Θα “μαζέψει” τελικά ο Μπάιντεν τον Ερντογάν;
09/06/2021Η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν στο περιθώριο στης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ δεν είναι το γεγονός που θα μονοπωλήσει την ευρωπαϊκή περιοδεία του Αμερικανού προέδρου. Έχει, ωστόσο, τη σημασία της όχι μόνον για την πορεία που θα ακολουθήσουν τα ελληνοτουρκικά, αλλά και μια σειρά από περιφερειακά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ευρασίας.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αρχίζει σήμερα μια πλούσια σε συναντήσεις ευρωπαϊκή εβδομάδα, η οποία ξεκινά με την Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας των Επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών (G7), περιλαμβάνει τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ και τις συνομιλίες με την ΕΕ και ολοκληρώνεται με την πρώτη συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του, στη Γενεύη.
Αναχωρώντας από τις ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι θα καταστήσει «σαφές στον Πούτιν και στην Κίνα πως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη είναι ενωμένες». Έστειλε έτσι προκαταβολικά μηνύματα στη Μόσχα και στο Πεκίνο, για το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν οι επαφές του στην Ευρώπη. Μηνύματα εστάλησαν όμως και στον Ερντογάν, η συνάντηση του οποίου με τον Αμερικανό πρόεδρο θα έχει καθοριστικό ρόλο στην πορεία των, ταραγμένων εδώ και καιρό, αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Τι θα ζητήσει ο Μπάιντεν
Ήδη από προχθές, η Ουάσιγκτον έκανε γνωστό, ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν θα συζητήσει με τον Τούρκο ομόλογό του την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία και το Αφγανιστάν. Όπως δήλωσε μάλιστα ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, στην συνάντηση θα αναζητηθούν και τρόποι για την αντιμετώπιση κάποιων διαφορών μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν διαβεβαίωσε ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν θα θέσει ευθέως στον Ερντογάν το θέμα των τουρκικών ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο, στις οποίες περιλαμβάνονται οι τουρκικές προκλήσεις κατά της Ελλάδας και της Κύπρου. Απαντώντας μάλιστα σε ερώτηση του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Ρόμπερτ Μενέντεζ, ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι ενστερνίζεται τις ανησυχίες του γερουσιαστή για τις παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου από την Άγκυρα και χαρακτήρισε τις τουρκικές ενέργειες «βαθύτατα προβληματικές».
«Ο πρόεδρος θα εμπλακεί άμεσα με όλα τα ζητήματα» ήταν η απάντηση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στα ζητήματα που είχε θέσει ο γερουσιαστής Μενέντεζ και τα οποία περιλάμβαναν όλο το φάσμα των προκλητικών ενεργειών της Άγκυρας: Από τον μη σεβασμό του Κράτους Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου μέχρι τις απειλές κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την επιθετική συμπεριφορά απέναντι στην Αρμενία. Μάλιστα ο Μενέντεζ είναι ο εμπνευστής του νέου αμυντικού νομοσχεδίου, που προβλέπει τον εξοπλισμό της Ελλάδας με τα αεροσκάφη F-35, τα οποία δεν έλαβε η Τουρκία.
Οι προθέσεις του Ερντογάν
Ο Μπάιντεν θα εμπλακεί όντως με όλα τα ζητήματα, το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο ο Ερντογάν θα θελήσει να απεμπλακεί από το πλέγμα των επιδιώξεών του για την Τουρκία και τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, που ο ίδιος έχει δημιουργήσει στο πλαίσιο του νέο-οθωμανικού οράματός του. Ειδικά, όταν γνωρίζει ότι οι ΗΠΑ θέλουν να κρατήσουν την Τουρκία στο “άρμα της Δύσης”, όπως αναγνώρισε και ο Μπλίνκεν.
