Πώς βλέπει ο Τραμπ τις σχέσεις με τη Ρωσία – Διαχείριση της ήττας στην Ουκρανία
20/02/2025
Στις 12/2/2025 πραγματοποιήθηκε και επισήμως το εναρκτήριο λάκτισμα των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ρωσίας. Μπορεί τα διεθνή ΜΜΕ να ομιλούν για διαπραγματεύσεις επίλυσης του Ουκρανικού, αλλά για να υπάρξει μία τέτοια βιώσιμη συμφωνία επίλυσης πρέπει να προηγηθεί η απόψυξη των αμερικανορωσικών σχέσεων, οι οποίες βρίσκονταν στο χειρότερο σημείο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό έγινε στο Ριάντ.
Το δυτικό “κόμμα του πολέμου” καταγγέλλει τον Τραμπ ότι έσπασε το κλίμα δαιμονοποίησης και απομόνωσης της Ρωσίας, χωρίς να πάρει αντάλλαγμα, ότι μετέτρεψε τη Μόσχα από “παρία” σε ισότιμο συνομιλητή. Αυτού του είδους η καταγγελία, ωστόσο, εκλαμβάνει σαν δεδομένο αυτό που ήταν η επιδίωξη της Συλλογικής Δύσης τα προηγούμενα χρόνια. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Τα δυτικά ΜΜΕ αποσιωπούν ότι το τηλεφώνημα του Τραμπ στον Πούτιν έγινε όταν είχε αποτύχει η προσπάθεια της Δύσης να επιφέρει τη στρατηγική ήττα της Ρωσίας μέσω του πολέμου, των κυρώσεων, της δαιμονοποίησης και της διεθνούς απομόνωσης, όπως επεδίωκε.
Η Ρωσία δαιμονοποιήθηκε κι απομονώθηκε από τη Συλλογική Δύση, αλλά η Συλλογική Δύση δεν είναι όλο το διεθνές σύστημα. Ο Παγκόσμιος Νότος –περισσότερο ή λιγότερο– στάθηκε στο πλευρό της Ρωσίας, όπως φάνηκε και στη σύνοδο κορυφής των BRICS+ πριν λίγους μήνες. Επίσης, η ρωσική οικονομία είχε ρυθμό ανάπτυξης 4,1% το 2024. Το σημαντικότερο, όμως, από όλα είναι ότι οι Ρώσοι κερδίζουν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μπορεί τα εδαφικά κέρδη τους να μην είναι εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακά, κυρίως της βραδύτητας στην προέλαση που επιβάλουν τα drones, αλλά είναι καθοριστικά για την πορεία του πολέμου.
Ακόμα πιο σημαντικό από τα εδαφικά κέρδη είναι το γεγονός ότι οι ουκρανικές αμυντικές γραμμές είναι υπό κατάρρευση, όπως ομολογούν –με μεγάλη καθυστέρηση– και τα δυτικά ΜΜΕ. Είναι αποκαλυπτικό ότι ο αρχηγός των ουκρανικών μυστικών υπηρεσιών Μπουντάνοφ, σε κλειστή συνεδρίαση της Βουλής, έχει πει ότι εάν δεν προκύψει συμφωνία μέχρι το καλοκαίρι, η Ουκρανία θα αντιμετωπίσει υπαρξιακή απειλή. Τα ίδια είπε με άλλα λόγια και ο πρώην σύμβουλος του Ζελένσκι και υποψήφιος για την προεδρία, Αρεστόβιτς.
Στρατηγική ήττα για Ουκρανία και Δύση
Η στρατηγική ήττα της Ουκρανίας, όμως, ισοδυναμεί με στρατηγικό πλήγμα των ΗΠΑ. Η παγκόσμια κοινότητα βλέπει και κρίνει. Επί προεδρίας Μπάιντεν, η Συλλογική Δύση έκανε τα πάντα για να κάμψει τη Ρωσία, αλλά απέτυχε. Τόσες κυρώσεις δεν έχουν ποτέ επιβληθεί. Το αποτέλεσμά τους, όμως, είναι απογοητευτικό. Η δε διαφαινόμενη νίκη της Ρωσίας, όπως συμβαίνει πάντα στην Ιστορία, ενισχύει το κύρος και την επιρροή της. Κι αυτό μετράει πολύ περισσότερο από τις αναμφίβολα σημαντικές απώλειές της.
Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον εξώθησε τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας, ότι η Ινδία ουσιαστικά στηρίζει τη Ρωσία, ότι οι μοναρχίες του Κόλπου απέρριψαν τις πιέσεις του προέδρου Μπάιντεν για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου, καθώς και το γεγονός ότι μειώνεται η μέχρι τώρα παντοκρατορία του δολαρίου στην αγορά ενέργειας.
