Ρωσία-Τουρκία: Χθες εχθροί, σήμερα φίλοι, αύριο εχθροί
08/07/2020Ορισμένοι θεωρούν ότι η προσέγγιση Άγκυρας-Μόσχας τα τελευταία χρόνια έχει διαψεύσει τη θεωρία ότι οι δύο χώρες έχουν παγίως αντιτιθέμενα συμφέροντα και ως εκ τούτου είναι καταδικασμένες να συγκρούονται διπλωματικά, ενίοτε και στρατιωτικά. Αν και η εν λόγω προσέγγιση έχει τη δική της γεωπολιτική βαρύτητα, εντούτοις δεν προεξοφλεί το μέλλον. Η ιστορία επί του θέματος είναι άκρως διδακτική.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος 1828-1829, ξέσπασε μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1927). Η άρνηση του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ να δεχθεί τα τετελεσμένα οδήγησε σε γενική σύρραξη με την Ρωσία. Ο σουλτάνος προχώρησε στο κλείσιμο των Δαρδανελίων για τα ρωσικά πλοία και ανακάλεσε τη Σύμβαση του Άκκερμαν (1826). Τον Ιούνιο του 1828 οι κύριες ρωσικές δυνάμεις με επικεφαλής τον τσάρο Νικόλαο Α΄ διέσχισαν τον Δούναβη και προωθήθηκαν στην Δοβρουτσά.
Στη συνέχεια, οι Ρώσοι πολιόρκησαν τρεις βασικές ακροπόλεις το Σούμεν, τη Βάρνα και τη Σηλυμβρία με τη βοήθεια του στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Η πολιορκία του Σούμεν αποδείχθηκε πολύ πιο προβληματική, καθώς η ισχυρή τουρκική δύναμη 40.000 ανδρών ήταν υπέρτερη των ρωσικών δυνάμεων. Επιπλέον, οι Τούρκοι πέτυχαν να περιορίσουν την τροφοδοσία των Ρώσων με προμήθειες.
Η έλλειψη τροφίμων και η αύξηση των ασθενειών είχαν προκαλέσει περισσότερους θανάτους από ότι οι εχθροπραξίες και καθώς πλησίαζε ο χειμώνας ο ρωσικός στρατός αναγκάστηκε να αφήσει το Σούμεν και να οχυρωθεί στη Βεσσαραβία. Στις 7 Μαΐου 60.000 στρατιώτες διέσχισαν το Δούναβη και ξαναπολιόρκησαν την Σηλυμβρία. Μέσα σε μερικές εβδομάδες η Σηλυμβρία έπεσε στα χέρια των Ρώσων (19 Ιουνίου).
Μέχρι τις 28 Αυγούστου ο ρωσικός στρατός είχε προσεγγίσει σε απόσταση 68 χιλιομέτρων την Κωνσταντινούπολη, διαπράττοντας μεγάλη λεηλασία και καταστροφές στην πορεία του, γεγονός που προκαλούσε πανικό στους δρόμους της πρωτεύουσας. Ο σουλτάνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να ζητήσει ειρήνη, η οποία συνήφθη στην Αδριανούπολη στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Η Συνθήκη της Αδριανούπολης έδωσε στη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας και τις εκβολές του Δούναβη.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε τη ρωσική κυριαρχία της Γεωργίας και τμήματα της σημερινής Αρμενίας, ενώ στη Σερβία παραχωρήθηκε αυτονομία και η Ρωσία είχε τη δυνατότητα να καταλάβει τη Μολδαβία και Βλαχία (εγγυάται την ευημερία τους, και την πλήρη «ελευθερία του εμπορίου») μέχρις ότου η Τουρκία καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Η Μολδαβία και η Βλαχία παρέμειναν υπό ρωσική επικυριαρχία μέχρι το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου.
Μετά το Ναβαρίνο
Μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και την καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου, η Αίγυπτος του Μεχμέτ Αλή επιζητούσε απεγνωσμένα ανταλλάγματα για τη συμμετοχή της στην εκστρατεία εναντίον της Ελληνικής Επανάστασης. Η άρνηση όλων των εμπλεκομένων (Οθωμανών, Γάλλων, Άγγλων) να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε παραχώρηση οδήγησε τον Μεχμέτ Αλή να προχωρήσει στην κατάληψη της Συρίας.
Βρίσκοντας μια ασήμαντη αφορμή, ο αιγυπτιακός στρατός, με επικεφαλής τον υιό του Μεχμέτ Αλή, τον γνωστό Ιμπραήμ πασά, εισέβαλε στη Συρία και την κατέλαβε, αφού νίκησε δύο φορές των οθωμανικό στρατό (Μάιος-Ιούλιος 1832). Η οθωμανική κυβέρνηση τον αποκήρυξε τότε επισήμως και τον χαρακτήρισε αποστάτη. Ο Μεχμέτ Αλή επεδίωξε την έναρξη διαπραγματεύσεων, αλλά όταν η Υψηλή Πύλη αρνήθηκε, κατηύθυνε τα στρατεύματά του προς την Ανατολία. Στις 27 Δεκεμβρίου 1832, οι οθωμανικές δυνάμεις κατατροπώθηκαν κοντά στο Ικόνιο.
Η ήττα αυτή άνοιξε για τους Αιγύπτιους τον δρόμο προς την οθωμανική πρωτεύουσα. Ο Μεχμέτ Αλή καθυστερούσε στην προσπάθειά του να αρχίσει διαπραγματεύσεις. Οι Οθωμανοί, από την πλευρά τους, αναζητούσαν απελπισμένα ξένη βοήθεια εναντίον του. Η Βρετανία αρνήθηκε. Το ίδιο και η Αυστρία. Στην απελπισία του, ο σουλτάνος στράφηκε τότε για βοήθεια στον παραδοσιακό εχθρό του, τον τσάρο.
Οι Ρώσοι, που θεωρούσαν τον Μεχμέτ Αλή υποχείριο της γαλλικής κυβέρνησης (της Ιουλιανής μοναρχίας του Λουδοβίκου Φιλίππου), την οποία αντιπαθούσαν, θεώρησαν με τη σειρά τους πως είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια μεγάλη διπλωματική νίκη. Γι’ αυτό και πρόσφεραν στον σουλτάνο διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αιγυπτιακό στρατό.
Βοήθεια από τη Μόσχα
Όταν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά, μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων με την οθωμανική κυβέρνηση, άρχισαν να βαδίζουν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, ρωσικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Βόσπορο, στις 5 Απριλίου 1833. Αναχαίτισαν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις του Ιμπραήμ και η πρωτεύουσα του σουλτάνου σώθηκε. Οι Ρώσοι πέτυχαν τους διπλωματικούς τους στόχους με τη Συνθήκη του Χιουνκιάρ Ισκελεσί, που υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 1833 και αποτέλεσε στην ουσία μια οκτάχρονη αμυντική συμμαχία ανάμεσα στη Ρωσία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η συνθήκη θορύβησε την Μεγάλη Βρετανία από τη διαγραφόμενη απειλή ρωσικής διείσδυσης στη Μέση Ανατολή. Η καταπολέμηση του ρωσικού επεκτατισμού αποτέλεσε για τις επόμενες τρεις δεκαετίες ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι 12 έτη μετά τη λήξη της αμυντικής συμμαχίας Οθωμανών και Ρώσων, οι δύο αυτοκρατορίες βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1953-1956), αλλά και λίγα χρόνια αργότερα στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878.
Για ακόμη μια φορά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η μελέτη της ιστορίας βοηθά στην κατανόηση της διαχρονικής συμπεριφοράς των χωρών στο πεδίο των διεθνών σχέσεων όπου επικρατεί ο ρεαλισμός, η αυτοσυντήρηση, η επιβίωση και ο νόμος της ισχύος. Σε καμιά περίπτωση δεν προδιαγράφει τις μελλοντικές εξελίξεις. Η εγκατάλειψη των προσεγγίσεων της εξέλιξης της ιστορίας υπό τη θεώρηση της “φιλοσοφίας της ιστορίας” με τις γνωστές εσχατολογικές καταλήξεις, επιτρέπει να εμφανισθεί με καθαρότητα η ετερογονία των σκοπών της.
