Συμβατικά υποβρύχια: Οι νέες δυνατότητες και οι νέοι εχθροί
08/09/2021Στην IDEF 2021, τη μεγαλύτερη αμυντική έκθεση της Τουρκίας, η τουρκική αμυντική βιομηχανία παρουσίασε μια ποικιλία σχεδίων για μελλοντικά υποβρύχια. Η STM παρουσίασε το μικρό υποβρύχιο STM500 λίγες μόνο ημέρες πριν από την έκθεση και παρουσίασε επίσης το TS1700, ένα υποβρύχιο 1700 τόνων. Η Dearsan, τουρκική ναυπηγική εταιρία που ολοκλήρωσε πρόσφατα την παράδοση κορβέτας στο Τουρκμενιστάν, παρουσίασε ένα πρωτότυπο σχέδιο για ένα ελαφρύ υποβρύχιο.
Ενώ το κέντρο έρευνας και ανάπτυξης του Τουρκικού Ναυτικού εργάζεται στο εθνικό πρόγραμμα υποβρυχίων MILDEN (Milli Denizalti) σε στενή συνεργασία με πολεμικές βιομηχανίες, άλλες εταιρίες προχωρούν σε μελέτες για μίνι υποβρύχια, καταβάλλοντας προσπάθειες για την εφαρμογή της τεχνογνωσίας που αποκτήθηκε σε μικρού μεγέθους υποβρύχια.
Το μέλλον των υποβρυχίων απασχολεί το Πολεμικό Ναυτικό μεγάλων δυνάμεων, δεδομένου ότι θεωρούνται “κρυφός άσσος”. Για τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες το ερώτημα το δίλημμα είναι μεταξύ των θεωρητικά πιο αθόρυβων πυρηνοκίνητων υποβρύχιων και των σύγχρονων συμβατικών υποβρυχίων με ή χωρίς αναερόβια πρόωση. Το δίλημμα δεν αφορά μόνο στην ανιχνευσιμότητα, αλλά και στη δυνατότητα μακράς παραμονής κάτω από την επιφάνεια και στο μέγεθος του οπλοστασίου που μπορούν να φέρουν χωρίς ανεφοδιασμό.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η χρήση υποβρυχίων σε μάχες (εκτός από την εκτόξευση πυραύλων κρουζ) είναι περιορισμένη. Χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο Ινδίας-Πακιστάν (1971) και στον πόλεμο των Φόκλαντ (1982). Στα Φώκλαντ, η ικανότητα των πυρηνικών υποβρυχίων επίθεσης να καλύπτουν τεράστιες αποστάσεις και να επηρεάζουν την έκβαση αποδείχθηκε όταν το HMS Conqueror βύθισε του καταδρομικό της Αργεντινής General Belgrano.
Αν το βρετανικό Ναυτικό είχε συμβατικά υποβρύχια εκείνη την εποχή, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να τα χρησιμοποιήσει, λόγω της απόστασης. Τα συμβατικά υποβρύχια της Αργεντινής, όμως, θεωρήθηκαν μεγάλη απειλή. To ARA Santa Fe (S-21) συμμετείχε, αποβιβάζοντας μια ομάδα βατραχανθρώπων στην αρχική αμφίβια επίθεση. Εβδομάδες αργότερα, μετά από μια επιτυχή αποστολή ανεφοδιασμού, εντοπίστηκε στην επιφάνεια και βρετανικό ελικόπτερο το έπληξε με πυραύλους AS-12 στα ανοικτά του Γκρίτβικεν. Το υποβρύχιο καταστράφηκε στην αποβάθρα από το πλήρωμά του.
Το type 209 San Luis (S-32) ήταν επίσης σε υπηρεσία στα Φώκλαντ. Ανέφερε δύο συναντήσεις με βρετανικά πλοία του Βασιλικού Ναυτικού αλλά δεν επιτέθηκε, λόγω προβλημάτων στο σύστημα βολής τορπιλών. Ωστόσο, η απειλή του San Luis ανάγκασε το βρετανικό Ναυτικό να εγκαταλείψει τις προσπάθειες ανάκτησης δύο ελικοπτέρων Sea King που είχαν πέσει στη θάλασσα στις 12 Μαΐου και 18 Μαΐου 1982 αντίστοιχα.
