“Κράτος παρίας” για τον Τραμπ το Πακιστάν, όχι η Σαουδική Αραβία
26/11/2018“Δεν θα ήταν ωραίο αν πιάναμε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν πολύ νωρίτερα από τότε;“. Το συγκεκριμένο ρητορικό ερώτημα του Ντόναλντ Τραμπ σε τηλεοπτική του συνέντευξη, άναψε “φωτιές” στις ΗΠΑ. Οι αντίπαλοι του Αμερικανού προέδρου χαρακτήρισαν την στάση του “μικρόψυχη”. Όντως ο μεγιστάνας μοιάζει θρασύς και αλαζόνας. Αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει μία επιτυχία της κυβέρνησης Ομπάμα, καθαρά για μικροπολιτικούς λόγους. Έφτασε στο σημείο να προσβάλει τον επικεφαλής της επιχείρησης που εξόντωσε τον Σαουδάραβα τρομοκράτη, έναν ήρωα πολέμου για την αμερικανική κοινή γνώμη. Είπε χαρακτηριστικά, πως ο απόστρατος ναύαρχος Γουίλιαμ Μακ Ρέϊβεν είναι “υποστηρικτής της Χίλαρι“.
Δεν πρέπει όμως να αιφνιδιαζόμαστε από την συμπεριφορά του Τραμπ. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι φέρθηκε απαξιωτικά στον εσωκομματικό του αντίπαλο Τζον Μακ Κέϊν, ακόμα και μετά τον θάνατο του γερουσιαστή από καρκίνο. Όμως ο Τραμπ δεν εστίασε στην συνέντευξη του μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αντιθέτως επιτέθηκε με σφοδρότητα στην πακιστανική κυβέρνηση. Δήλωσε χαρακτηριστικά, “καταβάλαμε δισεκατομμύρια δολλάρια στο Πακιστάν. Δεν μας είπαν όμως ποτέ, ότι (ο Οσάμα Μπιν Λάντεν) βρίσκονταν εκεί“.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δικαιολόγησε την απόφαση του να περικόψει την οικονομική βοήθεια στο Πακιστάν, λέγοντας πως “αυτή η χώρα δεν έκανε τίποτα καλό για την Αμερική“. Ουσιαστικά ξεκαθάρισε πως δεν θεωρεί το Ισλαμαμπάντ αξιόπιστο σύμμαχο για τις ΗΠΑ. Επομένως μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την κριτική που άσκησε στην αντιτρομοκρατική επιχείρηση που εξόντωσε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν στο Πακιστάν. Ο Ντόναλντ Τραμπ είπε κάτι προφανές: Πως το “βαθύ κράτος” του Πακιστάν, ο στρατός και οι μυστικές του υπηρεσίες, γνώριζαν από πριν που κρυβόταν ο διαβόητος τρομοκράτης.
Αποφάσισαν να τον “πουλήσουν” στους Αμερικανούς, αφού είχαν εξασφαλίσει προηγουμένως ανταλλάγματα στο παρασκήνιο. Η πακιστανική κυβέρνηση τότε είχε αρνηθεί, ότι γνώριζε το καταφύγιο του Λάντεν και την επιχείρηση των Αμερικανών. Ήταν όμως αδύνατον να ισχυριστεί κάτι διαφορετικό. Προφανώς δεν μπορούσε να παραδεχτεί ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, ότι έχει διαύλους επικοινωνίας με την τρομοκρατία. Από την άλλη μεριά, όλες οι πακιστανικές κυβερνήσεις θεωρούν την αντιτρομοκρατική συνεργασία του Ισλαμαμπάντ με την Ουάσιγκτον, ως ένα “αναγκαίο κακό”.
Το Πακιστάν “πατά σε δύο βάρκες”
Η συνεργασία αυτή έχει ενταθεί μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Περιλαμβάνει επιδρομές μη επανδρωμένων αεροσκαφών των ΗΠΑ, εντός της πακιστανικής επικράτειας. Οι στόχοι είναι τρομοκρατικές ομάδες, αλλά συχνά υπάρχουν και άμαχοι μεταξύ των θυμάτων. Το Ισλαμαμπάντ συναινεί παρασκηνιακά στις αμερικανικές επιδρομές, αλλά δημοσίως τις καταδικάζει.
Ο λόγος είναι πως οι πακιστανικές κυβερνήσεις φοβούνται τις αντιδράσεις των ακραίων, ισλαμικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας. Η κυριαρχία του εξτρεμιστικού Ισλάμ στο εσωτερικό του Πακιστάν ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ζία ουλ Χακ. Τότε Ουάσιγκτον και Ισλαμαμπάντ στήριξαν από κοινού τις ισλαμικές οργανώσεις των μουτζαχεντίν, που πολεμούσαν τις σοβιετικές δυνάμεις κατοχής στο Αφγανιστάν.
Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών το 1989, ξεκίνησε ένας αιματηρός εμφύλιος στο Αφγανιστάν μεταξύ των ισλαμικών αντάρτικων ομάδων. Ήταν το αίμα του αφγανικού εμφυλίου πολέμου που “γέννησε” τους Ταλιμπάν. Οι Ταλιμπάν εξ’αρχής υποστηρίχθηκαν από το Ισλαμαμπάντ, διότι έμοιαζαν πιο αξιόπιστοι από τους παλιούς μουτζαχεντίν, που είχαν εκφυλιστεί σε συμμορίες αιμοσταγών λήσταρχων.
Ο πακιστανικός στρατός ενίσχυσε τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και άλλες εξτρεμιστικές σουνιτικές ομάδες στο εσωτερικό της χώρας, προκειμένου να τους αξιοποιήσει στην πολυετή αντιπαράθεση του Πακιστάν με την Ινδία. Δεν μετέβαλλε την στρατηγική του, ακόμα και μετά την εισβολή των Αμερικανών στο Αφγανιστάν.
Το τέλος του παιχνιδιού
Τελικά αποδείχτηκε πως το Ισλαμαμπάντ είχε διαβάσει σωστά τις εξελίξεις, όχι η Ουάσιγκτον. 17 χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή, οι Ταλιμπάν εξακολουθούν να ελέγχουν την συντριπτική επικράτεια του Αφγανιστάν. Οι δύο τελευταίοι Αμερικανοί πρόεδροι αποπειράθηκαν να ελέγξουν την κατάσταση, αυξάνοντας τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής.
Ο πρόεδρος Ομπάμα απέσυρε τις αμερικανικές δυνάμεις από το Ιράκ, προκειμένου να εστιάσει στο Αφγανιστάν. Όμως η στρατηγική του απέτυχε.Οι Ταλιμπάν περέμειναν κυρίαρχοι στο Αφγανιστάν, ενώ το Ιράκ βυθίστηκε στο χάος της τζιχαντιστικής βίας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υποσχεθεί προεκλογικά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν. Στην πορεία αναίρεσε την υπόσχεση του, έπειτα από συστάσεις του στρατιωτικού του επιτελείου. Η κατάσταση όμως παραμένει προβληματική, όπως έδειξε η πολύνεκρη επίθεση αυτοκτονίας, που σημειώθηκε στην Καμπούλ.
Όμως ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει ευθαρσώς πως δεν θα κάνει πλέον τα “στραβά μάτια” στο διπλό παιχνίδι των Πακιστανών, όπως οι προκάτοχοι του. Το Πακιστάν δεν είναι πλέον σύμμαχος των ΗΠΑ. Είναι ένα “κράτος παρίας”, σύμμαχος των Ταλιμπάν και άλλων εξτρεμιστικών σουνιτικών ομάδων. “Το παιχνίδι τελείωσε“, μοιάζει να λέει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Διαφορετικές περιπτώσεις Πακιστάν και Σαουδική Αραβία
O σημερινός Αμερικανός πρόεδρος απομακρύνεται από μία παράδοση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Το Πακιστάν υπήρξε σύμμαχος όλων των αμερικανικών κυβερνήσεων, από τα χρόνια του Συμφώνου της Βαγδάτης. Θα μπορούσε άραγε μετά το Πακιστάν, να βρεθεί στο σχόχαστρο του προέδρου Τραμπ η Σαουδική Αραβία?
Η δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι έφερε έναν ακόμα ιστορικό σύμμαχο των ΗΠΑ, αντιμέτωπο με την οργή του Κογκρέσου και των αμερικανικών ΜΜΕ. Το πάμπλουτο βασίλειο έχει “σκοτεινό” ρόλο στην στήριξη τζιχαντιστικών ισλαμικών ομάδων, όπως ακριβώς το Πακιστάν. Υπάρχει όμως μία ειδοποιός διαφορά που αποτρέπει την ρήξη στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Ριάντ.
Η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικών όπλων και ρυθμίζει τις τιμές του πετρελαίου στον ΟΠΕΚ. Μπορεί ακόμα “να προσφέρει πολλά στην Αμερική“. Αυτό υπενθύμισε με χαρακτηριστική του δήλωση, ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος. Ήδη ο Ντόναλντ Τραμπ επαίνεσε δημόσια τον Σαουδάραβα βασιλιά για την συμβολή του Ριάντ στην πτώση της τιμής του πετρελαίου. Επομένως το σενάριο μίας ρήξης στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Ριάντ πρέπει πλέον να αποκλειστεί. Διότι σε αντίθεση με την περίπτωση του Πακιστάν , είναι “πολλά τα λεφτά” που διακυβεύονται.