Στην κόψη του ξυραφιού το φτωχόπαιδο που έγινε σουλτάνος (upd)
15/05/2023Τελικά φαίνεται πως το ξυπόλητο παιδί με τα σκοροφαγωμένα ρούχα που πουλούσε λεμονάδα και κουλούρια στους πολύβοους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, εξελίχθηκε σε έναν ιδιότυπο επαναστάτη, μετέπειτα μεταρρυθμιστή, αργότερα σε λαοπρόβλητο ηγέτη (για να καταλήξει σύγχρονος “σουλτάνος”) να αντέχει στην κρισιμότερη εκλογική αναμέτρηση της πολύχρονης καριέρας του, αν και όλα δείχνουν πως θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε δεύτερο γύρο τον Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, στο εκλογικό θρίλερ που μαίνεται στην γείτονα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο 69χρονος Ταγίπ Ερντογάν επιδιώκει να αναγορευτεί σε δεύτερο Κεμάλ Ατατούρκ. Στην πραγματικότητα, επιχειρεί να εξοβελίσει τον “πατέρα των Τούρκων” από το βάθρο του και να τον αντικαταστήσει. Να σημειωθεί πως οι εκλογές πραγματοποιούνται 100 από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο ιδρυτής, Κεμάλ Ατατούρκ, είχε εκτοπίσει το Ισλάμ από την πολιτική σκηνή και ο Ερντογάν το έχει επαναφέρει.
Ο Ερντογάν, λοιπόν, προσδοκά να εδραιωθεί στη συνείδηση του τουρκικού λαού σαν “σουλτάνος”, μετατρέποντας την Τουρκία, όχι απλά σε περιφερειακή δύναμη, αλλά σε πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη διεθνούς εμβέλειας. Ένας “σουλτάνος, με τη μόνη διαφορά ότι αυτός κέρδισε και δεν κληρονόμησε τη θέση του στην κορυφή. Θέση την οποία δεν αποκλείεται να διατηρήσει και πάλι, παρά τις απώλειες και τις φήμες για την κατάσταση της υγείας του, μετά την τελευταία on air κατάρρευση του.
Η γέννηση του “καλόψυχου” Ερντογάν
Με μία πρώτη ματιά τίποτα δεν δείχνει ότι το μικρό βουνό του Guneysu στην επαρχία της Ριζούντας, στο τέλος μίας στενής κοιλάδας, η οποία εκτείνεται προς την ακτή της Μαύρης Θάλασσας, κατέχει διακεκριμένη θέση στην σύγχρονη τουρκική ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, στις κατακόρυφες πλαγιές, εκεί όπου φυτρώνει ένα ιδιαίτερα αγαπητό στην Τουρκία σκούρο πράσινο τσάι, υπάρχει ένα ταπεινό χωριό. Τα παλιά σπίτια περνάνε από γενιά σε γενιά, χωρίς πολλές αλλαγές, αφού οι οικογένειες μετά βίας τα βγάζουν πέρα.
Σ’ αυτό το χωριό, όπως και σε όλα τα χωριά της Ανατολίας, το θρησκευτικό στοιχείο είναι έντονο. Το ίδιο και ο επαρχιώτικος συντηρητισμός. Έντονη, όμως, είναι και μία αίσθηση εθνικής ανωτερότητας, που πηγάζει και τροφοδοτείται από την οθωμανική παράδοση. Σ’ εκείνο το ταπεινό χωριό, λοιπόν, είναι οι ρίζες του Ερντογάν. Εκεί είναι και ο τάφος του παππού του, στη αυλή του σπιτιού της οικογένειας.
Γεννημένος στις 26 Φεβρουαρίου του 1954, στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης, οι γονείς του, λίγες ώρες μετά την γέννησή του, επέλεξαν το όνομα Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. “Ρατζάμπ”, μιας και γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του Ρατζάπ, του εβδόμου μήνα στο ισλαμικό ημερολόγιο. Είναι δύο μήνες πριν από το Ραμαζάνι, περίοδο ιδιαίτερης θρησκευτικής κατάνυξης. Το δεύτερο όνομά του, το Ταγίπ, σημαίνει «ευχάριστος», «καλόψυχος» και το κληρονόμησε από τον παππού του, έναν άνδρα που έριξε βαριά την σκιά πάνω του.