Συμβατικά υποβρύχια
Τα συμβατικά υποβρύχια έχουν δύο προβλήματα που περιορίζουν το επιχειρησιακό τους δυναμικό. Το πρώτο είναι η ικανότητα να παραμένουν απαρατήρητα. Ενώ είναι αναμφίβολα αθόρυβα όταν βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια και λειτουργούν με μπαταρίες, η διαθέσιμη ενέργεια είναι πεπερασμένη. Οι μπαταρίες πρέπει να φορτίζονται περιοδικά. Για το σκοπό αυτό, το υποβρύχιο πρέπει να αναδυθεί σε βάθος περισκοπίου και να αναπτύξει τον αναπνευστήρα πάνω από την επιφάνεια, έτσι ώστε να απορροφήσει αέρα για να λειτουργήσει τις σχετικά θορυβώδεις γεννήτριες ντίζελ. Λόγω του θορύβου κατά τη φόρτιση, η απόδοση του σόναρ υποβαθμίζεται σημαντικά. Ως εκ τούτου, το υποβρύχιο εκτίθεται όχι μόνο σε εναέριες και επιφανειακές απειλές αλλά και σε επιθέσεις υποβρυχίων κυνηγών.
Ο δεύτερος περιορισμός σχετίζεται με την κινητικότητά τους. Δεδομένων των περιορισμών των μπαταριών και της επιθυμίας να παραμείνουν “αόρατα”, τα συμβατικά υποβρύχια δεν μπορούν να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εάν αναπτύξουν υψηλή ταχύτητα σε σύντομο διάστημα εξαντλούνται οι μπαταρίες. Για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους τα συμβατικά υποβρύχια πρέπει να αναπτυχθούν εντός της εμβέλειας αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας που μπορούν να τα καθοδηγήσουν σε θέση επίθεσης. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, στήνουν ενέδρα σε περιοχές όπου υπάρχει πολλές πιθανότητες να βρεθούν στόχοι, δηλαδή έξω από εχθρικά λιμάνια, σε διαύλους και στενά και γενικά σε περιορισμένα ύδατα στα οποία είναι πιθανό ο εχθρός να πλεύσει.
Όσον αφορά τη συνεργασία με αεροσκάφη, αυτά συνήθως είναι μεγάλα, αργά και ευάλωτα όταν λειτουργούν κοντά σε καλά οπλισμένες μονάδες επιφανείας με αξιόπιστη αντιαεροπορική ικανότητα. Επιπλέον, τέτοια αεροσκάφη έχουν ανθυποβρυχιακό ρόλο και άρα πρέπει να απασχολούνται και σε άλλα καθήκοντα. Όσον αφορά δε την ενέδρα, οι περιοχές έξω από εχθρικά λιμάνια, σε θαλάσσια στενά κ.α. είναι δύσκολο περιβάλλον για υποβρύχια, επειδή υπάρχει πυκνή κίνηση και ελέγχεται από ανθυποβρυχιακά μέσα.
Μείωση ανιχνευσιμότητας
Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να εμφανίζονται λύσεις στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα υποβρύχια. Πρώτον, η έλευση της πυρηνικής πρόωσης έδωσε λύση στα ζητήματα που επισημάνθηκαν νωρίτερα. Ωστόσο, τα πυρηνικά υποβρύχια δεν είναι προσιτά στο Ναυτικό μεσαίων δυνάμεων και επιπλέον απαιτεί μεγάλη χρηματοδότηση και πολύπλοκη συντήρηση. Ένα αμερικανικό πυρηνικό υποβρύχιο π.χ. κλάσης Virginia κοστίζει 4-6 φορές περισσότερο από ένα κορυφαίο υποβρύχιο ντίζελ κλάσης Soryu. Επιπλέον, τα κράτη που έχουν αναπτύξει αυτή την τεχνολογία δεν την μοιράζονται.
