Στα χνάρια του Τσίπρα η κυβέρνηση Κόντε
14/09/2018Συμπληρώθηκαν οι περίφημες εκατό πρώτες ημέρες από την πρώτη Ιουνίου, όταν σχηματίστηκε η ιταλική κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε. Το αποτέλεσμα αυτού του «μήνα του μέλιτος», κατά τους πολιτικούς αναλυτές, μεταξύ κυβέρνησης και ψηφοφόρων, ήταν να ανατραπούν πλήρως οι συσχετισμοί ανάμεσα στα δυο κυβερνητικά κόμματα, το Κίνημα 5 Αστέρων και τη Λέγκα. Αυτό είχε άμεσα αποτελέσματα στην κυβερνητική δράση.
Το Κίνημα 5 Αστέρων επέστη σοβαρότατο πλήγμα εξ αιτίας της συμμετοχής του στην κυβέρνηση. Το κόμμα του Μπέπε Γκρίλο κυριολεκτικά εξαφανίστηκε κάτω από την ογκώδη πίεση της Λέγκας. Ο ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος Ματέο Σαλβίνι έχει κατά πολύ ξεπεράσει τα όρια του ρόλου του ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εσωτερικών. Στην πραγματικότητα αναδείχτηκε ως ο ντε φάκτο πρωθυπουργός της χώρας, καθώς κατάφερε να καταστήσει το μεταναστευτικό το πρώτο και σχεδόν μοναδικό θέμα στην πολιτική επικαιρότητα.
Ο δεύτερος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο (υποτιθέμενος) ηγέτης του Κινήματος 5 Αστέρων Λουίτζι Ντι Μάιο βρίσκεται μονίμως στο περιθώριο. Ενίοτε προσπαθεί να αρθρώσει κάποιο στοιχειώδη πολιτικό λόγο αλλά χωρίς αποτέλεσμα: κάνει γραμματικά λάθη, είναι απροετοίμαστος και αγνοεί τα ανοιχτά θέματα και καταλήγει να λέει κοινοτοπίες και γενικότητες.
Το αποτέλεσμα καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις: στις 3 Σεπτεμβρίου η Λέγκα ξεπέρασε για πρώτη φορά το Κίνημα 5 Αστέρων: το κόμμα του Σαλβίνι είναι πλέον η πρώτη πολιτική δύναμη της χώρας με το 32,2%, ενώ το κίνημα του Μπέπε Γκρίλο έπεσε στο 28,3%. Στις εκλογές του Μαρτίου είχαν πάρει αντίστοιχα 17,4% και 32,7%.
Η κρίση του Κινήματος 5 Αστέρων οφείλεται στο γεγονός ότι το «συμβόλαιο» κυβερνητικής συνεργασίας με τη Λέγκα, που υποσχόταν μια συντηρητική εκδοχή του κεϋνσιανισμού, αποδείχτηκε εντελώς ασήμαντο. Καμία από τις πρόνοιες που περιέχονται σε αυτό δεν εφαρμόστηκε και είναι πολύ αμφίβολο εάν θα εφαρμοστεί ποτέ.
Η κυβέρνηση παραπαίει
Ο ίδιος ο Ντι Μάιο ανήγγειλε ότι «αναγκάστηκε να αναβάλει για το προσεχές έτος» το μέτρο του καθολικού κοινωνικού εισοδήματος (750 ευρώ το μήνα για 8 εκατομμύρια πολίτες με κόστος 10 δισ.), την αύξηση της κατώτερης σύνταξης από 500 σε 750 ευρώ (κόστος 8 δισ.), κατάργηση της νεοφιλελεύθερης αλλαγής του συνταξιοδοτικού που επέβαλε η τεχνοκρατική κυβέρνηση του Μάριο Μόντι (10 δισ.), καθώς και την κατάργηση του νόμου για τις ελαστικές μορφές εργασίας που επέβαλε η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι.
Αναβάλλεται ή μάλλον ακυρώνεται και η μεταρρύθμιση προς το συντηρητικότερο του φορολογικού με την επιβολή της flat tax: ένας μόνο συντελεστής για κάθε εισόδημα. Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Κόντε στο Κοινοβούλιο, τελικά η φορολογία δεν θα είναι και τόσο flat: θα υπάρχουν τρεις φορολογικοί συντελεστές, δυο λιγότεροι απ΄ όσους ισχύουν τώρα. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η μεταρρύθμιση αυτή θα στοιχίσει στο ιταλικό δημόσιο περίπου 21 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ακόμη και το δώρο που το Κίνημα 5 Αστέρων είχε υποσχεθεί στο αμφιλεγόμενο κίνημα εναντίον των εμβολιασμών, πρέπει να περιμένει. Ο Ρέντσι είχε επιβάλει υποχρεωτικό εμβολιασμό σε όλα τα παιδιά προκειμένου να κάνουν την εγγραφή τους σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία. Τον Αύγουστο η κυβέρνηση ανήγγειλε ότι θα καταργήσει αυτό το νόμο, αλλά, καθώς είθισται τα σχολεία να ανοίγουν το Σεπτέμβριο, το μέτρο αυτό θα ληφθεί, ίσως, το επόμενο έτος.
Και σε θέματα τρέχουσας διακυβέρνησης η κυβέρνηση φαίνεται να παραπαίει μεταξύ αδράνειας, αναποφασιστικότητας και άγνοιας. Την επομένη της κατάρρευσης της γέφυρας Μοράντι στη Γένοβα ετέθη από τον υπουργό Υποδομών Ντανίλο Τονινέλι (Κίνημα 5 Αστέρων) το θέμα της ακύρωσης της σύμβασης με την υπεύθυνη εταιρεία, συμφερόντων της οικογένειας Μπενεττόν.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις όμως είχαν φροντίσει να εντάξουν στο συμβόλαιο παραχώρησης του αυτοκινητόδρομου ποινική ρήτρα 20 δισεκατομμυρίων ευρώ σε περίπτωση πρόωρης διακοπής της σύμβασης, η οποία λήγει το 2042. Η ιταλική κυβέρνηση θεώρησε τη ρήτρα αυτή «σοβαρό εμπόδιο» στη διαδικασία ακύρωσης της σύμβασης. Μόνον ο πρόεδρος της Βουλής Ρομπέρτο Φίκο (Κίνημα 5 Αστέρων) υπέδειξε ότι το Κοινοβούλιο έχει την εξουσία να αλλάξει μονομερώς τους όρους των συμβάσεων του δημοσίου με ιδιώτες.
Ιταλική προδοσία;
Οι προαναφερθέντες μεταρρυθμίσεις με οικονομικό κόστος είναι στενά συνδεδεμένες με τη φιλοσοφία του «κοινού προγράμματος» των δυο συμμαχικών κομμάτων. Κυρίως, με την υπόσχεση πως το έλλειμμα θα ξεπεράσει κατά πολύ το επιτρεπόμενο από την Κομισιόν όριο.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Κινήματος 5 Αστέρων δεν επέλεξε το κόμμα αυτό διότι θεωρούσε το μεταναστευτικό το κυριότερο θέμα στην επικαιρότητα, αλλά την οικονομική πολιτική: Οι ψηφοφόροι ζητούσαν ριζική απαλλαγή από τις πολιτικές λιτότητας και πίστευαν στις υποσχέσεις για αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τους θεσμούς της Ευρωζώνης.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο πως τον δραματικό Ιούλιο του 2015, όταν η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποκύψει στους γερμανικούς εκβιασμούς, τόσο το Κίνημα 5 Αστέρων όσο και η Λέγκα είχαν αντιδράσει με έντονη εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, κατηγορώντας την για «προδοσία», σε αντίθεση με το Κίνημα 5 Αστέρων και τη Λέγκα που «χωρίς αμφιβολία» θα «ανάγκαζαν την Ευρώπη να αλλάξει πορεία».
Φωνή ευρωπαίκών θεσμών
Απ΄ ο,τι φαίνεται όμως, κανείς μέσα στην κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένος να έρθει σε σύγκρουση με την Ευρώπη για τα δημοσιονομικά τα Ιταλίας. Στις εμφανίσεις του στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός Κόντε συνηθίζει να σιωπά ή να κουνά καταφατικά το κεφάλι. Ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να θέσει το θέμα της αναθεώρησης των συμφωνιών που είχε κάνει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς η προηγούμενη κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι.
Εντούτοις, ήδη την επομένη του σχηματισμού της κυβέρνησης του, ξεκίνησε η ανοδική πορεία του σπρέντ, που τώρα βρίσκεται σε επίπεδο 250, καθώς και η εκστρατεία των εταιρειών αξιολόγησης εναντίον των ιταλικών ομολόγων, με την τελευταία την Φίτς που, πριν λίγες μέρες, υποβάθμισε την Ιταλία σε επίπεδο ΒΒΒ με «προοπτική επιδείνωσης».
Η απάντηση της Ρώμης ήταν να αλλάξει αμέσως πορεία. Ο υπουργός Οικονομικών Τζοβάνι Τρία (διορισθείς, υπενθυμίζουμε, από τον ιταλό Πρόεδρο Ματαρέλα), ανακοίνωσε πως ο προϋπολογισμός του 2019 θα προβλέπει το έλλειμμα να περιοριστεί στο 1,6 ή 1,7% του ΑΕΠ, δηλαδή ακριβώς σε όσα είχε συμφωνήσει ο Τζεντιλόνι. Ο πρωθυπουργός ανέλαβε να τον δικαιολογήσει στο Κοινοβούλιο: «Το δημόσιο χρέος της χώρας δεν μας επιτρέπει επιπόλαιες κινήσεις», δήλωσε.
Αυτό το κενό στην κυβερνητική δράση ήρθε να καλύψει η ξέφρενη αντιμεταναστευτική εκστρατεία του Σαλβίνι. Η οποία, πέρα από τον έντονα επικοινωνιακό χαρακτήρα της, τροφοδοτείται άμεσα και από τις αντιφάσεις της Ευρώπης. Αυτό όμως απαιτεί ειδική ανάλυση.