Σύριοι υπάλληλοι εναντίον του γαλλικού κολοσσού Lafarge
04/07/2018Η Λέσβος δέχεται τουρκική εισβολή και τίθεται υπό τουρκικό έλεγχο. Παρόλα αυτά, η μονάδα έτοιμου σκυροδέματος της ΑΓΕΤ/Ηρακλής, που είναι εξαγορασμένη από τη γαλλική Lafarge, συνεχίζει να συνεργάζεται με παραστρατιωτικές ομάδες των Γκρίζων Λύκων, συνεχίζοντας απρόσκοπτα την παραγωγή. Τυχόν Γάλλοι υπάλληλοι έχουν επαναπατρισθεί για να λόγους ασφαλείας, αλλά οι Έλληνες συνάδελφοί τους απειλούνται από τον CEO της εταιρείας να συνεχίσουν να δουλεύουν παρά την παράνομη εισβολή.
Για την Ελλάδα είναι ίσως ένα καλό σενάριο μυθιστορήματος.Τα γαλλικά δικαστήρια όμως είναι στο πόδι για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια πραγματικότητα με την θυγατρική του κατασκευαστικού κολοσσού Lafarge στη Συρία. Στις 28 Ιουνίου οι Γάλλοι δικαστές άσκησαν ποινική δίωξη εναντίον της Lafarge για συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο.
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια υπερ-πολυεθνική, που μετράει σχεδόν δύο αιώνες ζωής με 37.000 υπαλλήλους, με 149 εργοστάσια και με δηλωμένα ετήσια έσοδα άνω των 12 δισ. ευρώ (2015) θα στριμωχνόταν από μερικούς πρώην υπαλλήλους της στην κατεστραμμένη Συρία. Η ιστορία ξεκίνησε τo 2010 όταν ο πολυεθνικός κολοσσός -μέσω της θυγατρικής Lafarge Cement Syria- έθεσε σε λειτουργία εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου στην Jalabiya της νοτιοανατολικής Συρίας. Είχε προηγηθεί η εξαγορά τη εγχώριας τσιμεντοβιομηχανίας από την Lafarge.
Μετά το ξέσπασμα όμως των συγκρούσεων το 2011, έπεσε η παραγωγή του τσιμέντου εκτοξεύοντας τις τιμές στα ύψη. Ενώ οι υπόλοιπες εταιρείες της περιοχής σταμάτησαν την όποια δραστηριότητά τους λόγω του πολέμου, η Lafarge πήρε μια παράτολμη απόφαση: Να παραμείνει στην περιοχή ενώ πλησίαζαν οι ορδές του Ισλαμικού Κράτους. Μέχρι το 2013, το τελευταίο είχε θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του όλες τις περιοχές γύρω, το εργοστάσιο το οποίο έδειχνε απόρθητο, απολαμβάνοντας μιας περίεργης ασυλίας. Οι πλησιέστερες πόλεις Ράκα και Μανμπίτζ, από όπου κατάγονταν οι υπάλληλοι της εταιρείας είχαν πέσει στα χέρια των τρομοκρατών μέχρι τον Μάρτιο του 2014.
Σύμφωνα με στοιχεία που κατέθεσαν οι καταγγέλοντες, η εταιρεία, έχοντας βάλει στο μάτι τις πρώτες ύλες των περιοχών του ISIS, ήρθε σε επαφή μαζί του μέσω πληρωμένων διαμεσολαβητών. Business us usual! Ποζολάνες και πετρέλαιο θα συνέρρεαν απρόσκοπτα στο εργοστάσιο, ενώ σύμφωνα με τα προσκομισθέντα στοιχεία, θα καταβάλλονταν ειδικά τέλη στο Ισλαμικό Κράτος για να εξασφαλιστεί ελεύθερη διέλευση από τα σημεία ελέγχου του ISIS. Θυμόμαστε εξάλλου ότι και οι τουρκικές υπηρεσίες μέσω του Anadolu έδωσαν στη δημοσιότητα επιπλέον στοιχεία για την δραστηριότητα της γαλλικής πολυεθνικής στη Συρία. Παρακάτω είναι το αμαρτωλό χρονοδιάγραμμα της εταιρείας σύμφωνα με τις καταγγελίες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία και τις μαρτυρίες των πρώην εργαζομένων, η Lafarge έδωσε εντολή να επαναπατρισθούν οι ξένοι υπάλληλοι το 2012 ενώ όσοι κατάγονταν από τη Συρία θα συνέχιζαν να εργάζονται αναγκαστικά. Αρκετοί εργάτες του εργοστασίου κατέθεσαν ότι εργάζονταν υπό την απειλή της διοίκησης, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να περνούν επικίνδυνα σημεία ελέγχου εν μέσω έντονων συγκρούσεων ή έπρεπε να μείνουν στο εργοστάσιο τη νύχτα. Μερικοί μάλιστα εξ’ αυτών τιμωρήθηκαν με αναστολή της μισθοδοσίας ενώ ένας τουλάχιστον απολύθηκε. Αρκετοί υπάλληλοι, έπεσαν θύματα απαγωγής από τους τρομοκράτες δίχως η Lafarge να αντιδράσει!
Ενώ η ασφάλεια των υπαλλήλων βρισκόταν ολοένα και περισσότερο σε κίνδυνο, η Lafarge δεν έλαβε επαρκή μέτρα προφύλαξης για τους υπαλλήλους της και δεν είχε κανένα σχέδιο εκκένωσης των εγκαταστάσεων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Όταν το εργοστάσιο δέχτηκε επίθεση και καταλήφθηκε από το Ισλαμικό Κράτος στις 19 Σεπτεμβρίου 2014, οι εργαζόμενοι επέζησαν χάρη στις ατομικές τους προσπάθειες. Για την υπόθεση είχε γράψει πρώτη η γαλλική Le Monde και μετά οι ελβετικές Justice Info και Neue Züricher Zeitung.
Αντιμέτωπη με τον γαλλικό νόμο
Μετά από κάτι παραπάνω από δύο χρόνια, ο κύβος ερρίφθη. Τo Νοέμβριο του 2016, 11 Σύριοι πρώην εργαζόμενοι της θυγατρικής της Lafarge χτύπησαν την πόρτα του ανακριτή στο Παρίσι. Υπέβαλαν κοινή καταγγελία κατά της ίδιας της Lafarge και της θυγατρικής της με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Συνταγματικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECCHR) και τον οργανισμό Sherpa. Τον Απρίλιο του 2017, η εταιρεία παραδέχτηκε ότι το 2013-14, η θυγατρική της χρηματοδοτούσε τακτικά ένοπλες τρομοκρατικές ομάδες, προκειμένου να συνεχίζει την λειτουργία του εργοστασίου.
Αρκετά στελέχη της Lafarge αλλά και η ίδια η εταιρεία αντιμετωπίζουν κατηγορίες για χρηματοδότηση τρομοκρατικής επιχείρησης, σκόπιμη απειλή για τους ανθρώπους και συνθήκες εργασίας ασυμβίβαστες με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σύμφωνα με την αρχή του εταιρικού καθήκοντος που απορρέει από τις κατευθυντήριες αρχές του ΟΗΕ για τις επιχειρήσεις, οι τελευταίες είναι υποχρεωμένες να σέβονται τα εργασιακά δικαιώματα.
Αυτό σημαίνει ότι, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, οι εταιρείες πρέπει να αποτρέπουν ή τουλάχιστον να μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τον Απρίλιο του 2017, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Lafarge παραιτήθηκε λόγω του σκανδάλου. Το Ιούνιο του 2017 ξεκίνησαν επίσημα οι δικαστικές έρευνες για τις δραστηριότητες της εταιρείας ενώ η ECCHR παρείχε νομική βοήθεια στους μάρτυρες κατηγορίας. Τον Δεκέμβριο του 2017 απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον έξι Γάλλων πρώην διευθυντών της Lafarge.
Αναβάθμιση του κατηγορητηρίου
Στις 9 Μαίου του 2018, οι ενάγοντες υπέβαλαν μνημόνιο στη δικαιοσύνη υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα να επεκταθούν περαιτέρω οι κατηγορίες επιφορτίζοντας την εταιρεία με συνενοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας! Εξήγησαν τους λόγους που οι δραστηριότητες τις εταιρείας με το Ισλαμικό Κράτος στη βορειοανατολική Συρία -την περίοδο 2013 και 2015- πρέπει να θεωρηθούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Υποστήριξαν ότι η Lafarge ήταν συνεργός σε αυτά τα εγκλήματα αποτυγχάνοντας να διασφαλίσει την ασφάλεια των υπαλλήλων της.
To κατηγορητήριο έγινε εξαιρετικά βαρύ για την πολυεθνική, ενεργοποιώντας κόκκινα άρθρα του γαλλικού ποινικού κώδικα. Πλέον η ίδια εταιρεία, η θυγατρική της και οι διευθύνοντες σύμβουλοι της Bruno Lafont, Bruno Pescheux και Frédéric Jolibois είναι αντιμέτωποι με πέντε τρομερές κατηγορίες:
- Χρηματοδότηση τρομοκρατικής επιχείρησης (άρθρο 421-2-2, του γαλλικού ποινικού κώδικα).
- Συνενοχή σε εγκλήματα πολέμου (άρθρο 461-2).
- Συνενοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (άρθρο 212-1).
- Εκ προθέσεως διακινδύνευση της ασφάλειας προσώπων (άρθρο 223-1).
- Εκμετάλλευση της εργασίας, άθλιες συνθήκες εργασίας και καταναγκαστική εργασία (Άρθρα 225-13, 225-14-1 και 225-14-2).
H εταιρεία από την πλευρά της ανακοίνωσε ότι το κεντρικό σύστημα εποπτείας δεν επέτρεψε να εντοπιστούν τυχόν παραβάσεις από τη θυγατρική. Προσέθεσε δε, ότι “θα ασκήσει έφεση εναντίον των κατηγοριών που δεν αντιπροσωπεύουν δίκαια τις ευθύνες της Lafarge SA“.
Πάντως οι ενάγοντες, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό κατηγορητήριο αλλά και την πρόοδο στην δικαστική έρευνα, απαιτούν η Lafarge να ανοίξει ένα ταμείο αποζημίωσης για όλους τους πρώην εργαζόμενους και τις οικογένειες της Cement Syria της Lafarge. “Είτε παραμένουν στη Συρία είτε αναζητούν καταφύγιο σε άλλα μέρη του κόσμου, οι πρώην υπάλληλοι της θυγατρικής πρέπει να αποζημιωθούν για τις ηθικές και υλικές ζημίες που υπέστησαν. Αυτό το ταμείο αποζημίωσης θα πρέπει να διαχειρίζεται ανεξάρτητα και αμερόληπτα από διαφανή όργανα. Ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα, μαζί με τις οργανώσεις μας, επιφυλάσσονται του δικαιώματος να συνεχίσουν τις νομικές διαδικασίες όσον αφορά τις κατηγορίες της καταγγελίας μας. Ζητάμε λοιπόν από τη Lafarge να εκπληρώσει τις ευθύνες της απέναντι στους πρώην υπαλλήλους της και να δημιουργήσει γρήγορα ένα ταμείο αποζημίωσης για αυτούς“.