Η άποψη της Ουάσιγκτον είναι ότι οι διαφορές με την Άγκυρα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Οι διαφορές είναι όμως πολλές και οι τουρκικές προκλήσεις προς την Ελλάδα και την Κύπρο αποτελούν μόνον ένα μέρος τους. Ήδη, ο Μπλίνκεν εξέφρασε την ικανοποίησή του που η Τουρκία “οπισθοχώρησε” από τις προκλητικές ενέργειες, αναφέροντας συγκεκριμένα τον τερματισμό των γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ και την απομάκρυνση των τουρκικών ερευνητικών πλοίων. Η Άγκυρα όμως δεν έχει παραιτηθεί από την επιθετική ρητορική, γεγονός που εξακολουθεί να δημιουργεί εντάσεις και να απειλεί την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών έβαλε βέβαια και το ζήτημα της επικύρωσης από την Ουάσιγκτον της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, τονίζοντας ότι η εκτίμησή του είναι πως θα λειτουργήσει προς όφελος των ΗΠΑ. Η θέση αυτή του Μπλίνκεν δεν έχει να κάνει βέβαια μόνον με την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά σχετίζεται με τις αμερικανικές ενέργειες για την αντιμετώπιση της “επιθετικής”, κατά τις ΗΠΑ, πολιτικής της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ο Μπλίνκεν εξέφρασε βέβαια προσωπική άποψη, διευκρινίζοντας ότι δεν έχει συζητήσει το θέμα με τον Πρόεδρο. Υπενθύμισε, ωστόσο, ότι ο Μπάιντεν είχε ταχθεί στο παρελθόν υπέρ της επικύρωσης της Σύμβασης. Σημειώνεται ότι η Τουρκία δεν έχει επικυρώσει, επίσης, την συγκεκριμένη Σύμβαση, την οποία επικαλείται συνεχώς η Αθήνα, ως μέρος του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Υπό το πρίσμα αυτό, και με δεδομένο τον συσχετισμό με τα δρώμενα στη Σινική Θάλασσα, η Σύνοδος του ΝΑΤΟ είναι μια καλή ευκαιρία για να τεθεί το θέμα από τον Αμερικανό πρόεδρο.
Το μεγάλο αγκάθι S400
Η ιεράρχηση, ωστόσο, των ζητημάτων είναι διαφορετική και οι ΗΠΑ επιμένουν ότι, πέρα από τα προαναφερόμενα, υπάρχει θέμα με το Κράτος Δικαίου στην Τουρκία, χώρα η οποία είναι από τις πρώτες στις φυλακίσεις δημοσιογράφων και δικηγόρων. Κυρίαρχο είναι βέβαια το ζήτημα των ρωσικών S400, το οποίο αποτελεί θέμα τιμής για τον Μπάιντεν, καθώς σε αυτό συμπυκνώνεται η ρωσοτουρκική προσέγγιση, η οποία ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ.
Για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση η Άγκυρα δεν ενεργεί, σε πολλούς τομείς, ως νατοϊκός σύμμαχος και η αγορά των S400 από τη Μόσχα αποτελεί για τους Αμερικανούς το τυπικό παράδειγμα του τουρκικού υποτροπιασμού. Η Ουάσιγκτον επιμένει ότι η πολιτική της στο θέμα δεν έχει αλλάξει και τονίζει τους κινδύνους για «την ασφάλεια των ΗΠΑ και της Συμμαχίας». Επισημαίνει δε ότι η ανάπτυξη από την Τουρκία του ρωσικού πυραυλικού συστήματος «υπονομεύει τη συνοχή και τη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ».
Για τους παραπάνω λόγους, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάλεσε εκ νέου την Τουρκία να εγκαταλείψει το σύστημα των S-400. Ζητά ουσιαστικά από την Άγκυρα να τους “παρκάρει” σε αποθήκες, και όπως ανέφεραν δημοσιεύματα να δεσμευτεί εγγράφως, ότι δεν θα τους ενεργοποιήσει ποτέ. Μια τέτοια απόφαση είναι όμως εξαιρετικά δύσκολη για τον Ερντογάν, καθώς, ακόμη και αν ήθελε να το κάνει, θα πρέπει να υπολογίσει τις έντονες κριτικές με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπος για αυτήν την ήττα του.
Η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης φαίνεται ακόμη δυσκολότερη για τον Ερντογάν και από το γεγονός ότι αυτή θα σηματοδοτήσει την παραδοχή του πως θα πρέπει να παγώσει μέρος της στρατηγικής συμφωνίας του με τη Μόσχα, που αφορά την συνεργασία στον αμυντικό τομέα και την αμυντική βιομηχανία. Αν δεχθεί όμως κάτι τέτοιο, ο Τούρκος πρόεδρος θα απογυμνωθεί στρατηγικά, καθώς έχει επενδύσει, με τη βοήθεια και του Τραμπ, στις “ακροβασίες” ανάμεσα στη Μόσχα και τη Δύση. Παραλλήλως, θα χάσει και την εικόνα του ηγέτη που αντιτάσσεται στην αμερικανική ισχύ, την οποία ο Ερντογάν πουλά τόσο στο εσωτερικό κοινό, όσο και σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής.