αλλά και τα στρατηγικά λάθη άλλων δρώντων, τα οποία ευνόησαν τη δυναμική της Τεχεράνης.
Στο Λίβανο επί παραδείγματι, οι διακρίσεις εις βάρος των σιιτών καθώς και οι διαχρονικοί δεσμοί μεταξύ του σιιτικού κατεστημένου, συνέβαλαν στην επιρροή της Τεχεράνης στη χώρα.
Ακόμη, οι πολιτικές σεχταρισμού της Σαουδικής Αραβίας έχουν επίσης ωφελήσει το Ιράν. Η ισραηλινή εισβολή το 1982 στο Λίβανο επέτρεψε στο Ιράν να εγκατασταθεί εκεί και να βοηθήσει την αναβάθμιση της Χεζμπολάχ σε σημαντικό δρώντα. Βέβαια, ως το 2005 και την αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων από το Λίβανο, η Δαμασκός ήταν ο κύριος πόλος επιρροής στο Λίβανο, και όχι η Τεχεράνη.
Στο Ιράκ τέλος, το Ιράν έχει θρησκευτικούς αλλά και εθνοτικούς δεσμούς. Αρκετοί Ιρακινοί είναι ιρανικής καταγωγής ή έστω έχουν μικτή πατρότητα. Η σιιτική ιστορία των διωγμών του παρελθόντος, η βοήθεια του Ιράν σε αυτούς τους πληθυσμούς την περίοδο του Σαντάμ, η εχθρική αντίδραση των Σουνιτικών Αραβικών κρατών στο ενδεχόμενο σιιτικής κυβέρνησης μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 2003 αλλά και η βοήθεια του Ιράν στην ανατροπή του λεγόμενου “Ισλαμικού Κράτους”, ενίσχυσαν σε μεγάλο βαθμό την επιρροή και την ελαφρά ισχύ της Τεχεράνης. Εν κατακλείδι, το Ιράν επωφελήθηκε από τις στρατηγικές αστοχίες των άλλων πόλων, αυξάνοντας την επιρροή του, πολλές φορές δίχως απαραίτητα να στραφεί σε οικονομικές παροχές.
Γεωπολιτική μοναξιά
Η επιμονή της Δύσης και των Σουνιτικών Αραβικών κρατών για άμεση αποχώρηση του Άσαντ από την εξουσία στη Συρία, αλλά και η απροθυμία τους να εξετάσουν μια “βήμα προς βήμα” διαδικασία τερματισμού των εχθροπραξιών και την εφαρμογή πολιτικής μεταρρύθμισης, άνοιξαν το δρόμο για την επιπλέον επιρροή του Ιράν στη χώρα. Οι επιθέσεις μάλιστα εναντίον σιιτικών ιερών, έδωσαν στην Τεχεράνη την αφορμή που έψαχνε, στέλνοντας Σιίτες εθελοντές με σκοπό τη στήριξη του Άσαντ στην εξουσία.
Όμως, η δυναμική του Ιράν είναι περιορισμένη. Παρά τους ισχυρισμούς της Δύσης, το Ιράκ δεν είναι μαριονέτα της Τεχεράνης. Οι ιρακινές κυβερνήσεις μετά το 2003 αρνήθηκαν να αποκαταστήσουν τη συμφωνία του Αλγερίου (1975) για τη διαίρεση του Σατ-αλ-Αράμπ, όπως επίσης δεν έχουν δρομολογήσει πολλά επιπλέον θέματα που θα οδηγούσαν τον παραπάνω ισχυρισμό σε αληθινό συμπέρασμα.
Στη Συρία, επίσης οι Άσαντ δεν έχουν παραδώσει όλη τους την στρατηγική δυναμική στο Ιράν. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ χρησιμοποίησε το Ιράν για να συγκρατήσει τον Σαντάμ Χουσείν, εξισορρόπησε την Αίγυπτο και κατάφερε να αποκτήσει δωρεάν ιρανικό πετρέλαιο. Η Συρία κατά τη δεκαετία του 1990, δεν άλλαξε τη βασική οικονομική και στρατηγική της πολιτική προκειμένου να δεθεί περισσότερο με το Ιράν.
Για παράδειγμα, ο Χαφέζ απέρριψε το Ιράν όταν οδηγήθηκε στη Διάσκεψη της Μαδρίτης για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, εάν και ο Μπασάρ αλ Άσαντ είχε ανακτήσει το Γκολάν ή είχε λάβει περισσότερα χρήματα και αναγνώριση από τη Δύση, επίσης θα είχε εγκαταλείψει την Τεχεράνη. Αυτό που τον ώθησε “προς τα ανατολικά” ήταν η γεωπολιτική μοναξιά στην οποία είχε βρεθεί. Ακόμη και στην Υεμένη, η ενίσχυση της παρουσίας του Ιράν ήρθε, όταν εισέβαλε σε αυτή η Σαουδική Αραβία το 2015.
Ιδεολογικές συγγένειες
Σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, το Ιράν ξόδεψε ανθρώπινο και οικονομικό κεφάλαιο, χωρίς να έχει “νίκες” με διάρκεια. Στη Συρία για παράδειγμα, σήμερα έχει χάσει έδαφος από τη Ρωσία, ακόμη και από την Τουρκία. Στο Ιράκ η παρουσία του κρίνεται ακόμη επισφαλής.
Συμπερασματικά, παρότι η οικονομική αρωγή βοήθησε προσωρινά στην αύξηση της περιφερειακής επιρροής του Ιράν, εξίσου σημαντικές για την άνοδο αυτή ήταν και οι σεχταριστικές και ιδεολογικές συγγένειες, οι ανεπίλυτες συγκρούσεις και τα στρατηγικά λάθη άλλων δρώντων. Έτσι, ενώ οι οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ θα μπορούσαν να μειώσουν την επιρροή του Ιράν στη Μέση Ανατολή, είναι σχεδόν αδύνατον να την καταστήσουν μηδενική.
Φαίνεται λοιπόν πως η Δύση για ακόμη μια φορά, μέσω της λήψης αλαζονικών μέτρων τείνει να σημειώσει ένα ακόμη στρατηγικό λάθος, εξωθώντας διάφορους δρώντες να στραφούν προς την ιρανική βοήθεια. Η αδυναμία κατανόησης πολιτικών, φυλετικών και θρησκευτικών συμμαχιών, αλλά και η επιβολή “εξοντωτικών” μέτρων, δεν θα μειώσουν το ρόλο της Τεχεράνης ως ένα σημαντικό παράγοντα ισχύος στη Μέση Ανατολή. Το πιθανότερο είναι να την ενισχύσουν. Πρέπει όμως να τονιστεί, πως ακόμη και η ίδια η Τεχεράνη δεν είναι σίγουρο εάν θα καταφέρει να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη από αυτά τα δεδομένα.