Θα πάρει η Ευρώπη μαθήματα από τη συνάντηση στην Αλάσκα;
17/08/2025
Η συνάντηση στην Αλάσκα τελείωσε και τα συμπεράσματα ήταν ήδη γνωστά, πριν καν ακόμα γίνει. Ο Πούτιν βγήκε από τη διεθνή απομόνωση και στάθηκε ξανά σαν ηγέτης της μίας από τις ελάχιστες υπερδυνάμεις σήμερα στον κόσμο.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εικόνα από την συνάντηση στην Αλάσκα, μας γυρίζει στην εποχή που οι δύο χώρες ήταν οι κυρίαρχες και οι μόνες υπερδυνάμεις που καθόριζαν τις τύχες της ανθρωπότητας για πολλές δεκαετίες, αλλά ο κόσμος δεν είναι έτσι πια. Σήμερα σε έναν πολυπολικό κόσμο, παρόλη την διαφορά των ΗΠΑ στους πολεμικούς εξοπλισμούς και την σημαντική υπεροχή της στο διάστημα, η μοίρα καθορίζεται από περισσότερες των δύο δυνάμεων.
Η Ρωσία κατ’ αρχήν είναι ο απόλυτος χαμένος από την επιλογή της να εισβάλει στην Ουκρανία, από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς (στρατιωτικά, ηθικά, οικονομικά, γεωστρατηγικά) και έχασε την αξιοπιστία και το κύρος της μεγάλης δύναμης, αλλά και του σεβασμού από τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη μεριά οι ΗΠΑ παρά την έμμεση (Αφρική, Μέση Ανατολή, Συρία, Λιβύη κα) ή άμεση (Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν), εμπλοκή της στη διάλυση των ανωτέρω χωρών, παραμένει ο διεθνής παίχτης, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στα διάφορα πολεμικά μέτωπα.
Πέραν όμως αυτών των παραδοχών, η υπερβολική αντίδραση και ο φανατισμός που κυριάρχησε στον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στα ΜΜΕ και social media, κατά της Ρωσίας και του Πούτιν, θεωρώντας δεδομένη τη διάλυση της μεγάλης αυτής χώρας και την μεταφορά του ηγέτη της στο Διεθνές Δικαστήριο σιδεροδέσμιο, φαίνεται πως με τη πρόσφατη συνάντηση δεν ήταν δικαιολογημένη και μάλλον πέφτει στο κενό. Είχαν αναφέρει κάποιοι αναλυτές ότι η Ρωσία δεν είναι Γιουγκοσλαβία και ο Πούτιν δεν είναι Μιλόσεβιτς, αλλά χάνονταν αυτές οι απόψεις, μέσα στον ορυμαγδό της μονομέρειας και του καθοδηγούμενου επικοινωνιακού βομβαρδισμού.
Φανατισμός στον δημόσιο διάλογο
Αν έκανε κανείς μία ψύχραιμη ιστορική ανάλυση, διερευνώντας τα αίτια που οδήγησαν στην εισβολή, θεωρούνταν αυτομάτως “πουτινιστής” και απορρίπτονταν από τον δημόσιο διάλογο. Για παράδειγμα, στην κρατική τηλεόραση από στρατιωτικούς αναλυτές που φυσικά, και πολύ σωστά, καταδίκαζαν την εισβολή της Ρωσίας, όταν ρωτήθηκαν πως είναι δυνατόν να κρατηθεί τόσο μεγάλο μέτωπο από τη Ρωσία για μεγάλο διάστημα, απάντησαν ότι «αν ήταν σε εχθρικό περιβάλλον αυτό θα ήταν αδύνατο, αλλά επειδή μιλάμε για περιοχές που είναι Ρωσόφωνες και έχουν υποστηρίξει την ανεξαρτησία τους δεν θα είναι δύσκολο».
Αυτή ακριβώς είναι η παράμετρος που δεν έλαβαν υπόψη τους, όλοι όσοι ανέλυαν κοντόφθαλμα και με εμπάθεια την εισβολή, αλλά και όλη την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί μετά τις συμφωνίες του Μινσκ (που δεν τηρήθηκαν). Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονεί κανείς ότι πρόσφατα η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, παραδέχθηκε ότι αυτές οι συμφωνίες έγιναν για να προετοιμαστεί πολεμικά καλύτερα η Ουκρανία. Με αυτά ως δεδομένα, το ισχύον διεθνές δίκαιο όπως το ξέραμε, δέχεται σοβαρό πλήγμα και το μεταπολεμικό status, της μη αλλαγής συνόρων φαίνεται πως αντικαθίσταται από “το δίκαιο του ισχυροτέρου”.
Βέβαια είχαμε και άλλα δείγματα (Γιουγκοσλαβία-Κοσσυφοπέδιο, Κύπρος, Μέση Ανατολή, Αφρική, Αζερμπαϊτζάν-Αρμενία) κυριαρχίας του ισχυροτέρου με de facto παγίωση καταστάσεων και αλλαγή συνόρων, αλλά η περίπτωση της Ουκρανίας θα είναι η κορυφαία.
Τα μαθήματα από την Αλάσκα
Η Ευρώπη (ΕΕ) ανεξάρτητα τι θα γίνει με την Ουκρανία και ποιος θα διαδεχθεί τον Πούτιν, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να έχει στραμμένο το βλέμμα της στη Ρωσία (κάτι που ανοήτως και υποβολιμαία δεν έκανε τα τελευταία 30 χρόνια) αν θέλει να παίξει κάποιο ρόλο μελλοντικά στη διεθνή πολιτική σκηνή, με στρατιωτική, ενεργειακή και οικονομική ισχύ και όχι να αποτελεί ουρά των ΗΠΑ ή των δορυφόρων της (Βρετανία).
Πόσο μάλλον να στηριχτεί στον αυτόνομο επανεξοπλισμό της Γερμανίας, η οποία σε καμία των περιπτώσεων δεν θα πρέπει να παραβεί τις συνθήκες που συνόδευαν την συνθηκολόγησή της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο διακηρυχθείς τεράστιος στρατιωτικός εξοπλισμός της Γερμανίας (εκτός του ελέγχου της ΕΕ) είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει ξανά σε πολεμικές συρράξεις την Ευρώπη με υπαιτιότητά της, ως συνήθως. Η Γηραιά Ήπειρος έζησε ειρηνικά κατά βάση εδώ και 80 χρόνια, γιατί ακριβώς είχε απαγορευτεί στη Γερμανία ο πολεμικός εξοπλισμός της. Ας μην το ξεχνάμε.
Τα μαθήματα του παρελθόντος πρέπει να αποτελούν τη βάση του σκεπτικού και των κινήσεων των λαών, για να συνεχιστεί η ειρήνη. Το διεθνές δίκαιο δεν πρέπει να γίνει κουρελόχαρτο, αλλά και τα συμφέροντα μικρά ή μεγάλα, δεν πρέπει να είναι αυτά που θα καθορίζουν τις στρατηγικές.
Η ειρήνη βαθαίνει όταν εξαλείφονται οι αιτίες που προκαλούν τις συρράξεις και το διεθνές δίκαιο είναι αυτό που ορίζει τα δικαιώματα των ανθρώπων και των λαών. Απλά κανείς δεν πρέπει να το διαβάζει βουστροφηδόν ή να το περιγράφει με γραφή κατοπτρική, κατά πως τον συμφέρει.