Όταν ο ίδιος αναφέρεται στον εαυτό του, μιλώντας στο τρίτο πρόσωπο, πράγμα που κάνει συχνά, αυτοαποκαλείται «Ταγίπ Ερντογάν», αποφεύγοντας να αναφέρει το πρώτο όνομά του. Ο πατέρας του Αχμέτ και η μητέρα του Τενζιλέ (έφυγε από την ζωή του 2011, προλαβαίνοντας να καμαρώσει τα μεγαλεία του γιου της) επέστρεψαν με το νέο μέλος της οικογένειας στην «συναισθηματική γενέτειρά του», όπως την αποκαλεί ο ίδιος, πριν ακόμα σαραντίσει.
“Τούρκοι, Λαζοί ή μουσουλμάνοι”;
Αν και τελικά ξαναμετακόμισαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, σε μία προσπάθεια να εξασφαλίσουν τον επιούσιον, ο Ταγίπ επέστρεφε κάθε καλοκαίρι στο χωριό του μαζί με τα πολυάριθμα ξαδέλφια του. Αυτά είναι που τον περιγράφουν ως καλό αθλητή και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό.
Απολάμβανε τα μπάνια στη θάλασσα, τις εκδρομές και τα παραδοσιακά ατμόλουτρα, παρακολουθώντας τους μεγαλύτερους σε ηλικία άνδρες να συνομιλούν νωχελικά για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Οι τότε συνομήλικοί του, αν και συμφωνούν ότι ξεχώριζε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια στα ομαδικά παιχνίδια, ενθυμούνται να τον χαρακτηρίζει και μία πρώιμη ωριμότητα. Αυτή τον έκανε να φαντάζει λίγο πιο σκυθρωπός από τους υπόλοιπους.
Δύο-τρεις γενιές της οικογένειας Ερντογάν εντοπίζονται στην περιοχή εκείνη, με αποτέλεσμα να έχουν κατά καιρούς εγερθεί ερωτήματα σχετικά με την απώτερη καταγωγή του. Τούρκοι ερευνητές υποστήριξαν προ ετών ότι έχει ελληνική καταγωγή, ότι κατάγεται από εξισμαλισθέντες Έλληνες του Πόντου. Σε συνέντευξή του, ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι του έχουν «προσάψει» ότι κατάγεται από τη Γεωργία, «πολύ χειρότερα» από την Αρμενία και «θεός φυλάξει» από την Ελλάδα!
Για να κατανοήσει κανείς την ψυχοσύνθεση του νεαρού Ταγίπ πρέπει να ανασκαλέψει στο παρελθόν του και να σταθεί σε δύο φράσεις που άκουσε και κουβαλάει ακόμα και σήμερα μέσα του. Όταν ρώτησε τον παππού του «αν είμαστε Τούρκοι ή Λαζοί» (παρακαυκάσια ιθαγενή φυλή) εκείνος του αποκρίθηκε: «Ο δικός μου παππούς μου είπε ότι όταν πεθάνουμε και πάμε στον άλλον κόσμο, θα μας ρωτάνε: “σε ποιον Θεό πιστεύεις;” “ποιος είναι ο προφήτης σου;” και “ποια είναι η θρησκεία σου;” Δεν θα μας ρωτήσουν “είσαι Τούρκος ή Λαζός;”».
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Ερντογάν
Αυτές οι διδαχές τον καθόρισαν ιδεολογικά και πορεύτηκε με τον διαχωρισμό αυτό στην μετέπειτα ζωή του. Κάτι που σφράγισε την παιδική του ηλικία και την ψυχοσύνθεση του ήταν η βιοπάλη. Ένας καθημερινός αγώνας για το μεροκάματο που τον γέμιζε με αρχέγονο μίσος για τους προνομιούχους, αλλά και με ένα αίσθημα ταπείνωσης για τη δική του «κατάντια», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος στους στενούς του φίλους.
Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που ο Ερντογάν έπνιξε στα πλούτη τα παιδιά του. Αλλά και ο ίδιος, ως γνήσιος Ανατολίτης, αντιλαμβάνεται τον πλούτο ως συστατικό στοιχείο της δύναμης. Πριν, όμως, κατακτήσει και τα δύο οι ημέρες του κυλούσαν πολύ διαφορετικά. Κάθε απόγευμα, όταν είχε ξεπουλήσει το εμπόρευμά του (νερά, καραμέλες, λεμονάδες και κουλούρια) και κατάκοπος επέστρεφε σπίτι, παρέδιδε την είσπραξη στον πατέρα του. Εκείνος του έδινε εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι της τάξεως τον 50 λεπτών!
Οι φίλοι του θυμούνται να μην έχει τη δυνατότητα να αγοράσει τα πιο στοιχειώδη, ενώ αν δεν προλάβαινε το φτωχικό τραπέζι της οικογένειάς του έπεφτε για ύπνο νηστικός. Τον πατέρα του Αχμέτ τον περιγράφουν ως έναν ευέξαπτο άνδρα, εγγονό ιμάμη, που εκπαίδευε τα παιδιά του με πυξίδα την πειθαρχία και τη θρησκεία. Από πολύ μικρή ηλικία, ο Ερντογάν ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά το Κοράνι, καθώς ο πατέρας του τον έστελνε να θητεύσει δύο ώρες την ημέρα στο πλευρό ενός τοπικού ιμάμη.
Για να φτάσει εκεί περπατούσε μισή ώρα, πολλές φορές ξυπόλητος. Σήμερα, στο σημείο που κάποτε βρισκόταν ο πρώτος του θρησκευτικός μέντορας έχει οικοδομήσει ένα ναό από πανάκριβο μάρμαρο με θέα τη θάλασσα. Ως προς την πειθαρχία, ή τουλάχιστον αυτό που εννοούσε ως πειθαρχία ο πατέρας του, ο νεαρός Ερντογάν δεν χρειαζόταν να πάει μακριά. Συχνά-πυκνά έπεφτε θύμα του οξύθυμου χαρακτήρα του πατέρα του. Η σωματική βία ήταν αναπόσπαστο μέρος του δύσβατου δρόμου προς την ενηλικίωσή του.
Μπάλα και Ισλάμ!
Όταν έγινε 11 ετών, ο πατέρας του τον έγραψε σε ένα ισλαμικό σχολείο. Ο Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει την αλλαγή αυτή ως το πιο κομβικό σημείο της ζωής του. Από εκείνη την περίοδο τον ακολουθεί το προσωνύμιο «hoca» που σημαίνει «πνευματικός δάσκαλος». Οι συμμαθητές του θυμούνται την ικανότητα του μικρού Ταγίπ να μνημονεύει μακρόσυρτα θρησκευτικά ποιήματα, με αποτέλεσμα να εκπροσωπεί το σχολείο σε όλους τους διαγωνισμούς και να κερδίζει.
Το σχολείο αυτό αναγκάστηκε να κλείσει, να υπολειτουργήσει και να ανθίσει ανάλογα με την περίοδο και την εκάστοτε κυβέρνηση. Μόνο, όμως, υπό το καθεστώς Ερντογάν και με προσωπική απόφασή του, το απολυτήριό του έγινε ισοδύναμο με το απολυτήριο ενός κανονικού δημόσιου σχολείου.
Πριν λίγα χρόνια, μάλιστα, και κατά τη διάρκεια μίας ομιλίας του εξέφρασε τον κρυμμένο θυμό του: «Ακόμα θυμάμαι να με σνομπάρουν, να με αντιμετωπίζουν ως παιδί ενός κατώτερου θεού, επειδή πήγαινα σε ισλαμικό σχολείο. Στα μάτια τους δεν ήμουν κοσμικός, μοντέρνος, εξευγενισμένος. Τώρα, όμως, ποιος θα το πίστευε… Τώρα εμείς κυβερνάμε αυτή την χώρα!»
