“Η Ινδία για τους ινδουιστές” – Το δόγμα της κυβέρνησης Μόντι
09/02/2020Η ψήφιση του νέου νόμου περί ιθαγένειας στην Ινδία προκάλεσε την αντίδραση των μουσουλμάνων της χώρας. Η αντίδραση ήταν δικαιολογημένη. Ο νέος νόμος, που ήλθε να ρυθμίσει το ζήτημα των ξένων μεταναστών που ζουν στη χώρα, παραχωρεί αυθαίρετα την ιθαγένεια μόνο σε ινδουιστές γειτονικών χωρών, εξαιρώντας του μουσουλμάνους και τα υπόλοιπα θρησκευτικά δόγματα.
Για να κατανοήσουμε την αντίδραση του μουσουλμανικού στοιχείου, αλλά και πολλών ινδουιστών, δεν πρέπει να εξετάσουμε τον νόμο αυτόν μεμονωμένα. Θα πρέπει να τον εξετάσουμε ως αναπόσπαστο τμήμα των πρακτικών στοχοποίησης και των πολιτικών υποβάθμισης των μουσουλμάνων, από τη στιγμή που το κυβερνών Κόμμα του Ινδικού Λαού (BJP) ανέλαβε την εξουσία το 2014.
Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την επανεμφάνιση της ρητορικής μίσους και των απρόκλητων επιθέσεων που δέχονται μουσουλμάνοι. Περιλαμβάνει επίσης την κατάργηση του ειδικού καθεστώτος αυτονομίας που απολάμβανε το Κασμίρ, το μοναδικό κρατίδιο με μουσουλμανική πλειοψηφία. Τέλος, περιλαμβάνει και τον αδικαιολόγητο αποκλεισμό 1,9 εκατομμυρίων μουσουλμάνων από τους νέους ληξιαρχικούς καταλόγους του κρατιδίου Assam, με τον κίνδυνο αφαίρεσης της υπηκοότητας να είναι προ των πυλών.
Από το 2014, που το Κόμμα του Λαού της Ινδίας ανέλαβε την εξουσία, ένα θρησκευτικό πογκρόμ έχει εξαπολυθεί από ακραίες ομάδες Ινδουιστών εναντίον των μουσουλμάνων. Οι υπηρεσίες του υπουργείου εσωτερικών της Ινδίας δεν καταγράφουν συγκεκριμένα τις δολοφονίες που σχετίζονται με το θρησκευτικό μίσος, αλλά τον αριθμό των περιστατικών σεχταριστικής σύγκρουσης μεταξύ Ινδουιστών και μουσουλμάνων.
Σεχταριστική βία εναντίον των μουσουλμάνων
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μια αύξηση των σεχταριστικών συγκρούσεων κατά 28% μεταξύ 2014-2017. H Washington Post παίρνει ως δείκτη της εξέλιξης του φαινομένου τα περιστατικά εγκλημάτων θρησκευτικού μίσους που καταγράφονται στον αγγλόφωνο τύπο της Ινδίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η εφημερίδα το 2013, τελευταίο χρόνο διακυβέρνησης του Εθνικού Κογκρέσου, καταγράφηκαν εννιά εγκλήματα θρησκευτικού μίσους.
Ο αριθμός που διπλασιάστηκε το 2014 (18), και συνέχισε να αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο (30 περιστατικά το 2015, 41 το 2016, 74 το 2017 και 69 μέχρι τον Οκτώβριο του 2018). Η εκτροφή βοοειδών για θανάτωση είναι ένα από τους πιο συχνούς λόγους εγκλημάτων μίσους. Μεταξύ 2015 και 2018 44 άτομα δολοφονήθηκαν μόνο για εκμετάλλευση η θανάτωση βοοειδών σύμφωνα με το Human Rights Watch.
Τα βοοειδή θεωρούνται ιερό ζώο στην ινδουιστική θρησκεία, η οποία και απαγορεύει την θανάτωση τους, όπως και τη κατανάλωση κρέατος που προέρχεται από αυτά. Τις τελευταίες δεκαετίες ινδουιστικοί κύκλοι έκριναν ότι η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά για να προστατεύσει την παράνομη θανάτωση και το παραεμπόριο βοοειδών, καλώντας την κοινότητα των πιστών να αναλάβει το ιερό αυτό καθήκον.
