Θα γίνει η Ουκρανία “ρωσικό Βιετνάμ”; – Τί πρόβλεπε το σχέδιο των ΗΠΑ
29/04/2022Δεν χρειάζεται να το υποθέσουμε. Το λένε οι πλέον αρμόδιοι Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι με τον πιο επίσημο τρόπο: Στόχος των ΗΠΑ είναι να αποδυναμώσουν όσο γίνεται περισσότερο τη Ρωσία στο στρατιωτικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο, ουσιαστικά να την μετατρέψουν από μεγάλη δύναμη σε ηττημένη μεσαία δύναμη, ανατρέποντας παραλλήλως το καθεστώς Πούτιν. Πώς θα το επιτύχουν; Εγκλωβίζοντάς την σ’ έναν ατέρμονα πόλεμο, μετατρέποντας δηλαδή την Ουκρανία σ’ ένα “ρωσικό Βιετνάμ”.
Για να καταστεί, όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία μία αιμορραγούσα πληγή για τη Ρωσία, δεν αρκούν τα αλλεπάλληλα πακέτα των πρωτοφανών δυτικών κυρώσεων. Δεν αρκεί η εξίσου πρωτοφανής επικοινωνιακή και διπλωματική επίθεση της Δύσης που στόχο έχει τη δαιμονοποίηση του Πούτιν. Η δαιμονοποίηση, όπως είχε προηγηθεί με τον Μιλόσεβιτς και τον Σαντάμ Χουσεΐν, ουσιαστικά είναι φάση προετοιμασίας πολέμου. Σ’ εκείνες τις περιπτώσεις ήταν άμεσος πόλεμος, αλλά, λόγω πυρηνικών, ο πόλεμος κατά της Ρωσίας δεν μπορεί να είναι άμεσος.
Ο αμερικανικός σχεδιασμός προέβλεπε εδώ και χρόνια τη μετατροπή της Ουκρανίας σ’ ένα “ρωσικό Βιετνάμ”. Κι όποιος έχει αμφιβολία ας διαβάσει την αποκαλυπτική έκθεση της RAND του 2019, καθώς και σχετικό άρθρο του Αμερικανού δημοσιογράφου Ρικ Στέρλνγκ. Η RAND δεν είναι τυχαίος οργανισμός. Είναι ουσιαστικά ο “εγκέφαλος” του αμερικανικού Πενταγώνου. Τώρα πλέον, λοιπόν, που η Ρωσία πολεμάει στην Ουκρανία, υπό την αμερικανική καθοδήγηση, το ΝΑΤΟ έχει επιδοθεί σε μία εκστρατεία παράδοσης ολοένα και πιο σύγχρονων οπλικών συστημάτων στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.
Μπορεί σε πρώτη φάση να επιστρατεύονται τα αποθέματα σοβιετικής κατασκευής οπλικά συστήματα που υπάρχουν σε χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, με τα οποία είναι εξοικειωμένες οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά ταυτοχρόνως γίνεται προσπάθεια να τις εκπαιδεύσουν με ταχύ ρυθμό στη χρήση και σύγχρονων δυτικών οπλικών συστημάτων. Στην πραγματικότητα, όπως προανέφερα, η Δύση διεξάγει εμμέσως πλην σαφώς πόλεμο με τη Ρωσία μέσω των Ουκρανών.
Είναι πλέον ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι το αμερικανικό βαθύ κράτος είχε από το 2014 (όταν άλλαξε το καθεστώς στο Κίεβο) προετοιμάσει τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και τις νεοναζιστικές ουκρανικές πολιτοφυλακές για πόλεμο με τη Ρωσία, ελπίζοντας ότι θα μετατρέψει την Ουκρανία σε “ρωσικό Βιετνάμ”. Όταν με την εξέγερση-πραξικόπημα ανετράπη ο ελεγχόμενος από τη Μόσχα πρόεδρος Γιανουκόβιτς και την εξουσία ανέλαβε ο ελεγχόμενος από την Ουάσινγκτον Ποροσένκο, άλλαξε ριζικά το γεωπολιτικό τοπίο στο “εγγύς εξωτερικό” της Ρωσίας.