Όταν, λοιπόν, ανέλαβε ο Τραμπ είχε να αντιμετωπίσει μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η προσπάθεια του Μπάιντεν να στριμώξει τη Ρωσία, εντάσσοντας την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, εξελισσόταν σε μπούμερανγκ. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς σκεφτόταν ο Τραμπ, αλλά πιθανολογώ πως θα είχε φερθεί διαφορετικά εάν η Ρωσία ήταν έτοιμη να γονατίσει. Τώρα, προσπαθεί να μειώσει τις ζημιές. Και σ’ αυτή την προσπάθεια τον διευκολύνει ότι εμφανίζεται ως τομή κι όχι ως συνέχεια της πολιτικής Μπάιντεν.
Ο Τραμπ απέκλεισε τους Ευρωπαίους όχι μόνο επειδή δεν τους εκτιμά ως δυνάμεις, αλλά κυρίως επειδή για τους δικούς τους λόγους έχουν παραμείνει εγκλωβισμένοι στην προηγούμενη φάση του πολέμου, όταν στη Δύση θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη του Κιέβου, ή τουλάχιστον την αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Πούτιν. Η διαπραγμάτευση θα είναι διμερής (Τραμπ-Πούτιν και δύο αντιπροσωπείες), επειδή –όπως προανέφερα– πριν αρχίσει το παζάρι για το Ουκρανικό, πρέπει να αποψυχθούν οι αμερικανορωσικές σχέσεις.
Εάν, όπως φαίνεται, η διαπραγμάτευση Τραμπ-Πούτιν προχωρήσει και συμφωνηθούν τα βασικά, θα κληθεί και το Κίεβο να διαπραγματευθεί επιμέρους ζητήματα. Η δε Ευρώπη θα κληθεί επίσης, επειδή θα της ζητηθεί να αναλάβει ευθύνες, τόσο για την ανασυγκρότηση της εναπομείνασας Ουκρανίας, όσο και για την παροχή εγγυήσεων στο Κίεβο. Οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να απεμπλακούν από την Ουκρανία.
Τί θα γίνει με τον Ζελένσκι
Ο Ζελένσκι δηλώνει πως δεν θα υπάρξει συμφωνία χωρίς το Κίεβο και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το ρήγμα στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης. Το μόνο που κατάφερε είναι να προκαλέσει μία οξύτατη επίθεση εκ μέρους του Τραμπ, ο οποίος είπε δημοσίως αυτό που είναι κοινό μυστικό: Ότι οι ΗΠΑ μεθοδεύουν την απομάκρυνση του Ζελένσκι μέσω εκλογών, έχοντας στη διάθεσή τους δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι θα τις χάσει.
Η άρνηση, μάλιστα, του Ζελένσκι να υπογράψει τη συμφωνία που του πρότεινε η κυβέρνηση Τραμπ για ίδρυση Ταμείου (50% Ουάσινγκτον – 50% Κίεβο), στο οποίο να ενταχθούν τα κοιτάσματα πολύτιμων ορυκτών, αλλά και οι υποδομές της Ουκρανίας, βάθυνε το χάσμα. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι την ιδέα είχε ρίξει στο τραπέζι ο Ζελένσκι, προσδοκώντας να προσδέσει τις ΗΠΑ σε πολιτική άνευ όρων στήριξης του Κιέβου.
Προφανώς, το Ουκρανικό απέχει πολύ από το να επιλυθεί, αλλά ο χρόνος δουλεύει υπέρ των Ρώσων στα πεδία των μαχών. Προφανώς δεν έλυσε ούτε τις διαφορές που χωρίζουν τις δύο μεγάλες δυνάμεις. Έσπασε, ωστόσο, το κλίμα απόλυτης εχθρότητας που επικρατούσε μέχρι τότε και μάλιστα, διαμόρφωσε ένα θερμό κλίμα εποικοδομητικής αναζήτησης κοινών τόπων. Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος Τραμπ επαναφέρει –με μία κίνηση την οποία είχε προαναγγείλει πριν τις αμερικανικές εκλογές– τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας στο πλαίσιο ενός ελεγχόμενου ανταγωνισμού, απαλλαγμένου από τον ιδεολογικό ζήλο των προκατόχων του, ο οποίος επικάλυπτε τις γεωπολιτικές στοχεύσεις.
Η μονοπολικότητα τελείωσε…
Η πολιτική της Ουάσινγκτον μετά το 1991 καθοριζόταν από την αντίληψη ότι η Ρωσία, ως ηττημένη του παλαιού Ψυχρού Πολέμου, όφειλε να προσαρμοστεί στις δυτικές προδιαγραφές. Κι όταν το καθεστώς Πούτιν αντιστάθηκε, δαιμονοποιήθηκε (δημοκρατία εναντίον αυταρχισμού – “καλό” εναντίον “κακού”) κι άρχισε το γεωπολιτικό στρίμωγμα της Ρωσίας, το οποίο κατέληξε στην εισβολή και στον πόλεμο. Ενώ μία ορθολογική ανάγνωση θα έπρεπε να είχε προειδοποιήσει την Ουάσινγκτον για το που οδηγούσε το στρίμωγμα της Ρωσίας, οι (νεο)φιλελεύθερες άρχουσες ελίτ παγιδεύτηκαν στον μονομερή τρόπο που οι ίδιες αντιλαμβάνονταν το διεθνές σύστημα.