Οι μηχανισμοί της ετερογονίας των σκοπών αναλύονται συγκεκριμένα μόνο με βάση μια εκτεταμένη γνώση της ιστορίας από πρώτο χέρι και μια κοινωνιολογική παιδεία ικανή να αξιολογήσει ιστορικό υλικό αντλημένο με τέτοιον τρόπο. Η γνώση της ιστορίας ως κοινωνικής ιστορίας τέμνεται πάλι με τη γνώση της ιστορίας των ιδεών. Αυτή με τη σειρά της δεν γίνεται κατανοητή χωρίς την παρακολούθηση της ιστορίας ορισμένων κεντρικών θεωρητικών προβλημάτων, οπότε μπαίνουμε στα πεδία της φιλοσοφίας, της θεολογίας ή και της τέχνης ως άκρως ευαίσθητου σεισμογράφου κοσμοθεωρητικών μετατοπίσεων (Παναγιώτης Κονδύλης).
Η Ιστορία είναι ανοικτή
Η Ιστορία είναι ανοικτή. Από ένα “είναι” μπορούν να παραχθούν πολλαπλά δέοντα. Κανείς δεν γνωρίζει ποιο θα πραγματωθεί, διότι οι υπάρχουσες διαμεσολαβήσεις της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου είναι μοναδικές και δύσκολα προβλέψιμες. Η διεθνής πολιτική είναι γνωστό ότι ασκείται σε καθεστώς αβεβαιότητας. Όμως, μερικές σταθερές μπορούν να συναχθούν σε σχέση με τη συμπεριφορά των κρατών:
Πρώτον, όλες οι “φιλικές” συνομαδόσεις, αφενός προϋποθέτουν ένα “εχθρό”, αφετέρου εμπεριέχουν άνισες σχέσεις κατανομής ισχύος μεταξύ των “φίλων”, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία και τα τιθέμενα προς λύση προβλήματα. Μάλιστα αν εξαρχής η ισχύς των δυνάμεων που συμμετέχουν στις “φιλικές” συνομαδόσεις είναι κατανεμημένη με άνισο τρόπο, είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι δυνάμεις με την μεγαλύτερη ισχύ θα καθορίσουν τους κανόνες του παιχνιδιού και θα αποκομίσουν τα περισσότερα κέρδη στην περίπτωση νίκης.
Δεύτερον, οι “φιλικές” συνομαδόσεις διατηρούνται ζωντανές τόσο λιγότερο όσο οι υπάρχουσες γεωπολιτικές αντιλήψεις-βλέψεις των συμμετεχουσών χωρών αποκλίνουν ιστορικά για να μην πω εξ αντικειμένου. Η Ρωσία σαφώς έχει αποκλίνουσες γεωπολιτικές αντιλήψεις με την Τουρκία εδώ και αιώνες. Γι’ αυτό άλλωστε οι πολεμικές συρράξεις, μεταξύ τους είναι συνεχείς ανά τακτά χρονικά διαστήματα και αποτέλεσαν μία από τις μεγαλύτερες σειρές στρατιωτικών συγκρούσεων στην ευρωπαϊκή ιστορία [1568-1570, 1571, 1676-1681, 1686-1700, 1710-1711, 1735-1739, 1768-1774, 1787-1792, 1806-1812, 1828-1829, 1853-1856, ή 1877-1878, 1914-1917 (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) και τουρκοσοβιετικός πόλεμος 1917-1918 ως μέρος του ρωσικού εμφύλιου πολέμου].
Δεν διδάσκεται ούτε αγοράζεται
Όμως, οι συμπεριφορές που συνάγονται από τη μακροχρόνια μελέτη της ιστορίας δεν εξασφαλίζουν σε καμία περίπτωση το τι θα συμβεί στο βραχύ ιστορικό χρόνο και τις επιπτώσεις που μπορούν να υπάρξουν στο άμεσο αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον διεξαγωγής του γεωπολιτικού παιγνίου. Υπό την έννοια αυτή, ενώ μπορούμε, ίσως, να συνάγουμε μακροχρόνιες συμπεριφορές, συγκεκριμένων κρατών, αδυνατούμε ουσιαστικά να κάνουμε το ίδιο στο βραχυχρόνιο ιστορικό διάστημα.
Όμως αυτή η αδυναμία, ανθρώπινη πέρα ως πέρα, θα πρέπει να καλυφθεί με την σφαιρική μελέτη όλων των καθημερινών δεδομένων και εξελίξεων υπό το πρίσμα της αρετής της φρονήσεως, η οποία δυστυχώς δεν διδάσκεται ούτε αγοράζεται. Άλλωστε, η αρετή αυτή διακρίνει τους μεγάλους από τους μικρούς και ασήμαντους πολιτικούς στους αιώνες.