“Πρώτη φορά Αριστερά” στη Γερμανία. Γίνεται;

“Πρώτη φορά Αριστερά” στη Γερμανία. Γίνεται;, Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Στη γερμανική Αριστερά επικρατεί έντονη κινητικότητα, με αφορμή το νέο σχέδιο πολιτικής στρατηγικής που παρουσίασαν οι δύο αρχηγοί του κόμματος, Κάτια Κίπινγκ και Μπερντ Ρίξινγκερ, στα μέσα Μαΐου. Το Die Linke ανεβάζει τους τόνους και αποπειράται να αξιοποιήσει την ευκαιρία που θεωρεί ότι αναδύεται την “επόμενη μέρα” της πανδημίας, με απώτερο στόχο ένα μεγάλο κεντροαριστερό συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες και, ενδεχομένως, τους Πράσινους.

«Αλλαγή κοινωνικού-οικολογικού μοντέλου», μετασχηματισμός της βιομηχανίας, άνοιγμα στα κοινωνικά κινήματα, και παρόμοια συνθήματα περιλαμβάνονται στο νέο “μανιφέστο” των επικεφαλής του Die Linke, που μιλούν ανοιχτά για ένα σενάριο μετεκλογικής συμμαχίας “κόκκινων-κόκκινων”. Εκ πρώτης όψεως η ιδέα της προσέγγισης με το SPD μοιάζει μάταιη. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ, μετά το “σοκαριστικό” καλοκαίρι του 2019, οπότε και αρκετές μετρήσεις έδειχναν πρώτο κόμμα τους Πράσινους, είναι ξανά πανίσχυρο.

Από ποσοστά που δεν ξεπερνούσαν το 27%, τότε, έχει ξεπεράσει το 37% και ορισμένες δημοσκοπήσεις, όπως του ινστιτούτου Forsa, αγγίζουν το 40%. Να σημειωθεί ότι στις εκλογές του 2017, το CDU είχε λάβει 32,9% και έκτοτε δεν ξεπέρασαν ποτέ το 34%. Κατά συνέπεια, το άθροισμα των σημερινών ποσοστών που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στο SPD και το Die Linke, περίπου 16-17% και 8% αντίστοιχα, δεν είναι επουδενί αρκετό για να διεκδικήσουν την εξουσία.

Φυσικά, αυτό δεν είναι το μόνο κριτήριο για μια συνεργασία και άλλωστε υπάρχει χρόνος προς αξιοποίηση ως τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές, το φθινόπωρο του 2021. Δύο βασικοί παράγοντες τροφοδοτούν τη διάθεση για συνεργασία: Πρώτον, η “άπνοια” που επικρατεί στο στρατόπεδο των Σοσιαλδημοκρατών και δεύτερον, η πρόθεση των ηγετικών στελεχών του Die Linke να υπερκεραστούν οι εσωκομματικές διαφορές με την προοπτική της εξουσίας.

Ο κοινά αποδεκτός πραγματιστής υποψήφιος

Δύσκολα τα πράγματα για τους Σοσιαλδημοκράτες. Μια σειρά λαθών και αποτυχημένων τακτικών, όπως η επιλογή του Σουλτς που οδήγησε στην ήττα του 2017, η στήριξη στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα αλλά κυρίως η απουσία εναλλακτικής πρότασης, έχουν οδηγήσει στην απώλεια της μισής εκλογικής δύναμης του κόμματος.

Στο παρελθόν υπήρχαν ευκαιρίες σύγκλισης με το Die Linke, όμως δεν κατέστη δυνατή μια συνεργασία. Αυτό ενδέχεται να αλλάξει με την άνοδο στην ηγεσία του SPD, της Σάσκια Έσκεν και του Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς, κατά το συνέδριο του κόμματος στα τέλη του 2019. Αν και δεν τόλμησαν να κάνουν πράξη τις πρότερες τοποθετήσεις τους υπέρ της άμεσης αποχώρησης του SPD από το μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό υπό το CDU, οποιαδήποτε “αριστερή στροφή” προϋποθέτει αυτή την αποχώρηση.

Σε ό,τι αφορά τον υποψήφιο για την καγκελαρία, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποιο άλλο πιθανό όνομα πέρα από αυτό του νυν υπουργού Οικονομικών, Όλαφ Σολτς. Όντας ένας πραγματιστής πολιτικός, έχει σίγουρα την αποδοχή (και τη στήριξη) της γερμανικής οικονομικής ελίτ. Λόγω, ωστόσο, της κρίσης του κορωνοϊού και των αλλαγών που αυτή επέφερε στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, ακόμα και ο πραγματιστής Σολτς έχει το περιθώριο να προτείνει μια πιο κοινωνική πολιτική στο εσωτερικό,  και μια πιο διαλλακτική στάση, ενδεχομένως, σε επίπεδο ΕΕ και ευρωζώνης.