Υπάρχουν, ωστόσο, εξελίξεις που μπορούν να βελτιώσουν δραστικά την ικανότητα μάχης των συμβατικών υποβρυχίων και ειδικά να μειώσουν τη δυνατότητα των εχθρών να ανιχνεύσουν ένα συμβατικό υποβρύχιο. Η αναερόβια πρόωση είναι η πιο επιτυχημένη λύση. Το 2013, το γερμανικό υποβρύχιο 212A με σύστημα αναερόβιας πρόωσης έσπασε παγκόσμιο ρεκόρ με κατάδυση διάρκειας 18 ημερών.
Δεύτερος καθοριστικός παράγοντας στη μη ανιχνευσιμότητα ενός συμβατικού υποβρυχίου είναι η χωρητικότητα της μπαταρίας και η ικανότητα των ενσωματωμένων γεννητριών να την επαναφορτίζουν γρήγορα. Η Ιαπωνία έχει πάρει το προβάδισμα σε αυτόν τον τομέα με το υποβρύχιο JS Soryu (SS 511) που τροφοδοτείται από μπαταρίες ιόντων λιθίου. Η μπαταρία αυτή έχει διπλάσια χωρητικότητα από τις μπαταρίες μολύβδου-οξέος.
Ποσότητα οπλισμού
Τα συμβατικά υποβρύχια έχουν μειονεκτήματα λόγω του περιορισμένου οπλισμού τους. Παλιά τα υποβρύχια έπρεπε να φτάσουν σε τέτοια απόσταση και θέση που οι τορπίλες του να έχουν πολλές πιθανότητες να βρουν τον στόχο. Η πρώιμη γενιά πυραύλων κατά πλοίων που εκτοξεύονταν από σωλήνες έλυσε σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα, αν και το βεληνεκές παρέμεινε μικρό και τις περισσότερες φορές εξαρτάτο από τη χρήση δεδομένων που παρείχαν αισθητήρες, οι οποίοι επίσης είχαν περιορισμένη εμβέλεια.
Οι δυνατότητες αυτών των όπλων, όμως, αυξάνονται συνεχώς (ταχύτητα, ηλεκτρονικά αντίμετρα ECCM και στοχοποίηση). Δεν είναι πλέον ασυνήθιστο για βλήματα που εκτοξεύονται από σωλήνα να έχουν βεληνεκές άνω των 500 χλμ. Ωστόσο, οι ενσωματωμένοι αισθητήρες είναι απίθανο να παρέχουν ακριβείς συντεταγμένες στόχου σε τέτοιες αποστάσεις. Γι’ αυτό και κάποια μορφή παροχής δεδομένων στόχευσης από έξω είναι απαραίτητη.
Τα συμβατικά υποβρύχια έχουν περιορισμένο χώρο σε σύγκριση με τα πυρηνικά. Κατά συνέπεια, πρέπει ζυγιστεί ο συνδυασμός βλημάτων και τορπιλών. Τα ιαπωνικά Soryu, το ρωσικό Kilo, το κινεζικό Yuan και το αυστραλιανό Collins έχουν εκτόπισμα πολύ πάνω από 3.000 τόνους. Συμβατικά υποβρύχια που βρίσκονται σε αρχικά στάδια κατασκευής είναι ακόμη μεγαλύτερα.
Το νοτιοκορεατικό KSS III, εκτός των τορπιλοσωλήνων του, έχει σύστημα κάθετης εκτόξευσης έξι σιλό (VLS) για πυραύλους κρουζ, προορισμένους για αντιαεροπορικές και χερσαίες επιθέσεις. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις θα διαθέτουν 10 σιλό VLS. Οι ακριβείς προδιαγραφές του αυστραλιανού υποβρυχίου “Short Fin Barracuda Block 1A” είναι απόρρητες, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες θα είναι 4.000-5.000 τόνων και θα μεταφέρει περίπου 30 τορπίλες ή ισοδύναμα όπλα. Η γερμανική HDW προσφέρει τον τύπο 216 με παρόμοιες προδιαγραφές.
Παραμένουν απειλή
Τα συμβατικά υποβρύχια έχουν μεγαλώσει που δεν διαφέρουν πολύ από τα μικρότερα πυρηνικά όσον αφορά την ικανότητα μεταφοράς όπλων. Παράπλευρο όφελος από την αύξηση των διαστάσεων είναι ο πρόσθετος διαθέσιμος χώρος για καλύτερα σόναρ και βελτιωμένους αισθητήρες. Τα μεγάλο μέγεθος, όμως, δυσκολεύει ένα υποβρύχιο να ελίσσεται σε ρηχές και γεμάτες υφάλους θάλασσες. Τα αμερικανικά υποβρύχια δεν κάνουν εν καταδύσει πλόες στο Αιγαίο. Σε ασκήσεις τα αμερικανικά υποβρύχια ανιχνεύονται άμεσα από τα ελληνικά ανθυποβρυχιακά μέσα, αλλά ακόμη και από υποβρύχια.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης ναυτικής άσκησης MALABAR, το 2015 (Ινδία, ΗΠΑ και Ιαπωνία) μια προσομοιωμένη μάχη για κυνήγι και καταστροφή υποβρυχίων κατέληξε σε απρόσμενο φιάσκο για τις ΗΠΑ. Αντίπαλοι ήταν το ινδικό INS Sindhudhvaj (σοβιετικής σχεδίασης συμβατικό υποβρύχιο) και το αμερικανικό USS City of Corpus Christi (πυρηνικό επιθετικό υποβρύχιο). Τα δύο υποβρύχια είχαν διαταγές να αλληλοκυνηγηθούν.
Ώρες αργότερα, καθώς οι Αμερικανοί έψαχναν ακόμα, ενημερώθηκαν ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει ήδη. Χωρίς να το καταλάβουν, είχαν επισημανθεί και “εκμηδενιστεί” από τις τορπίλες 533 χιλιοστών που εικονικά βλήθηκαν από το INS Sindhudhvaj. Το εργαλείο που εντόπισε το USS Corpus Christi ήταν το made in India σόναρ Ushus. Το Sindhudhvaj κατέγραψε τον θόρυβο του πυρηνικού υποβρυχίου και κατάφερε να το ταυτοποιήσει πριν το λοκάρει.
Το ελληνικό “Παπανικολής” που συμμετείχε στη ΝΑΤΟϊκή άσκηση υποβρυχίων “Dynamic Manta 2016” εντυπωσίασε όταν “έπληξε” ένα υπερσύγχρονο βρετανικό πυρηνοκίνητο υποβρύχιο (κατασκευής 2012) δύο φορές με εικονικές επιθέσεις και εξαπέλυσε βολή τορπίλης εναντίον του ισάριθμες φορές, χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Βρετανούς
Νέοι εχθροί
Οι σύγχρονες τεχνολογίες έχουν καταστήσει τα συμβατικά υποβρύχια αναερόβιας πρόωσης πιο αθόρυβα και δυσδιάκριτα από τα πυρηνικά. Η ικανότητα, όμως, των υποβρυχίων να κρύβονται, παράγοντας όλο και λιγότερο θόρυβο, έχει όρια. Κάθε μείωση του θορύβου κοστίζει, ενώ εφαρμόζονται νέες μέθοδοι ανίχνευσης που βασίζονται σε φαινόμενα εκτός των ήχων που εκπέμπει ένα υποβρύχιο. Οι νέες μέθοδοι περιλαμβάνουν χαμηλής συχνότητας σόναρ και μη ακουστικές μεθόδους που ανιχνεύουν υποβρύχια κίνηση.
Η θεωρία αυτών των μεθόδων είναι γνωστή από δεκαετίες, αλλά δεν αξιοποιήθηκε επειδή οι υπολογιστές ήταν πολύ αργοί για να εκτελέσουν τα λεπτομερή μοντέλα που χρειάζονται για να δουν μικρές αλλαγές στο περιβάλλον που προκαλούνται από ένα ήσυχο υποβρύχιο. Σήμερα, η επεξεργασία “μεγάλων δεδομένων” επιτρέπει να εκτελούνται εξελιγμένα ωκεανογραφικά μοντέλα σε πραγματικό χρόνο για να εφαρμόζονται οι νέες μέθοδοι ανίχνευσης. Αυτό σημαίνει ότι οι παράκτιες περιοχές θα γίνουν πολύ επικίνδυνες για υποβρύχια.
Mια βρετανική έκθεση του 2016 (συντάχθηκε από τον Ντέιβιντ Χάμπλινγκ για το Βρετανο-Αμερικάνικο Συμβούλιο Ασφαλείας Πληροφοριών) υποστηρίζει ότι ο αυξανόμενος αριθμός και η πολυπλοκότητα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών καθιστά αδύνατη την απόκρυψη των υποβρυχίων. Η έκθεση γράφτηκε ως ενημερωτικό έγγραφο για το βρετανικό Κοινοβούλιο, το οποίο εξέταζε εάν θα εκσυγχρονίσει ή θα καταργήσει τους πυρηνικούς πυραύλους Trident.
Ανθυποβρυχιακά drones
Η έκθεση επισημαίνει ότι η μέθοδος κυνηγιού υποβρύχιων αλλάζει: «Στο παρελθόν, ο ανθυποβρυχιακός πόλεμος διεξαγόταν από μικρό αριθμό πλοίων και επανδρωμένων αεροσκαφών. Τα καθήκοντα τους ήταν σαν αυτά μιας χούφτας αστυνομικών που αναζητούν έναν φυγά σε μια τεράστια ερημιά. Έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού να καλύψουν ολόκληρη την περιοχή, πρέπει να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στα πιο πιθανά μονοπάτια και κρυψώνες και να ελπίζουν ότι θα είναι τυχεροί».
Τώρα, τα πολύ ακριβά υποβρύχια πρέπει να αντιμετωπίσουν φθηνούς κυνηγούς-ρομπότ υποβρυχίων που μπορούν να καλύψουν τον ωκεανό, με τον ίδιο τρόπο που οι γερμανικές “αγέλες λύκων” επιτίθονταν σε συμμαχικές νηοπομπές στον Βόρειο Ατλαντικό. Οι κυνηγοί υποβρυχίων είναι μικρά drones, που ο αμερικανικός στρατός σχεδιάζει να εκτοξεύει σε σμήνη, drones που μπορούν να εκτοξευτούν από αεροσκάφη και υποβρύχια drones εξοπλισμένα με σόναρ που ψάχνουν ήσυχα τον ωκεανό.
«Οι μικρές μη επανδρωμένες πλατφόρμες μπορούν να φέρουν πολλούς τύπους αισθητήρων ενεργού και παθητικού σόναρ, ανιχνευτές μαγνητικών ανωμαλιών, ανίχνευση LIDAR, θερμικούς αισθητήρες, οπτικούς αισθητήρες με βάση το λέιζερ, ικανούς να διαπερνούν το θαλασσινό νερό και άλλους… Ένα υποβρύχιο που μπορεί να αποκαλυφθεί από οποιοδήποτε από αυτά θα πάψει να είναι αόρατο. Ένα υποβρύχιο του οποίου η θέση είναι εκτεθειμένη είναι πολύ ευάλωτο σε επίθεση. Εάν τα υποβρύχια είναι εύκολα ανιχνεύσιμα, χάνουν όλα τα πλεονεκτήματά τους ως στρατηγικές πλατφόρμες όπλων», συμπεραίνει η προαναφερθείσα έκθεση. Προς το παρόν, όμως, τα προηγμένα συμβατικά υποβρύχια με αναερόβια πρόωση και εξοπλισμένα με νέα προηγμένα όπλα παραμένουν φονικές απειλές ιδιαίτερα σε κλειστές και ρηχές θάλασσες, όπως οι δικές μας.