“Σκοτεινό χρήμα” πίσω από υποψηφιότητες για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ
17/10/2020Με μνήμες των σκοτεινών εποχών της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της διαπλοκής του 2008-2010 γέμισε η επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας, κατά την ακροαματική διαδικασία της υποψήφιας δικαστίνας για το Ανώτατο Δικαστήριο, Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ. Ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών, Σέλντον Γουάιτχαους, σε μια αντισυμβατική τοποθέτηση, εξέθεσε την άποψή του για το “σκοτεινό χρήμα” που διορίζει δικαστές, προειδοποιώντας τους Ρεπουμπλικάνους ότι θα μετανιώσουν, αν αποδεχθούν την επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ.
Το πρώτο στοιχείο που ώθησε τον Γουάιτχαους, και συμμερίζονται οι Δημοκρατικοί, είναι βεβαίως η επίσπευση της διαδικασίας πριν τις εκλογές ώστε ο Τραμπ να έχει εξασφαλίσει ότι η “υποψήφιά του” θα είναι στη θέση της. Αντίστοιχα όμως, οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν απορρίψει τον υποψήφιο του Ομπάμα το 2016, συνεπώς προκύπτει ζήτημα ηθικής τάξης.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά στη διαμόρφωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον η υποψηφιότητα της Μπάρετ επιβεβαιωθεί. «Αυτό που έκαναν οι Ρεπουμπλικάνοι στη φήμη και την αξιοπιστία του δικαστηρίου μέσα από τις τρεις τελευταίες υποψηφιότητες άφησε ένα στίγμα που δεν μπορεί να αντέξει το δικαστήριο», σχολίασε χαρακτηριστικά ο γερουσιαστής. Πρόκειται για ένα δικαστήριο «όργανο των μεγάλων ειδικών συμφερόντων και θα πρέπει να βρούμε τρόπο να το επαναφέρουμε».
Όπως ήταν αναμενόμενο, Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές κατηγόρησαν τους αντιπάλους τους ότι στην πραγματικότητα επιδιώκουν αυτό που θέλουν και οι ίδιοι, δηλαδή να «ορίσουν κομματικούς υποψηφίους ώστε να ελέγχουν το δικαστήριο», κατά δήλωση του Τεντ Κρουζ. Μπορεί να μη το λένε ρητά, αλλά είναι δεδομένο ότι οι Δημοκρατικοί θα ήθελαν με κάποιο τρόπο να εμποδίσουν τη διαδικασία, χωρίς όμως να κατηγορηθούν για τον εκτροχιασμό της.
Το “σκοτεινό χρήμα” και το Ανώτατο Δικαστήριο
Ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών, Σέλντον Γουάιτχαους, όπως αναφέραμε, δεν μπήκε στη διαδικασία να κάνει ερωτήσεις στην Μπάρετ. Αντ’ αυτού, χρησιμοποιώντας μια παρουσίαση με κάρτες, περιέγραψε πώς το “σκοτεινό χρήμα” διάφορων παραγόντων επιδιώκει να επηρεάσει τις δικαστικές αποφάσεις. Να σημειωθεί ότι ο ίδιος υπήρξε γενικός εισαγγελέας στο Ρόουντ Άιλαντ και υποστήριζε ανέκαθεν την άποψη ότι υπάρχει ένας ισχυρός νομικός και οικονομικός μηχανισμός με σκοπό την απόκρυψη χρημάτων.
Ο μηχανισμός αυτός αφορά και την Federalist Society, μια μη κερδοσκοπική συντηρητική οργάνωση με μεγάλη επιρροή στο νομικό κόσμο των ΗΠΑ. Μέλος της υπήρξαν αρκετοί δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της Μπάρετ, η οποία συμμετείχε στην οργάνωση την περίοδο 2005-2006 και 2014-2017. Μαζί με τη Federalist Society, οι “συντηρητικοί ακτιβιστές” του Judicial Crisis Network αποτελούν, για το γερουσιαστή, μέρος του δικτύου που επιδιώκει να ελέγξει το Ανώτατο Δικαστήριο, ενισχυόμενοι από την αδρή χρηματοδότηση μεγάλων εταιρειών.
Στο μισάωρό του, ο Γουάιτχάους ήταν πραγματικά λάβρος: «Σε όλες τις υποθέσεις, υπάρχει ανώνυμη χρηματοδότηση με διάφορους τρόπους. Ένας είναι μέσα από την Federalist Society. Διοικείται από έναν τύπο που ονομάζεται Λέοναρντ Λίο και έχει πάρει τον έλεγχο της επιλογής των δικαστικών υποψηφίων. Πώς το ξέρουμε; Επειδή το είπε ο ίδιος ο Τραμπ ξανά και ξανά. Το ίδιο και ο νομικός του σύμβουλος στο Λευκό Οίκο. Έχουμε μια ομάδα ανώνυμα χρηματοδοτούμενη που λειτουργεί υπό τον Λίο.
