Τα παίζει όλα για όλα ο Ερντογάν τον Ιούνιο
02/05/2018Η Τουρκία εξελίσσεται σε ένα αυταρχικό κράτος, ασκώντας μία επιθετική εξωτερική πολιτική που συνέπεσε χρονικά με την επιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο 2016. Η επιθετική αυτή πολιτική εντείνεται έτι περαιτέρω εν όψει της διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών τον ερχόμενο Ιούνιο. Ο Ερντογάν θέλει πάση θυσία να κερδίσει τις εκλογές, τις οποίες εκλαμβάνει ως «ζήτημα ζωής και θανάτου», ασκώντας έντονη κριτική σε βάρος χωρών της ΕΕ, με «ειδική σημασία» για τη χώρα του, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος.
Την ίδια στιγμή προβάλλει την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην πόλη Αφρίν της βόρειας Συρίας ως Τζιχάντ, δηλαδή Ιερό Πόλεμο, σε μία προσπάθεια να απευθυνθεί με ένα ισχυρό επικοινωνιακό μήνυμα προς το συντηρητικό και θρησκόληπτο τμήμα των Τούρκων ψηφοφόρων του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Οι εκλογές του Ιουνίου θα σημάνουν την επίσημη έναρξη της αλλαγής του τουρκικού πολιτεύματος από προεδρευόμενη κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία με κατάργηση της θέσης του πρωθυπουργού και ανάδειξη του προέδρου στην απόλυτη ανώτατη αρχή. Η συγκέντρωση υπερεξουσιών στο πρόσωπο του προέδρου αποτελεί προσωπικό στοίχημα του προέδρου Ερντογάν για την πολιτική του επιβίωση και κυριαρχία.
Οι υπερεξουσίες αυτές προβλέπουν –μεταξύ άλλων– την πλήρη μεταβίβαση σε αυτόν της εκτελεστικής εξουσίας, τη δυνατότητα επέμβασης του στη Δικαιοσύνη, διορίζοντας από κοινού με το Κοινοβούλιο τέσσερα μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων, και τη μονομερή κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης πριν την υποβολή σχετικής προεδρικής απόφασης στο Κοινοβούλιο.
Προς την κατεύθυνση της πολιτικής κυριαρχίας, ο Τούρκος πρόεδρος κήρυξε τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών λαμβάνοντας υπόψιν ότι στο δημοψήφισμα του 2017 κατόρθωσε να συγκεντρώσει μόλις το 51% των ψήφων, καθώς απώλεσε τα αστικά κέντρα που αποτελούν προνομιακό χώρο διείσδυσης των εθνικιστικών κομμάτων. Έχοντας εφαρμόσει από τις αρχές του 2018 μία στρατηγική απομείωσης της εκλογικής επιρροής του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) και λοιπών εθνικιστικών οργανώσεων, μέσω οικειοποίησης της πολιτικής ρητορικής τους, ο πρόεδρος Ερντογάν εκτιμάται ότι επιχειρεί να αναστρέψει τα χαμηλά για το κόμμα του αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2017 εν όψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Πρόσβαση στο γενεαλογικό δέντρο
Η στρατηγική αυτή ήταν επιτυχής με αποτέλεσμα να προσεταιριστεί ένα τμήμα του MHP που θα αντιμετώπιζε πρόβλημα υπέρβασης του 10% που αποτελεί όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του εκλογικού νόμου. Ως αποτέλεσμα κατάφερε να διχάσει το MHP. Συστατικό στοιχείο της στρατηγικής Ερντογάν για ενίσχυση του ΑΚΡ αποτέλεσε αφενός η απελευθέρωση στο Διαδίκτυο εφαρμογής του τουρκικού υπουργείου Εσωτερικών, όπου έκαστος Τούρκος πολίτης δύναται να εντοπίσει το γενεαλογικό του δέντρο, αφετέρου η απόσπαση νέων ψηφοφόρων με την εφαρμογή του ισχύοντος Νόμου περί Τουρκικής Υπηκοότητας.
Ειδικότερα, η δυνατότητα που παρέχει το τουρκικό υπουργείο Εσωτερικών ήδη από τον Φεβρουάριο 2018 για διαδικτυακή πρόσβαση στο γενεαλογικό δέντρο οιουδήποτε Τούρκου πολίτη ο οποίος επιθυμεί να εντοπίσει τις εθνικές και θρησκευτικές καταβολές του, σηματοδότησε την απαρχή διάρρηξης της καθαρότητας του εθνικού ιστού της γείτονος χώρας. Και τούτο, διότι εθνικιστικές οργανώσεις συμπεριλαμβανόμενου του ΜΗΡ, που παραδοσιακά υποστήριζαν την καθαρότητα της τουρκικής καταγωγής και θρησκευτικής τους παράδοσης, ενημερώθηκαν ότι οι πρόγονοι τους έλκουν καταγωγή από χώρες εκτός Τουρκίας όπως η Ελλάδα, η Συρία, η Αρμενία και βαλκανικές χώρες. Την ίδια στιγμή, σημαντικό ποσοστό αυτών είναι κουρδικής ή εβραϊκής καταγωγής.
Η στρατηγική Ερντογάν για αποδέσμευση των μέχρι πρότινος απόρρητων προσωπικών στοιχείων – γενεαλογικών δεδομένων των Τούρκων πολιτών διασφαλίζει μία νέα δεξαμενή ψηφοφόρων για το ΑΚΡ. Σημαντικό ποσοστό εθνικιστών ψηφοφόρων απαίτησε τη διαγραφή από το ΜΗΡ και την παράλληλη εγγραφή στο κυβερνών κόμμα σε μία προσπάθεια να αποκτήσει δίχτυ προστασίας έναντι του κρατικού ισχυρού κατεστημένου. Επίσης, η ανωτέρω στρατηγική Ερντογάν καθιστά πλέον αναγκαία την αγαστή συνεργασία του ΜΗΡ με το ΑΚΡ στα πρότυπα της παρελθούσας συνεργασίας των Τούρκων εθνικιστών με τον Κεμάλ για την οικοδόμηση του κοσμικού τουρκικού κράτους.
Ο Νόμος περί Τουρκική Υπηκοότητας
Επιπρόσθετα, ο υφιστάμενος Νόμος περί Τουρκικής Υπηκοότητας έχει αποτελέσει εργαλείο για την έλκυση νέων ψηφοφόρων θετικά διακείμενων προς το κυβερνών κόμμα. Σύμφωνα με αυτό το νόμο, οι ξένοι που συμβάλλουν πολιτιστικά, επιστημονικά και αθλητικά στη διεθνή προβολή της Τουρκίας, αλλά και επενδύουν οικονομικά εντός της τουρκικής επικράτειας, μπορούν να αποκτήσουν την τουρκική υπηκοότητα.
Υφίστανται εκτιμήσεις ότι πολυπληθείς τουρκογενείς πληθυσμοί του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, καθώς και τουρκικής καταγωγής πολίτες των βαλκανικών χωρών και της Μέσης Ανατολής έχουν κάνει χρήση του Νόμου ευνοώντας την εκλογική ενίσχυση του κυβερνώντος κόμματος αλλά και την αριθμητική αύξηση των Τούρκων υπηκόων παγκοσμίως εντός της επόμενης δεκαετίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι η διττή στρατηγική Ερντογάν για την απόκτηση νέων ψηφοφόρων τόσο εντός όσο και εκτός της τουρκικής επικράτειας, σε συνδυασμό με την ισχύουσα κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο στο σύνολο των τουρκικών ΜΜΕ καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων προεδρικών εκλογών.
Ο κίνδυνος είναι πλέον ορατός για την μετεξέλιξη της Τουρκίας σε μία θεσμικά αυταρχική και απρόβλεπτη χώρα.