Έτσι, ομάδες ινδουιστών ελέγχουν οχήματα και κτηνοτροφικές μονάδες και σε περίπτωση που επαληθεύσουν τις υποψίες τους ακολουθεί τιμωρία, συνήθως ξυλοκόπημα μέχρι θανάτου. Τα τοπικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος συχνά κάνουν δηλώσεις που υποκινούν τα πλήθη σε τέτοιου είδους ενέργειες, ενώ η κυβέρνηση είναι συνήθως επιεικής απέναντι τους. Ανάλογες διώξεις έχει υποστεί πρόσφατα και η χριστιανική κοινότητα της Ινδίας.
Το ζήτημα του Κασμίρ
Η κατάργηση του ειδικού καθεστώτος του Κασμίρ ήταν ένα ακόμα πλήγμα για τη μουσουλμανική μειονότητα της Ινδίας, καθώς πρόκειται για το μόνο κρατίδιο που υπερισχύουν πληθυσμιακά οι μουσουλμάνοι. Ινδία και Πακιστάν συγκρούστηκαν στρατιωτικά τέσσερις φορές για τον έλεγχό του (1947-48, 1965, 1971, 1999), ενώ, από το 1962, προστέθηκε ένας ακόμα παίκτης στην εξίσωση, με την κατάληψη της περιοχής Ακτσάι Τσίν από την Κίνα.
Για την Ινδία, πέρα από τους γεωστρατηγικούς λόγους, το Κασμίρ ήταν σημαντικό για ένα ακόμη λόγο. Η ενσωμάτωση μιας περιοχής με μουσουλμανική πλειοψηφία αποτελούσε την καλύτερη απόδειξη των αρχών της θρησκευτικής ανεκτικότητας και του κοσμικού κράτους, τα οποία πρέσβευε το Εθνικό Κογκρέσο.
Το 1956 η συνταγματική συνέλευση του Κασμίρ επικύρωσε το σύνταγμα της αυτόνομης περιοχής και τις σχέσεις της με το Νέο Δελχί. Οι βασικές του πρόνοιες ήταν η μη εμπλοκή του Νέου Δελχί στην εσωτερική διακυβέρνηση του κρατιδίου, πλην της οικονομίας και των επικοινωνιών, αυστηροί περιορισμοί σε Ινδούς πολίτες προερχόμενους από άλλα κρατίδια στο να εγκατασταθούν και αποκτήσουν γη και η επάνδρωση των υπηρεσιών του κρατιδίου μόνο με ντόπιους (άρθρα 370 και 35 Α του Ομοσπονδιακού Συντάγματος).
Οι σχέσεις του Κασμίρ με την κεντρική κυβέρνηση διακατέχονταν από μια αμοιβαία δυσπιστία. Στο μεν Κασμίρ η τοπική, φίλα προσκείμενη προς την Ινδία, πολιτική ελίτ φοβόταν την πιθανή άρση της αυτονομίας από τη κεντρική κυβέρνηση, πλειοδοτώντας πολλές φορές σε θέσεις υπέρ της αυτοδιάθεσης. Από την άλλη, η κεντρική κυβέρνηση φοβόταν ότι η αυτονομία μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα για μια πιθανή απόσχιση και ένωση της περιοχής με το Πακιστάν, παραβιάζοντας συχνά την αυτονομία και παρεμβαίνοντας στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις του κρατιδίου.
Η κατάργηση της αυτονομίας του Κασμίρ
Με την πάροδο του χρόνου πολλές από τις πρόνοιες της αυτονομίας του Κασμίρ καταργήθηκαν στη πράξη. Ο έλεγχος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης διευρύνθηκε, χωρίς να τίθεται όμως υπό αμφισβήτηση ή ίδια η έννοια της αυτονομίας. Αυτό επέτρεπε στους κατοίκους της περιοχής να διατηρήσουν μια διακριτή ταυτότητα που επέτρεπε τον αυτοπροσδιορισμό τους και συγκρατούσε την ροπή προς τα ένοπλα αποσχιστικά κινήματα.