»Έχουμε ανώνυμους χρηματοδότες που λειτουργούν μέσα από το λεγόμενο δίκτυο Judicial Crisis, το οποίοι διευθύνει η Σεβερίνο, και κάνει δημόσιες σχέσεις και καμπάνιες υπέρ των Ρεπουμπλικάνων δικαστικών υποψηφίων […] Πήρε 70 εκατ. δωρεά για την κούρσα των υποψηφίων Γκάρλαντ-Γκόρσουτς. Πήρε κι άλλη για να υποστηρίξει τον [δικαστή] Κάβανο. Και ίσως το ίδιο άτομο δαπάνησε 35 εκατ. για να επηρεάσει τη σύσταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πείτε μου ότι αυτό είναι καλό. Εδώ πέρα έχουμε ένα σωρό ομάδες που χρηματοδοτούνται από σκοτεινό χρήμα με διαφορετικό σκοπό. Φέρνουν υποθέσεις στο Δικαστήριο. Δεν έρχονται μόνες τους στο Δικαστήριο, μπαίνουν σφήνα από τις νομικές ομάδες, και πολλές από αυτές γρήγορα ώστε να κάνουν κάποιοι τη δουλειά που θέλουν».
Προσπάθεια χειραγώγησης
Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται ο γερουσιαστής αποτέλεσαν πεδία σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κομμάτων αλλά και μεταξύ Τραμπ και Ομπάμα, κατά την προηγούμενη προεκλογική περίοδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νόμος για την περίθαλψη (Affordable Care Act), εναντίον του οποίου ενάγοντες υπήρξαν Ρεπουμπλικάνοι εισαγγελείς.
Όμως και άλλες υποθέσεις που έχασαν οι Ρεπουμπλικάνοι, μπορούν να επανέλθουν στο τραπέζι, –όπως για το νόμο που επιτρέπει το γάμο μεταξύ ομόφυλων ή το νόμο που αναγνωρίζει στις γυναίκες το δικαίωμα έκτρωσης– αν το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχεται πια από τους Ρεπουμπλικάνους.
Μάλιστα, όπως είπε ο γερουσιαστής, υπήρξαν 80 υποθέσεις που κρίθηκαν με διαφορά ψήφων 5 προς 4, με τις πέντε ψήφους να προήλθαν από τους κομματικούς δικαστές των Ρεπουμπλικάνων και ταυτόχρονα να προηγήθηκε δωρεά από συντηρητική προέλευση. Όλες με σκοπό να εξυπηρετηθούν οικονομικές σκοπιμότητες από το πολιτικό προσωπικό, και να συνεχίσει η διαδρομή του “σκοτεινού χρήματος”.
Οι τρόποι είναι γνωστοί, άλλωστε: εταιρείες-βιτρίνες, ανώνυμα νομικά σχήματα, φορολογικοί παράδεισοι κ.λπ. Ο γερουσιαστής ξέρει τι λέει, αφού συμμετείχε στο παρελθόν στην κατάθεση νομοσχεδίων για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος, μάλιστα μαζί με τον Ρεπουμπλικάνο Τσαρλς Γκράσλεϊ. Για τον ίδιο, το “σκοτεινό χρήμα” έχει υποτιμηθεί ως απειλή για τις ΗΠΑ, και το οποίο θεωρεί ως διαβρωτική δύναμη στο πολιτικό σκηνικό.
Για αυτούς τους λόγους χαρακτήρισε την υποψηφιότητα της Μπάρετ για το Ανώτατο Δικαστήριο ως θρίαμβο των συμφερόντων επιχειρήσεων που θέλουν να κρύψουν την ιδιοκτησία τους πίσω από συντηρητικές οργανώσεις και ομάδες. Δεν είναι τυχαίο ότι η εφημερίδα Wall Street Journal κατακεραύνωσε, με ειρωνικό τρόπο, την τοποθέτηση του Γουάιτχαους, χαρακτηρίζοντάς τον… σφαγέα βρυκολάκων… Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όσα είπε ο γερουσιαστής έχουν βάση. Όπως είπε ο ίδιος: «Όταν βρίσκεις υποκρισία στο φως της μέρας, ψάξε στις σκιές ποιος κινεί τα νήματα».