Πού αποσκοπεί και τί δρομολογεί το διάγγελμα Πούτιν
21/02/2022Το Κρεμλίνο χτύπησε, αλλά όχι όπως μας προειδοποιούσαν οι Δυτικοί ηγέτες. Τα ρωσικά τεθωρακισμένα δεν εισέβαλαν στην Ουκρανία, αλλά η αντιρωσική ρητορική του Κιέβου δεν έμεινε χωρίς επιπτώσεις. Με το διάγγελμα Πούτιν, οι δύο αποσχισθείσες περιοχές στη νοτιοανατολική Ουκρανία αναγνωρίσθηκαν από τη Μόσχα ως ανεξάρτητα κράτη, δημιουργώντας στην περιοχή ένα δεύτερο διπλωματικό τετελεσμένο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.
Το Κρεμλίνο δεν προσδοκά ότι μετά την εκ μέρους του αναγνώριση του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ θα ακολουθήσει ένα κύμα αναγνωρίσεων. Στην καλύτερη περίπτωση να αναγνωρίσει τα δύο αυτά κρατίδια κράτη στενά συνδεδεμένα με τη Μόσχα, όπως π.χ. η Συρία, η Βενεζουέλα και ίσως η Λευκορωσία. Αυτό, ωστόσο, δεν έχει πολιτική σημασία για τον Πούτιν. Το μήνυμά του προς τους Ουκρανούς είναι ότι όσο το κράτος τους μετατρέπεται σε “όργανο” των ΗΠΑ με αντιρωσική αιχμή, τόσο θα έχουν να χάσουν.
Σύσσωμη η Δύση προειδοποιεί τον τελευταίο καιρό πως εάν οι Ρώσοι εισβάλουν θα τους επιβάλει εξοντωτικές οικονομικές κυρώσεις. Οι Ρώσοι, όμως, δεν εισέβαλαν. Με την αναγνώριση κατάφεραν ένα διπλωματικό πλήγμα. Προφανώς, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι θα αντιδράσουν. Εάν, όμως, επιβάλουν τις “εξοντωτικές κυρώσεις” που έχουν προαποφασίσει για την περίπτωση ρωσικής εισβολής, θα είναι σαν να λένε στον Πούτιν ότι μπορεί να κάνει και επόμενη επιθετική κίνηση, αφού το κόστος θα του έχει ήδη επιβληθεί.
Κατά συνέπεια, το πιθανότερο είναι ότι οι Δυτικοί θα επιβάλουν ένα ενδιάμεσο πακέτο κυρώσεων, ώστε να αποτρέψουν κλιμάκωση από την πλευρά της Μόσχας. Το ποιο θα είναι αυτό το πακέτο δεν μπορώ να το προεξοφλήσω. Με όρους πολιτικού ορθολογισμού, μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα είναι αρκούντως αυστηρό, αλλά όχι “εξοντωτικό”, ώστε να εξωθήσει τον Πούτιν σε νέα επιθετική κίνηση. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμίσω ότι ο πολιτικός ορθολογισμός δεν είναι καθόλου δεδομένος, όπως μας έχει επανειλημμένως αποδείξει η Ιστορία.
“Δαγκωνιά” το διάγγελμα Πούτιν
Στην πραγματικότητα, το Κρεμλίνο “δάγκωσε”, αλλά “δάγκωσε” διπλωματικά και λίγο, ώστε να μην είναι αυτό που θα εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα. Για τη Ρωσία το καθοριστικό ζήτημα είναι γεωπολιτικό, το να μην ενταχθεί η Ουκρανία στην Ατλαντική Συμμαχία. Εάν αυτό συμβεί, ο Πούτιν έχει προειδοποιήσει τους Δυτικούς συνομιλητές του ότι θα αντιδράσει δυναμικά, που πρακτικά σημαίνει ότι οι Ρώσοι θα εισβάλουν για να διχοτομήσουν την Ουκρανία. Με άλλα λόγια, η εισβολή είναι διασυνδεδεμένη με την επέκταση του ΝΑΤΟ, με την έννοια ότι συνιστά την απειλή για να μην γίνει το βήμα από τη Δύση και το Κίεβο.
Διαβάζοντας προσεκτικά το διάγγελμα του Ρώσου προέδρου δεν μπορεί κανείς να μη σημειώσει τις ιστορικές αναφορές. Πράγματι, το Κίεβο είναι η ιστορική κοιτίδα του ρωσικού έθνους, πράγματι, η Ουκρανία και η Λευκορωσία ήταν ιστορικά πάντα τμήματα της μεγάλης τσαρικής Ρωσίας, πράγματι η Κριμαία ανήκε μέχρι τη δεκαετία του 1950 στην ομόσπονδη σοβιετική Ρωσία. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι ο Πούτιν συνέδεσε τον “ακρωτηριασμό” εκείνης της Ρωσίας με το σοβιετικό καθεστώς και τις τωρινές επιδιώξεις του με την “αποκομμουνιστικοποίηση”, η οποία ως όρος και έννοια ακούγεται θετικά στη Δύση.
Οι εν λόγω αναφορές του Ρώσου προέδρου, ωστόσο, σηματοδοτούν και μία υφέρπουσα διεκδίκηση επί της Ουκρανίας, με την έννοια ότι ουσιαστικά χαρακτήρισε τους Ουκρανούς κλαδί του ρωσικού έθνους. Κατά συνέπεια, το μήνυμα που έστειλε είναι ότι το ενδεχόμενο εισβολής και κατάληψης μέρους ή ακόμα και ολόκληρης της Ουκρανίας (ελάχιστα πιθανό) παραμένει πάντα στο τραπέζι.
Το μπαλάκι στη Δύση
Προς το παρόν, με την αναγνώριση των δύο αποσχισθέντων περιοχών της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, το Κρεμλίνο έκανε την κίνησή του. Από την αντίδραση της Δύσης θα κριθεί εάν θα έχουμε ένα σπιράλ κλιμάκωσης ή μία νέα ισορροπία. Όταν μιλάμε για αντίδραση προφανώς αναφερόμαστε σε πράξεις, όχι στις δεδομένες ρητορικές καταδίκες. Προφανώς, ρόλο θα παίξει και η αντίδραση του Κιέβου. Σ’ αυτή τη συγκυρία, όμως, ο Ζελένσκι δεν έχει την πολυτέλεια να κινηθεί αυτόνομα. Θα ευθυγραμμισθεί με την Ουάσινγκτον, ακολουθώντας τις οδηγίες της.
Εάν οι ουκρανικές δυνάμεις επιτεθούν εναντίον είτε του Ντονέτσκ είτε του Λουγκάνσκ, θα το πράξουν, έχοντας το “πράσινο φως” από τους Αμερικανούς. Και βεβαίως μία τέτοια επίθεση είναι αναπόφευκτο να προκαλέσει ρωσική στρατιωτική αντίδραση. Εάν ο Πούτιν επιδιώκει την εισβολή, θα του έχουν δώσει την ευκαιρία. Εάν δεν την επιδιώκει (για να μη φέρει ο ίδιος το ΝΑΤΟ, έστω και στη δυτική Ουκρανία) θα τον εξωθήσουν ή σε μία ευρείας κλίμακας εισβολή ή σε επιχειρήσεις τοπικής κλίμακας, αλλά με σκοπό την καταστροφή των επιτιθέμενων ουκρανικών δυνάμεων.
Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία έστειλε ήδη ρωσικά στρατεύματα στις δύο αποσχισθείσες περιοχές υποτίθεται σε ρόλο ειρηνευτικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση ουκρανικής επέμβασης θα προκύψει σύγκρουσή τους με ρωσικές δυνάμεις. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι σε τέτοιες καταστάσεις αναπτύσσεται μία δυναμική σύγκρουσης, η οποία έχει την τάση να κλιμακωθεί και ενδεχομένως να καταστεί ανεξέλεγκτη.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονισθεί ότι η παράταση της κατάστασης “με το όπλο παρά πόδα” που επικρατούσε όλο το προηγούμενο διάστημα στο ουκρανικό μέτωπο δεν συνέφερε τη Ρωσία και βεβαίως ούτε την Ουκρανία. Αντιθέτως, συνέφερε τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι πολύ μακριά από το μέτωπο, συμμετέχοντας στην αντιπαράθεση μόνο με διπλωματικούς όρους. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Πούτιν έκανε την κίνησή του, δημιουργώντας με την αναγνώριση διπλωματικό τετελεσμένο και αφήνοντας να εννοηθεί πως εάν προκληθεί έχει και άλλα χαρτιά να παίξει. Ουσιαστικά, λοιπόν, επιδιώκει να εξωθήσει τα πράγματα σε μία διαπραγμάτευση-διευθέτηση με τους Δυτικούς, αν και όλα δείχνουν ότι η Ουάσινγκτον θα επιλέξει τον άλλο δρόμο που οδηγεί ακόμα πιο βαθιά στο νέο Ψυχρό Πόλεμο.