Πάντως, ένας κεντροαριστερός συνασπισμός δεν είναι απαραίτητο ότι θα περιελάμβανε αναγκαστικά και τους Πράσινους, οι οποίοι απολαμβάνουν πια περίπου την ίδια εκλογική δυναμική με το SPD. Παρά την περί του αντιθέτου εντύπωση, δεν θα είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα να συνεργαστούν με το Ελευθεροδημοκρατικό Κόμμα (FDP), κάτι που ενοχλεί ιδιαίτερα τους “κόκκινους”.

Ο ρόλος της πανδημίας στις πολιτικές εξελίξεις

Όσοι θεωρούν ότι ο κορωνοϊός θα ξεχαστεί αφού αρθούν και τα τελευταία μέτρα περιορισμού, αυταπατώνται. Πέρα από την επανεμφάνιση της ίδιας της νόσου, σε επόμενο –ενδεχομένως ηπιότερο– κύμα, η οικονομική ζημιά από το δίμηνο lockdown άλλαξε εντελώς τον χάρτη πολιτικού σχεδιασμού. Αυτό που διακυβεύεται, ιδίως σε χώρες με κατεξοχήν εξαγωγικό μοντέλο, είναι η οικονομική ανάκαμψη.

Το ερώτημα λοιπόν που φέρεται να θέλει να θέσει η γερμανική Αριστερά αφορά, πέρα από τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και της “πράσινης” ανάπτυξης που ήταν στην πολιτική ατζέντα πριν την πανδημία, στην αντιμετώπιση της νέας κρίσης. Στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν περίπου 20 εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες που εργάζονται σε σχήματα μερικής απασχόλησης και προσωρινής εργασίας, στην αναδιανομή πλούτου που πάντα ευαγγελιζόταν το Die Linke αλλά που τώρα είναι πιο επιτακτική.

Σε τελική ανάλυση, η κρίση του κορωνοϊού απέδειξε παντού την ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού και αποτελεσματικού κράτους. Αυτό δείχνουν και οι σφυγμομετρήσεις, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ίδιος ο Ρίξινγκερ, παραθέτοντας τις συγκεκριμένες προτάσεις που φέρνει στο τραπέζι το κόμμα του, όπως φορολόγηση των πλουσίων, απευθείας στεγαστική βοήθεια (πχ. πλαφόν στα ενοίκια) και συνολικά την απαλλαγή από το δόγμα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, το λεγόμενο “schwarze Null”.

Το νέο σχέδιο βρίσκει ευήκοα ώτα στους λεγόμενους ρεφορμιστές του Die Linke, αποσπώντας ενθουσιώδεις αντιδράσεις από βουλευτές όπως ο Μάτιας Χόεν. Κι αυτό, γιατί θέτει με αρκετά ξεκάθαρο τρόπο την επιθυμία της ηγεσίας να έχει πρόταση εξουσίας, και να αποτελέσει το Die Linke μέρος ενός κυβερνητικού σχήματος, άμεσα. Άλλες “συνιστώσες” όμως, όπως  η αριστερή-κομμουνιστική πλατφόρμα έχουν διαφορετική άποψη. Όπως λένε, η Γερμανία δεν χρειάζεται ένα δεύτερο Πράσινο Κόμμα και αντίθετα πρέπει να εστιάσει στα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την κρίση: τους εργαζομένους, τους οικονομικά αδύναμους.

Για το λόγο αυτό και το δίδυμο Κίπινγκ-Ρίξινγκερ χρησιμοποίησε λεξιλόγιο προσφιλές στην πτέρυγα αυτή, τονίζοντας ότι «εκπροσωπούμε τη λαϊκή τάξη, τους περιθωριοποιημένους, τους εργάτες», και ότι η εποχή μετά τον κορωνοϊό χρειάζεται πάνω από όλα «αλληλεγγύη». Πάντως, η ηγεσία του Die Linke, η θητεία της οποίας λήγει το φθινόπωρο, ελπίζει να “δελεάσει” την αριστερή πλατφόρμα με την προοπτική της συμμετοχής στη διακυβέρνηση της Γερμανίας, για πρώτη φορά. Άλλωστε, και οι πιο ένθερμοι εκπρόσωποι της πλατφόρμας, όπως η Σάρα Βάγκενκνεχτ, δεν απορρίπτουν την ιδέα της παλιννόστησης μιας «ισχυρής σοσιαλδημοκρατίας», όπως η ίδια ανέφερε σε συνέντευξή της στο Tagesspiegel.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι