Στο κόκκινο η κόντρα Ερντογάν-Νετανιάχου – Η προϊστορία των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ
01/04/2025
Νέα, σφοδρή ρητορική αντιπαράθεση έχει ξεσπάσει μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, εν μέσω των δημοσιευμάτων αλλά και εκθέσεων από το ίδιο το Τελ Αβίβ (όπως της Επιτροπής Nagel για τον αμυντικό προϋπολογισμό και την στρατηγική ασφαλείας) ότι το Ισραήλ πρέπει να ετοιμάζεται ακόμα και για πόλεμο με την Άγκυρα.
Θρυαλλίδα της νέας αντιπαράθεσης υπήρξε η εμπρηστική δήλωση του Ερντογάν που κάλεσε τον Αλλάχ «να καταστρέψει το σιωνιστικό Ισραήλ». Ακολούθησε η απάντηση του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών που τον αποκάλεσε «δικτάτορα που αποκάλυψε το αληθινό αντισημιτικό του πρόσωπο» και «επικίνδυνο για τον λαό του». Σε μία χαρακτηριστική δε αποστροφή του, ανέφερε «ας ελπίσουμε ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ θα το καταλάβουν αυτό όσο γίνεται νωρίτερα». Nα σημειωθεί πως πρόσφατα το Τελ Αβίβ είχε ζητήσει την αποβολή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ.
Δεν άργησε και η απάντηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών: «Απορρίπτουμε την αλαζονική δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Νετανιάχου», όπου αναφέρεται σε «ανιστόρητους και αβάσιμους ισχυρισμούς» που αποτελούν «μέρος των προσπαθειών του Νετανιάχου και των συνεργατών του να συγκαλύψουν τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει». Ακολούθησε νέα ανάρτηση του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών όπου εμμένει στον χαρακτηρισμό “δικτάτορας” για τον Ερντογάν, κάνοντας αναφορά στην Κύπρο, στην Συρία και τον… Πίκατσου (σ.σ.: τον διαδηλωτή που είχε ντυθεί με στολή του γνωστού Πόκεμον σε συγκέντρωση στήριξης του Ιμάμογλου!):
Ο Ερντογάν για μία ακόμα φορά εμφανίζεται ως η εμπροσθοφυλακή της μουσουλμανικής αντίδρασης έναντι του Ισραήλ. Αν κάτι διαφέρει η τωρινή αντιπαράθεση τους σε σχέση με τις παλαιότερες, είναι ότι στο τραπέζι είναι η πρόταση Τραμπ για εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων από την Γάζα, που έχει προκαλέσει τις (ρητορικές) αντιδράσεις του συνόλου του αραβικού κόσμου.
Πρέπει να δούμε την τωρινή αντιπαράθεση και σε συνδυασμό με την πρόσφατη αλλαγή καθεστώτος στην Συρία, αλλαγή που είναι κοινό μυστικό πως ενορχήστρωσε η Τουρκία. Γρήγορα Ισραήλ και Τουρκία ήρθαν αντιμέτωπες και στην Συρία, με το πρώτο να προκρίνει την στήριξη των Δρούζων, των Κούρδων, των Χριστιανών (ακόμα και των Αλαουιτών) έναντι της τζιχαντιστικής και τρομοκρατικής (όπως την αποκαλεί) ηγεσίας της Δαμασκού που στηρίζει η Τουρκία.
Όλα αυτά εν μέσω της πάγιας θέσης Τραμπ για απόσυρση των ΗΠΑ από την Μέση Ανατολή. Βέβαια, από την εποχή που πρωτοσκέφτηκαν την ιδέα της μετατόπισης του στρατηγικού τους βάρους στον Ειρηνικό, μέχρι που αυτή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, το σκεπτικό ήταν η Αμερική να απαγκιστρωθεί από τη Μέση Ανατολή, εφόσον οι περιφερειακοί παράγοντες συμπεριφέρονται υπεύθυνα και επιλύουν τις διαφορές τους.
Ο αραβικός κόσμος στην μεταπολεμική εποχή
Στην μεταπολεμική εποχή οι χώρες της περιοχής χωρίζονταν σ’ αυτές που ασπάζονταν την δυτική τάξη πραγμάτων και στις άλλες που είχαν διαφορετικές πολιτικές. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μια ομάδα χωρών τάχθηκε σε στενή σχέση με τις ΗΠΑ. Οι χώρες αυτές προσβλέπουν στη Δύση ως εγγυητή της ασφάλειας και προσέβλεπαν στη ειρηνική διευθέτηση των αραβο-ισραηλινών συγκρούσεων και στη συνύπαρξη με το Ισραήλ.