Σε αντίθεση με το Εθνικό Κογκρέσο, τα συντηρητικά ινδουιστικά κόμματα ήταν ανέκαθεν αντίθετα με το ειδικό καθεστώς που απολάμβανε το Κασμίρ. Βλέπουν την διακριτή ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού, όχι ως πλεονέκτημα, αλλά ως πρόβλημα που εμποδίζει τον στόχο της ομογενοποίησης της χώρας στη βάση του ινδουισμού.
Η κατάργηση της αυτονομίας του Κασμίρ δεν έγινε λοιπόν για λόγους πάταξης της διαφθοράς, εκσυγχρονισμού του νομικού πλαισίου της περιοχής ή οικονομικού εκσυγχρονισμού, όπως ανέφερε η κυβέρνηση. Η δημογραφική αλλοίωση μιας περιοχής με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και η αφομοίωση της με την ινδουιστική πλειοψηφία της υπόλοιπης επικράτειας, ήταν ο πραγματικός λόγος της κατάργησης της αυτονομίας του Κασμίρ.
Ο νόμος περί ιθαγένειας
Η τελευταία πρόκληση που αντιμετωπίζει ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ινδίας προέρχεται από τις συνδυαστικές συνέπειες του νέου νόμου περί ιθαγένειας και του Εθνικού Μητρώου Υπηκόων. Το Εθνικό Μητρώο Υπηκόων συστήθηκε το 1951. Αφορούσε αποκλειστικά την ανατολική επαρχία Assam, η οποία βρίσκεται στα σύνορα με το Μπαγκλαντές. Εκείνη την εποχή δεχόταν μεγάλες μεταναστευτικές ροές από το γειτονικό Μπαγκλαντές.
Σκοπός του μητρώου ήταν να διακρίνει τον ντόπιο πληθυσμό στο κρατίδιο από τους μετανάστες, νόμιμους ή παράνομους. Καθώς οι μεταναστευτικές ροές προς το κρατίδιο αυξήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες (λόγω και της ανεξαρτητοποίησης του Μπαγκλαντές), η επικαιροποίηση του μητρώου ήταν επιβεβλημένη. Λόγω τεχνικών δυσκολιών αυτή τελικά ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2019, καταγράφοντας 31,1 εκατομμύρια νόμιμα διαμένοντες και 1,9 εκατομμύρια παράνομους μετανάστες.
Κατά τη διάρκεια της απογραφής πολλοί μουσουλμάνοι στερήθηκαν την υπηκοότητα λόγω ορθογραφικών και άλλων γλωσσικών λαθών στα έγγραφα τα οποία προσκόμισαν. Τα τελικά αποτελέσματα φαίνεται πάντως πως δεν ήταν αρεστά ούτε στα τοπικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, καθώς εκτός μητρώου βρέθηκαν αρκετοί ινδουιστές.
Αποκλεισμός μουσουλμάνων
Στο σημείο αυτό έρχεται ο νόμος περί ιθαγένειας να δώσει χέρι βοηθείας στους εν λόγω ινδουιστές, αφήνοντας εκτός νυμφώνος τους μουσουλμάνους που βρίσκονται στην αντίστοιχη θέση. Ο νόμος όπως αναφέραμε επιτρέπει την πολιτογράφηση για τους ινδουιστές και άλλα θρησκευτικά δόγματα που εκδιώχθηκαν από τα γειτονικά κράτη, όχι όμως και σε μουσουλμάνους.
Η ανακοίνωση της κυβέρνησης να εφαρμόσει μελλοντικά το εθνικό μητρώο υπηκόων σε όλη την επικράτεια θέτει όλη τη μουσουλμανική κοινότητα της χώρας υπό αίρεση. Στην πραγματικότητα, αποτελεί ένα ισχυρό μέσο πίεσης προς του μουσουλμάνους, ώστε να εκτονώσουν τις αντιδράσεις τους για τις διώξεις και διακρίσεις που υφίστανται.
Συμπυκνώνοντας, η Ινδία βρίσκεται εν μέσω ενός ινδουιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και του κράτους. Στη νέα Ινδία που οραματίζεται η κυβέρνηση Μόντι η έννοια του πολίτη θα ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τον ινδουισμό. Η διαφορετικότητα δεν θα έχει θέση, ή στην καλύτερη περίπτωση θα βρίσκεται στο περιθώριο.