Ενώ η μονοπολικότητα της δεκαετίας του 1990 σταδιακά παραχωρούσε τη θέση της στην αναδυόμενη πολυπολικότητα, αυτές παρέμειναν στη θαλπωρή της ψευδαίσθησης ότι ο κόσμος είχε παραμείνει στην περίοδο της μοναδικής υπερδύναμης που μπορεί να υπαγορεύει κανόνες και να επιβάλει συμπεριφορές κατά βούληση. Συνέχιζαν, λοιπόν, να υποτιμούν βαθύτατα τη Ρωσία, την οποία αποκαλούσαν “βενζινάδικο με πυρηνικά”!
Ο Τραμπ αντιμετωπίζει πλέον τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας ως σχέσεις μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων με συχνά αντίθετα συμφέροντα, αλλά και με πρόθεση να συνεννοούνται για να αποτρέπουν ανεξέλεγκτες εξελίξεις. Ο αμερικανορωσικός ανταγωνισμός εφεξής θα είναι απαλλαγμένος από το ιδεολογικό περίβλημα, που τόσο αγαπούν οι σταυροφόροι της (νεο)φιλελεύθερης διεθνούς τάξης πραγμάτων. Η διαπραγμάτευση θα γίνεται με βάση τα εκατέρωθεν συμφέροντα και τον πολιτικό ρεαλισμό, όχι με επίκληση οικουμενικών αξιών, κατά κανόνα υποκριτικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός δεν θα περιλαμβάνει ρητορικές οξύτητες, απειλές και εχθρικές κινήσεις της μίας προς την άλλη πλευρά.
Το σοκ Τραμπ για την Ουκρανία…
Αν και ο Τραμπ είχε προαναγγείλει την πρόθεσή του να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, ερχόμενος σε διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν, όταν έγινε η τηλεφωνική επικοινωνία τους οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντέδρασαν σοκαρισμένες. Είχαν υιοθετήσει μία πολεμική ρητορική εναντίον της Ρωσίας, στηριζόμενες, όμως, όπως πάντα, στις αμερικανικές πλάτες! Έχουν παγώσει, όχι τόσο επειδή ο Λευκός Οίκος τους έθεσε στο περιθώριο, όσο επειδή ρευστοποιείται αυτό που θεωρούσαν γεωπολιτική σταθερά: Την ασφάλεια της αμερικανικής στρατιωτικής ομπρέλας.
Το σύνδρομο της εξάρτησης από την Ουάσινγκτον έχει μετατραπεί σε δευτέρα φύση των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ στα 80 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναρωτιούνται λοιπόν –για να παραφράσουμε τον Καβάφη– “και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς τους Αμερικανούς”!
Αν και ο Τραμπ δεν πολυενδιαφέρεται για την τύχη της Ουκρανίας είναι υποχρεωμένος να φέρει μία συμφωνία, η οποία να μην θεωρηθεί νίκη του Κρεμλίνου. Ο Πούτιν θα προσπαθήσει να τον διευκολύνει σ’ αυτό, αλλά υπάρχει ένα όριο στις υποχωρήσεις που μπορεί να κάνει και το όριο αυτό υπαγορεύεται από την εθνική ασφάλεια της Ρωσίας. Όλα δείχνουν πως ο Ζελένσκι και οι Ευρωπαίοι θα κληθούν να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις όταν θα έχουν συμφωνηθεί οι βασικές γραμμές μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, επειδή αμφότεροι επιδιώκουν συνέχιση του πολέμου, με το επιχείρημα ότι πρέπει να δοθεί πρόσθετη βοήθεια στο Κίεβο για να έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Με άλλα λόγια αμφότεροι αναμασάνε τη ρητορική Μπάιντεν, παρακάμπτοντας το τι πραγματικά συμβαίνει στα μέτωπα.
Εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιμείνουν να στηρίξουν το Κίεβο για να συνεχίσει τον πόλεμο, ο Τραμπ όχι μόνο δεν θα τις εμπόδιζε, αλλά και θα χαρεί. Θα του δώσουν την ευκαιρία να απεμπλακεί μία ώρα νωρίτερα, έχοντας μία δικαιολογία. Το ρήγμα, πάντως, που συνειδητά προκάλεσε ο Τραμπ στις ευρωαμερικανικές σχέσεις δεν πρόκειται να γεφυρωθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ θα διαλυθεί, ή ότι οι ΗΠΑ θα το εγκαταλείψουν. Σημαίνει, όμως, ότι οι Ευρωπαίοι υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων να ξεβολευτούν.