Οι άλλες χώρες έβλεπαν τη Δύση ως ιμπεριαλιστική δύναμη. Ασπαζόμενες τον αραβικό εθνικισμό κι αργότερα τον ισλαμισμό, ήταν πιο επιρρεπείς στην ένοπλη σύγκρουση με το Ισραήλ και ταυτόχρονα επεδίωκαν να εξάγουν επαναστατικές πολιτικές στις φιλοδυτικές συντηρητικές χώρες. Θα ήταν λάθος, πάντως, να συνδέουμε αποκλειστικά την προσκόλληση στη Δύση με την μετριοπάθεια και την αντιδυτική κατεύθυνση με την επιθετικότητα. Αρκετές φορές συνέβη το αντίθετο.
Ενώ η σύνθεση κάθε στρατοπέδου έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, η βασική διαίρεση έχει επιζήσει. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1970, η Αίγυπτος, υπό τον Σαντάτ, μεταπήδησε στο φιλοδυτικό στρατόπεδο, ενώ η Ισλαμική Επανάσταση μετακίνησε το Ιράν στην άλλη πλευρά. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία του Ερντογάν, παρότι μέλος του ΝΑΤΟ, έγινε αναθεωρητική και μπροστάρης της αντιπαράθεσης με το Ισραήλ. Το Κατάρ έχει επίσης παρεκκλίνει από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Κουβέιτ, Ομάν και Μπαχρέιν) σε πιο ισλαμιστικό προσανατολισμό. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία εντάσσονταν στις χώρες που ασπάζονταν την δυτική τάξη πραγμάτων, έχοντας καλές σχέσεις με το Ισραήλ.
Πριν την Αραβική Άνοιξη, η στάση κάθε χώρας στη Μέση Ανατολή καθοριζόταν κυρίως από το Παλαιστινιακό. Το ένα στρατόπεδο υποστήριζε την ειρήνη με το Ισραήλ ως τη πιο στρατηγικά συμφέρουσα επιλογή για τα αραβικά κράτη, ενώ το άλλο αντιτάχθηκε, θεωρώντας ότι το Ισραήλ είναι ένα παράνομο κράτος που συμπεριφέρεται επιθετικά.
Η Αραβική Άνοιξη
Η Αραβική Άνοιξη όξυνε τον περιφερειακό διχασμό με δύο τρόπους: Πρώτον, σαν επαναστατικό κύμα, ενδυνάμωσε τους αντιδυτικούς. Το Ιράν και η Τουρκία είχαν πανηγυρίσει την Αραβική Άνοιξη ως ισλαμική αφύπνιση που θα δημιουργούσε περισσότερες ισλαμιστικές κυβερνήσεις. Και οι δύο χώρες προσπάθησαν να αποκτήσουν πλεονέκτημα από το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση των ΗΠΑ και την αποδυνάμωση των φιλοδυτικών αραβικών καθεστώτων. Το έπραξαν άμεσα, ή μέσω πληρεξούσιων, σε Συρία, Ιράκ, Υεμένη και Λιβύη.
Δεύτερον, η Αραβική Άνοιξη προκάλεσε μια ριζική ανακατανομή ισχύος. Οι ΗΠΑ δεν παρείχαν πλέον επαρκή υποστήριξη, ενώ από το 1979, το Ιράν μετατράπηκε στον κύριο πόλο των αντιδυτικών κρατών. Τα κράτη του Κόλπου, αντίθετα – μέσω του άφθονου χρήματος και των παγκόσμιας εμβέλειας ΜΜΕ – είχαν άλλες ευκαιρίες να προβάλουν την ισχύ τους στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες που ήθελαν να παραμείνουν στο φιλοδυτικό στρατόπεδο, αλλά δοκιμαζόντουσαν οικονομικά, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία.
Τα περισσότερα από τα ευθυγραμμισμένα με τη Δύση αραβικά κράτη του Κόλπου ένιωσαν ότι απειλούνται από τις λαϊκές διαμαρτυρίες που πυροδότησε η Αραβική Άνοιξη και το ενδεχόμενο το Ιράν να εκμεταλλευτεί την αναταραχή, όπως έγινε στο Μπαχρέιν. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απροθυμία των ΗΠΑ να παρέμβουν υπέρ τους, ώθησε την Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα να εμπλακούν πολιτικά και στρατιωτικά στις συγκρούσεις σε Συρία, Λιβύη και Υεμένη. Γρήγορα η πλειονότητα των αραβικών κρατών ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση και με το έτερο κράτος που αποπειράθηκε να εκμεταλλευτεί την Αραβική Άνοιξη, μέσω της στήριξης στην αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα παρακλάδια της στην Μέση Ανατολή, την Τουρκία.
Όπως προαναφέρθηκε, από όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ερντογάν, σταδιακά αλλά σταθερά, αναδιέταξε τις συμμαχίες της Τουρκίας, απομακρυνόμενος από το Ισραήλ και τη Δύση για να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στη μουσουλμανική Μέση Ανατολή. Εκτός των Αδελφών Μουσουλμάνων, υποστήριξε (και χρηματοδότησε) την Χαμάς στην Γάζα. Ο Τούρκος πρόεδρος είδε στην Αραβική Άνοιξη την χρυσή ευκαιρία για μία “ισλαμική μεταπολίτευση” στον αραβικό κόσμο, αλλά υποτίμησε τις αντοχές των παραδοσιακών καθεστώτων και την αντίδραση μεγάλου μέρους της αραβικής κοινωνίας στο Πολιτικό Ισλάμ.
Οι Συμφωνίες του Αβραάμ
Μετά τις Συμφωνίες του Αβραάμ του 2020, όπου μια σειρά αραβικών κρατών (Εμιράτα, Μπαχρέιν, Σουδάν, Μαρόκο) εξομάλυναν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ (με την παρασκηνιακή εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας) η Άγκυρα επιδόθηκε σε μία εργώδη προσπάθεια να εξομαλύνει τις σχέσεις της με κράτη της περιοχής, τις οποίες ο ίδιος ο Ερντογάν είχε καταστρέψει με την ρητορική αμετροέπεια του και κυρίως με τη στήριξη τζιχαντιστικών ομάδων. Μάλιστα το έκανε παραβλέποντας πως η διπλωματική αναβάθμιση του Ισραήλ με τις Συμφωνίες του Αβραάμ, δεν συνοδεύονταν από καμία πρόοδο στο Παλαιστινιακό. Κύριος λόγος για την στροφή του Ερντογάν ήταν η δραματική κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, που τον έκανε να προσεγγίσει αραβικά κράτη όπως τα Εμιράτα, με τα οποία προηγουμένως ήταν σε ανοιχτή σύγκρουση.
Σε αυτήν την περίοδο η Τουρκία αποπειράθηκε να προσεγγίσει ξανά το Ισραήλ, όμως ο κύριος λόγος δεν ήταν τα οικονομικά οφέλη. Η Άγκυρα δεν το θέλει απέναντί της και κυρίως σύμμαχο της Ελλάδας. Επίσης, πίστευε ότι εάν τα βρει με το Ισραήλ θα εκτονωθεί η πίεση που ασκεί στην Τουρκία η Ουάσιγκτον, προσδοκώντας στην υποστήριξη και των εβραϊκών οργανώσεων στις ΗΠΑ (αν και στην πραγματικότητα δεν μπορούν να κάνουν πολλά για ζητήματα, όπως τις αμερικανικές κυρώσεις για την αγορά των S-400).
Η επίθεση της Χαμάς
Η αιματηρή επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ το 2023 είχε ως άμεσες συνέπειες το “πάγωμα” της διαδικασίας εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, αλλά και τον τορπιλισμό της απόπειρας προσέγγισης της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ, καθώς γρήγορα ο Ερντογάν επέλεξε την στήριξη της Χαμάς, αποκαλώντας την «δύναμη αντίστασης».
Νεοοθωμανοί και Χαμάς έχουν ιδεολογικούς δεσμούς με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Οι δεσμοί αυτοί καθοδηγήθηκαν από τον Χακάν Φιντάν πρώην επικεφαλής της ΜΙΤ και σημερινό υπουργό Εξωτερικών. Ο Ερντογάν είχε συναντηθεί αρκετές φορές με τον πρώην ηγέτη της, Ισμαήλ Χανίγιε, ο οποίος σκοτώθηκε από ισραηλινό πλήγμα στην Τεχεράνη. Οι σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας είχαν διακοπεί και πάλι το 2018, μετά το γνωστό επεισόδιο στο πλοιάριο Μαβί-Μαρμαρά που είχε αποπειραθεί να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας.
Να σημειωθεί ότι το Ισραήλ υπήρξε άκρως επιφυλακτικό έναντι της Τουρκίας, όταν αποπειράθηκε να το προσεγγίσει μετά τις Συμφωνίες του Αβραάμ.
Οι Ισραηλινοί δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τους ισχυρούς οικονομικούς και αμυντικούς δεσμούς με Ελλάδα και Κύπρο για χάρη της βελτίωσης των σχέσεων τους με την Άγκυρα. Δικαιώθηκαν από την στάση της Τουρκίας έναντι της επίθεσης της Χαμάς.
Σε ό,τι αφορά την στάση της Δύσης αυτή παγίως εγκλωβίζεται σε μία αδρανή αντίδραση έναντι της Τουρκίας, κυρίως υπό τον φόβο μήπως αυτή εγκαταλείψει την Δύση. Όταν δε το Ισραήλ, σχολιάζοντας ότι η πρόσφατη δήλωση του Ερντογάν αποκάλυψε το πραγματικό του πρόσωπο και αναφέροντας «ας ελπίσουμε ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ θα το καταλάβουν αυτό όσο γίνεται νωρίτερα», μοιάζει να λέει στην Δύση «ξυπνήστε»…