Εν μέσω σκληρής εργασίας, σχολείου και εντατικής καθημερινής προσευχής, ο Ερντογάν αναπτύσσει ένα πάθος που δεν τον έχει εγκαταλείψει μέχρι σήμερα: λατρεύει τη στρογγυλή θεά! Το δημοφιλές λαϊκό σπορ για ένα λαϊκό παιδί! Την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο, πάντως, την έχει προβάλει ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πολιτικής ζωής του, με σκοπό να αναδείξει το λαϊκό προφίλ του. Συμπαίκτες του εκείνης της εποχής ισχυρίζονται ότι υπάρχει έντονο το στοιχείο της υπερβολής στις διηγήσεις του. Αν και ταλαντούχος, ο Ερντογάν δεν έφτασε ποτέ στο σημείο να δεχθεί επαγγελματική πρόταση από την Φενέρμπαχτσε.
Ερμπακάν, ο μέντορας του Ερντογάν
Όπως, όμως, και να αξιολογήσει κανείς την υποτυπώδη επαγγελματική πορεία του ως ποδοσφαιριστής, γεγονός παραμένει ότι έβαλε τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του στο ράφι στην δεκαετία του 1980, όταν ασχολήθηκε με την πολιτική στο πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, όπου σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων. Παρ’ ότι ο ίδιος έχει επιμείνει ότι έλαβε το πτυχίο του, αρκετοί επιμένουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις πανεπιστημιακές σπουδές του.
Κάποιοι από τους παλαιούς συναθλητές του δεν αιφνιδιάστηκαν με την στροφή του στην πολιτική. Ισχυρίζονται ότι ο Ερντογάν ήταν ανέκαθεν πολιτικοποιημένος. Οργάνωνε συζητήσεις μεταξύ φίλων και έπειθε «Εσκιμώο να αγοράσει πάγο», όπως αρέσκονται να περιγράφουν οι Αμερικάνοι όσους έχουν ταλέντο στην τέχνη της πειθούς. Την εποχή εκείνη, πάντως, όσο περισσότερο ο νεαρός Ταγίπ βυθίζεται στον κόσμο της πολιτικής, τόσο μοιάζει να μεγαλώνει ένας θυμός μέσα του για το κατεστημένο και μία πίστη στο πολιτικό Ισλάμ.
Αρχικά, γίνεται μέλος της αντι-κομμουνιστικής Εθνικής Τουρκικής Φοιτητικής Ένωσης. Αργότερα γίνεται μέλος του ισλαμικού Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας. Η αρχή της πολιτικής του καριέρας, όμως, σηματοδοτείται από τη γνωριμία του με τον Νετζμεντίν Ερμπακάν. Αυτός πιστεύει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ηττήθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά προδόθηκε από τους Νεότουρκους και από τον Κεμάλ, υπογράφοντας τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ο Ερμπακάν ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Τάξης, το οποίο τέθηκε εκτός νόμου, μαζί με τα υπόλοιπα στη δικτατορία του 1971.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1972, οπότε και επετράπη και πάλι η λειτουργία νέων κομμάτων, ο Ερμπακάν, ως αναμφισβήτητος πατέρας του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας. Στις εκλογές του 1973 απέσπασε περίπου 12%. Σταδιακά μετατρέπεται σε πολιτικό πατέρα του Ερντογάν, ο οποίος μπορεί να διαθέτει υποτυπώδη ακαδημαϊκή γνώση, αλλά περισσεύει το πείσμα και η τόλμη. Μαζί με ένα δαιμόνιο μυαλό, γίνονται εφαλτήριο, ώστε να γίνει μαθητής και ευνοούμενος του αρχηγού.
Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης
Έτσι, το 1994 ο άλλοτε μικρός κουλουρτζής κάνει το θαύμα: σε μία εποχή ανόδου του πολιτικού Ισλάμ εκλέγεται δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Ήταν 40 ετών. Η νίκη εκείνη δεν ήταν αποκλειστικά δική του. Το σχέδιο του Ερμπακάν ήταν το κόμμα του να κατακτήσει πρώτα τους μεγάλους δήμους της Τουρκίας και με εφαλτήριο αυτούς, να καταλάβει την κεντρική εξουσία.
Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, λοιπόν, δίνει το χρίσμα σε νέα πρόσωπα, για να διεκδικήσουν τους δήμους Κωνσταντινούπολης, Άγκυρας, Καισάρειας, Ικονίου και Αδάνων. Στην Κωνσταντινούπολη, ο Ερντογάν απέσπασε 25,19% και στον δεύτερο γύρο κέρδισε τον δήμο. Τη νίκη του την εξασφάλισαν τα λαϊκά στρώματα που είχαν κατακλύσει την Κωνσταντινούπολη ως εσωτερικοί μετανάστες. Όλοι εκείνοι οι επαρχιώτες που έβλεπαν στο πρόσωπο του Ερντογάν τον εαυτό τους.
Δεν άργησε να φανεί ότι ο δημαρχιακός θώκος της μεγαλύτερης πόλης θα ήταν η αφετηρία για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Άγκυρα Μόρτον Αμπράμοβιτς δεν άργησε να δει στο πρόσωπο του Ερντογάν τον εκφραστή μίας ανερχόμενης κοινωνικής και πολιτικής δύναμης. Γι’ αυτό και το μετακεμαλικό καθεστώς αποφάσισε να τον “κοντύνει”.
Έτσι, μόλις αποχώρησε από τη θέση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, στις 26 Μαρτίου 1999, κι αφού ο αρχηγός του Ερμπακάν είχε διατελέσει πρωθυπουργός και είχε απολυθεί με μία ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου, ο ίδιος οδηγήθηκε στις φυλακές έπειτα από καταδίκη σε δεκάμηνη φυλάκιση.
Το έγκλημά του ήταν ότι σε ομιλία του έκανε στην περιοχή Σιιρτ στις 6 Δεκεμβρίου 1997, «χρησιμοποίησε φράσεις που οδηγούσαν σε θρησκευτικό και φυλετικό διαχωρισμό και έσπερναν μίσος στον λαό». Είχε απαγγείλει ένα ποίημα του ιδεολογικού πατέρα της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης Ζιγιά Γκιοκάλπ: «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας / οι θόλοι είναι τα κράνη μας / οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας / και οι πιστοί είναι οι στρατιώτες μας».
Κυρίαρχος του πολιτικού Ισλάμ
Τελικώς εξέτισε ποινή τεσσάρων μηνών το 1999. Καμπή στην πολιτική του ζωή ήταν το αποκαλούμενο “μεταμοντέρνο πραξικόπημα” του 1997, με το οποίο το γενικό Επιτελείο ανέτρεψε τον Ερμπακάν από την πρωθυπουργία. Τότε αυτός και τρεις ομοϊδεάτες του στελέχη του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας (Γκιούλ, Αρίντς και Σενέρ) συνειδητοποιούν ότι το πολιτικό Ισλάμ δεν έχει μέλλον, επειδή θα προσκρούει στην κατασταλτική δράση του μετακεμαλικού καθεστώτος.
Έτσι αποφασίζουν να αποσχιστούν και να ιδρύσουν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο διακήρυξε μία πιο μοντέρνα εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ. Σε αντίθεση με τον Ερμπακάν, ο οποίος ήταν μάλλον εχθρικός προς τη Δύση το νέο κόμμα τάσσεται υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας. Οι Αμερικανοί εμμέσως πλην σαφώς το υποστηρίζουν. Όμως ο παράγοντας που εκτοξεύει το νεόδμητο κόμμα είναι η οικονομική κρίση που σαρώνει την Τουρκία το 2000-01.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 2002 γίνεται σεισμός. Τα τρία από τα τέσσερα κόμματα εξουσίας (της Τσιλέρ, του Γιλμάζ και του Ετσεβίτ) δεν καταφέρνουν να υπερβούν το όριο του 10% και δεν μπαίνουν στη Βουλή. Το μόνο που τα κατάφερε να εκπροσωπηθεί είναι το κόμμα που ίδρυσε ο Κεμάλ. Νικητής αναδεικνύεται το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Με 36% κερδίζει άνετη αυτοδυναμία, λόγω του εκλογικού συστήματος.