Το δίλημμα του Πούτιν
Εάν η Ουκρανία εντασσόταν στο ΝΑΤΟ (υπάρχει δυτική πρόθεση από το 2008), η έξοδος της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα θα περιοριζόταν δραματικά σε μία μικρή παράκτια λωρίδα με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για την εθνική της ασφάλεια, δεδομένου ότι η Τουρκία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ήταν ήδη μέλη της Συμμαχίας. Με άλλα λόγια, η Μαύρη Θάλασσα από προνομιακός θαλάσσιος χώρος για τη Ρωσία θα μετατρεπόταν σε προνομιακό θαλάσσιο χώρο για το ΝΑΤΟ. Μία ματιά στο χάρτη δείχνει ότι η χερσόνησος της Κριμαίας εκτείνεται και δεσπόζει στο βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας, κατά τρόπο που την ελέγχει γεωπολιτικά.
Το δίλημμα του Πούτιν σ’ εκείνη τη συγκυρία ήταν ή να προσαρτήσει την Κριμαία, ή να διακινδυνεύσει η Ρωσία να βρεθεί σε απολύτως μειονεκτική θέση στη Μαύρη Θάλασσα. Επέλεξε το πρώτο, γνωρίζοντας ότι η Δύση θα επέβαλε οικονομικές κυρώσεις και θα πυροδοτούσε το υποφώσκον νεοψυχροπολεμικό κλίμα. Στην απόφασή του έπαιξε καθοριστικό ρόλο το γεγονός ότι είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ, ότι ήταν πλέον πεπεισμένος πως το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν να “γονατίσουν” την “Αρκούδα”.
Εκτός αυτού, την απόφαση για προσάρτηση διευκόλυναν πολιτικά και δύο γεγονότα: Πρώτον, ότι η Κριμαία ανήκε στη Ρωσία μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε και επί Χρουτσώφ υπήχθη για διοικητικούς λόγους στην Ουκρανία. Δεύτερον, ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι κάτοικοι της Κριμαίας είναι Ρώσοι (υπάρχουν και πολλοί Τάταροι). Όπως είναι γνωστό, παραλλήλως με την προσάρτηση της Κριμαίας, η Μόσχα παρότρυνε και ενίσχυσε τους Ρώσους και ρωσόφιλους στην περιοχή του Ντονμπάς να αυτονομηθούν από την εξουσία του Κιέβου, χωρίς, όμως, οι ρωσικές δυνάμεις να εμπλακούν ευθέως στις μάχες.
Οι εκκαθαρίσεις στην Ουκρανία
Η αυτονόμηση διευκολύνθηκε και από το εξής γεγονός: Το νέο φιλοαμερικανικό κι αντιρωσικό καθεστώς στο Κίεβο, εκμεταλλευόμενο το αρνητικό κλίμα που είχε προκαλέσει σε μεγάλο τμήμα της ουκρανικής κοινωνίας η προσάρτηση της Κριμαίας, επιδόθηκε σε συστηματικές εκκαθαρίσεις. Οι πολλοί Ουκρανοί πολίτες, που ήταν ρωσικής εθνικότητας ή απλώς φιλορώσοι, διώχθηκαν μαζικά για εθνική προδοσία, χωρίς η συντριπτική πλειονότητα από αυτούς να έχει κάνει κάτι.
Οι μαζικές διώξεις, τις οποίες τα δυτικά Μίντια αποσιώπησαν συστηματικά, δεν ήταν απλό πογκρόμ Ουκρανών εθνικιστών συνήθως εναντίον αθώων συμπολιτών τους. Ήταν σχεδιασμένη επιχείρηση του νέου φιλοαμερικανικού καθεστώτος, με σκοπό να εδραιωθεί σε αντιρωσική βάση. Αφενός λόγω των εξελίξεων σε Κριμαία και Ντονμπάς, αφετέρου λόγω των συστηματικών εκκαθαρίσεων, η παραδοσιακή ισορροπία στο εσωτερικό της Ουκρανίας ανατράπηκε. Η παραδοσιακά αντιρωσική πτέρυγα της ουκρανικής κοινωνίας, αν και αρχικά ήταν μειονοτική, με όχημα τον ακραίο εθνικισμό κυριάρχησε πολιτικά.
Κάποιοι εκ των Ρώσων και ρωσόφιλων Ουκρανών κατέφυγαν στις αυτόνομες περιοχές του Ντονμπάς, κάποιοι άλλοι βρέθηκαν στις φυλακές και οι υπόλοιποι σιώπησαν, φοβούμενοι αντίποινα από το καθεστώς. Από το 2014, άλλωστε, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και ακροδεξιές πολιτοφυλακές δεν σταμάτησαν τις επιθέσεις εναντίον των αποσχισθέντων περιοχών του Ντονμπάς, οι οποίες όλα τα προηγούμενα χρόνια έχουν στοιχίσει αρκετές χιλιάδες θύματα.
Το διάλειμμα Τραμπ
Εάν ο κόμπος δεν έφθασε στο χτένι νωρίτερα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μεσολάβησε η προεδρία Τραμπ. Ο Τραμπ θεωρούσε ως στρατηγικό αντίπαλο την Κίνα και στο πλαίσιο αυτό πίστευε πως οι ΗΠΑ έπρεπε να προσεγγίσουν τη Ρωσία και να συνεργασθούν μαζί της. Αν και ο ίδιος έκανε σχετική προσπάθεια και ο Πούτιν έδειχνε να ανταποκρίνεται, το αμερικανικό βαθύ κράτος και το αταβιστικά αντιρωσικό κατεστημένο στην Ουάσινγκτον την τορπίλισε. Εξουδετέρωσε σε μεγάλο βαθμό πολιτικά τον πρόεδρο, εμπλέκοντάς τον στην υπόθεση ότι κέρδισε τις εκλογές με ρωσική βοήθεια.
Με την εκλογή Μπάιντεν, ο δρόμος είχε ανοίξει διάπλατα. Δρομολογήθηκε και επισήμως το δόγμα της “διπλής ανάσχεσης”. Δηλαδή, πρώτα “γονάτισμα” της Ρωσίας και ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν. Στη συνέχεια, δημιουργία κλοιού και άσκηση ασφυκτικής πίεσης στην Κίνα με σκοπό να ανακοπεί η οικονομική επέκτασή της και η όποια πολιτική επιρροή της. Κάπως έτσι θα επιστρέφαμε στον δρόμο για ένα “νέο αμερικανικό αιώνα”, έστω και διαφορετικά από τον τρόπο που τον είχαν οραματισθεί οι νεοσυντηρητικοί.
Η Ουκρανία, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε σαν βασικό πιόνι στον όλο αμερικανικό σχεδιασμό. Η Ουάσινγκτον είχε απόλυτη συνείδηση πως οι Ρώσοι θεωρούσαν μείζονα απειλή για την εθνική τους ασφάλεια την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να την ανεχθούν. Η Μόσχα, άλλωστε, το είχε με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία δηλώσει. Η Δύση, όμως, συνέχιζε να δηλώνει πως το ΝΑΤΟ ακολουθεί “πολιτική ανοικτών θυρών” και πως η ένταξη της Ουκρανίας ήταν ζήτημα χρόνου.
Με την πλάτη στον τοίχο
Θεωρώντας ο Πούτιν ότι η Ρωσία βρίσκεται πλέον με την πλάτη στον τοίχο, άρχισε να προετοιμάζει την εισβολή. Πριν την διατάξει έκανε προσπάθεια να διαπραγματευθεί με τους Δυτικούς μία αρχιτεκτονική συλλογικής ασφάλειας στην ανατολική Ευρώπη, αλλά εισέπραξε άρνηση. Προαναγγέλλοντας συνεχώς την επικείμενη ρωσική εισβολή, Αμερικανοί και Βρετανοί δεν ήταν μόνο ότι διάβαζαν σωστά τα σημάδια. Ήταν κι ότι όξυναν το δίλημμα του Κρεμλίνου.
Εάν υποχωρούσε και οι ρωσικές δυνάμεις επέστρεφαν στις βάσεις τους, η επόμενη κίνηση της Δύσης θα ήταν η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και πιθανόν η άτυπη μετατροπή της σε πυρηνική δύναμη, όπως είχε με δήλωσή του προαναγγείλει ο Ζαλένσκι. Εάν πάλι ο Πούτιν προχωρούσε σε εισβολή, όπως και έκανε, η Ρωσία θα εγκλωβιζόταν σ’ έναν πόλεμο, ο οποίος σίγουρα θα την “μάτωνε” και ίσως η Ουκρανία θα μετατρεπόταν σε “ρωσικό Βιετνάμ”, πολύ χειρότερο μάλιστα, αφού βρίσκεται στη γεωπολιτική “αυλή” της κι όχι κάπου μακριά. Σε κάθε περίπτωση η ρωσική εισβολή θα είχε προσφέρει και επιχείρημα για τη δαιμονοποίηση του Πούτιν και νομιμοποιητική βάση για τον έμμεσο πλην πραγματικό πόλεμο κατά της Ρωσίας.
Όπως έχω προαναφέρει και αποδείχθηκε από τα γεγονότα, οι Αμερικανοί είχαν εργασθεί συστηματικά από το 2014 για να προετοιμάσουν τους ουκρανικούς κρατικούς μηχανισμούς (κυρίως τις ένοπλες δυνάμεις και τις νεοναζιστικές πολιτοφυλακές, αλλά όχι μόνο) για τον μελλοντικό πόλεμο με τη Ρωσία. Η επιλογή των Ουκρανών να αμυνθούν στις πόλεις ήταν κρίσιμη, απολύτως ενδεδειγμένη και επιτυχής. Και βεβαίως δεν έγινε την τελευταία στιγμή. Είχαν ήδη οργανωθεί γι’ αυτό σε όλα τα επίπεδα, ώστε να μετατρέψουν τη χώρα τους σε “ρωσικό Βιετνάμ”.
Θα γίνει “ρωσικό Βιετνάμ”;
Το μόνο που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι η ανικανότητα των ρωσικών υπηρεσιών και του ρωσικού στρατού να διαβάσουν σωστά το τι θα συναντούσαν στην Ουκρανία. Ο τρόπος που οργανώθηκε επιχειρησιακά η εισβολή, καταδεικνύει ότι στη Μόσχα έτρεφαν αυταπάτες. Δεν είχαν αντιληφθεί, ή είχαν υποτιμήσει τις ριζικές αλλαγές που είχαν επέλθει στο κράτος, αλλά και στην κοινωνία της Ουκρανίας. Και σίγουρα δεν είχαν εικόνα για την προετοιμασία που είχε γίνει από τους Αμερικανούς. Κατ’ επέκταση είχαν υποτιμήσει τη δυνατότητα του ουκρανικού στρατού να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση. Το αποδεικνύει τόσο ο αρχικός ρωσικός σχεδιασμός όσο και οι σχετικά μικρές δυνάμεις που διατέθηκαν για μίας τέτοιας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση.
Εξ ου και οι ανεπαρκείς ρωσικές δυνάμεις “έσπασαν τα μούτρα τους” ειδικά στο Κίεβο. Τα όσα ισχυρίσθηκε εκ των υστέρων η Μόσχα για να δικαιολογήσει την αποτυχία της θυμίζει τα “όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια”. Λόγω μεγέθους και στρατιωτικών δυνατοτήτων, όμως, η Ρωσία δεν είναι εισβολέας της “μίας και μοναδικής ευκαιρίας”. Έχει κάθε είδους εφεδρείες και κυρίως δεν έχει κανένα περιθώριο να υποχωρήσει. Από γεωστρατηγικής απόψεως θα ήταν καταστροφή γι’ αυτήν κι όχι μόνο για τον Πούτιν.
Έτσι, αναπροσάρμοσε τα σχέδιά της και έστω με αργό ρυθμό κάνει βήματα για να προσεγγίσει τους νέους αντικειμενικούς στόχους. Θα καταφέρει να επιτύχει μία καθαρή νίκη στο μέτωπο του Ντονμπάς; Θα καταφέρει να καταλάβει το Χάρκοβο; Κι αν ναι θα στραφεί προς την Οδησσό με σκοπό να ελέγξει όλη την παράκτια ζώνη και να αποκτήσει χερσαία πρόσβαση μέχρι την Υπερδνειστερία;
Ακόμα και εάν καταφέρει όλα τα παραπάνω, το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Τί θα πράξει η Μόσχα εάν οι Ουκρανοί –χωρίς πρόβλημα χρηματοδότησης και εξοπλιζόμενοι από τη Δύση με ολοένα και περισσότερα και πιο σύγχρονα όπλα– επιδοθούν σε συνεχείς επιθέσεις εναντίον των όποιων περιοχών έχουν ήδη περιέλθει και ενδεχομένως περιέλθουν στα χέρια των Ρώσων; Με το ερώτημα αυτό θα ασχοληθώ στο επόμενο άρθρο μου.