Γκιουλέν και βαθύ κράτος
Ο δρόμος έχει ανοίξει, αν και θα είναι δύσβατος για τα επόμενα χρόνια. Ο Ερντογάν πρέπει να περιμένει λίγους μήνες για να αναλάβει την πρωθυπουργία ως πρώτος μεταξύ ίσων. Σύντομα, όμως, θα φανεί ότι είναι ο αρχηγός. Για 10 περίπου χρόνια, με την πολύτιμη βοήθεια του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και των Δυτικών θα εξουδετερώνει τις συνεχείς συνωμοσίες του βαθέος κεμαλικού κράτους.
Η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη θα βοηθήσει τον Ερντογάν να κερδίσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Έτσι, με την λαϊκή νομιμοποίηση, να καταφέρει να ξηλώσει με δικαστικές διώξεις τους μηχανισμούς των αντιπάλων του και να κατακτήσει επί της ουσίας την εξουσία. Αν και οι σημερινές εκλογές πραγματοποιήθηκαν εν μέσω της οικονομικής κρίσης που μαίνεται τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία, με την ραγδαία άνοδο του πληθωρισμού και της υποτίμηση της τουρκικής λίρας, είδαμε πως ο Ερντογάν διατήρησε δυνάμεις, παρόλο που η τουρκική οικονομία αποτελεί “σκιά” του “θαύματος” που είχε πετύχει ως πρωθυπουργός ο Ερντογάν
Μέχρι το 2012 στην Τουρκία υπήρχε ένα δίπολο εξουσίας. Από τη μία η νόμιμη κυβέρνηση και από την άλλη το βαθύ κράτος. Όταν ο Ερντογάν ένοιωσε ότι πατάει γερά στα πόδια του στην εξουσία, άρχισε να ξεδιπλώνει την πολιτική ατζέντα του, προσπαθώντας να μετατρέψει την Τουρκία σε ανεξάρτητο περιφερειακό παίκτη. Η αυτονόμησή του ενόχλησε την Ουάσιγκτον, η οποία προσπάθησε να βάλει στο χέρι τον Ερντογάν, ερευνώντας τον μυστικά για διαφθορά.
Αντί, όμως, αυτός να πάρει το μήνυμα και να ξαναμπεί στη γραμμή κήρυξε τον πόλεμο στο δίκτυο του Γκιουλέν. Το δίκτυο είχε διεισδύσει βαθιά στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους και λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό για λογαριασμό της Ουάσιγκτον. Σημείο καμπής αυτού του υπόγειου πολέμου ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2012.
Ο Ερντογάν το χρησιμοποίησε για να ολοκληρώσει την εκκαθάριση του κράτους, όχι μόνο από το δίκτυο του Γκιουλέν, αλλά από όλα τα δυτικά δίκτυα επιρροής και έτσι να μετατραπεί σε απόλυτο κυρίαρχο εντός της Τουρκίας. Ταυτόχρονα μετατράπηκε και σε μεγάλο πρόβλημα για τη Δύση, λόγω της προσέγγισης και στενής σύμπλευσής του με τη Ρωσία, την οποία υπερασπίστηκε έναντι των πρόσφατων επικρίσεων του αντιπάλου του, που αναφέρθηκε σε “ρωσική επέμβαση” στις εκλογές. Στον δεύτερο γύρο που όλα δείχνουν πως θα ακολουθήσει, ο “σουλτάνος” θα έχει το πλεονέκτημα: Εκτός του ότι ελέγχει το κράτος, το “βαθύ κράτος” και την συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ, η συμμαχία του κόμματος του με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, κατέκτησε την πρωτιά στις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης.