Τι κρύβεται πίσω από τα σινοϊνδικά “τύμπανα πολέμου”

Τι κρύβεται πίσω από τα σινοϊνδικά “τύμπανα πολέμου”, Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, θυμίζει η αρχαία σοφία. Στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν ο Τραμπ και το επιτελείο του, που παρακολουθούν με ενδιαφέρον και σχεδόν ύποπτη προσμονή την εξέλιξη της σύγκρουσης Κίνας-Ινδίας, στα Ιμαλάια. Πράγματι, το ενδεχόμενο στρατιωτικής κλιμάκωσης στο ανατολικό Λαντάχ στην Ινδία, δίπλα στα σύνορα του κινεζικού Θιβέτ (Αυτόνομη Περιφέρεια) θυμίζει έντονα όσα συνέβησαν το 2017, πάλι με αφορμή την κατασκευή δρόμου σε αμφισβητούμενη περιοχή.

«Είναι μια δύσκολη κατάσταση. Μιλάμε με την Ινδία, μιλάμε με την Κίνα. Έχουν πρόβλημα, τα’χουν βάλει μεταξύ τους, και θα δούμε τι γίνεται. Θα προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε», έσπευσε να διευκρινίσει ο Αμερικανός πρόεδρος, μετά και την πρόσφατη αψιμαχία μεταξύ Ινδών και Κινέζων στο οροπέδιο του Γκαλουάν. Πρόκειται για όσα συνέβησαν τη νύχτα της 15ης προς τη 16η Ιουνίου, οπότε, σύμφωνα με τις ινδικές ένοπλες δυνάμεις, 20 Ινδοί στρατιώτες σκοτώθηκαν μετά από επίθεση που δέχθηκαν, όχι με πυρά αλλά με πέτρες και ξύλα (!). Οι Ινδοί ανέφεραν ότι και από την κινεζική πλευρά υπήρξαν 45 νεκροί και τραυματίες.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ δεν τηρούν επουδενί ίσες αποστάσεις, παίρνοντας ξεκάθαρα το μέρος της Ινδίας. Ο  Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, για παράδειγμα, σχολίασε ότι ο «Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας κλιμάκωσε την ένταση στα σύνορα με την Ινδία, την πολυπληθέστερη δημοκρατία του κόσμου. Στρατιωτικοποιεί τη Νότια Σινική Θάλασσα και διεκδικεί κι άλλες περιοχές, απειλώντας ζωτικούς θαλάσσιους διαδρόμους». Αλλά και ο γερουσιαστής Μιτς Μακ Κόνελ επιτέθηκε στην Κίνα λέγοντας ότι «για να αρπάξει εδάφη, φαίνεται να έχει προκαλέσει την πιο βίαιη σύγκρουση με την Ινδία από τον πόλεμο του 1962».

Και την ώρα που Πεκίνο και Νέο Δελχί συνεχίζουν να αλληλοκατηγορούνται, η Ρωσία άφησε ευθύ υπαινιγμό για το ρόλο των Δυτικών, δια στόματος του Ντμίτρι Πέσκοφ, εκπροσώπου Τύπου του Κρεμλίνου: «Ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι οι δύο χώρες θα δείξουν διπλωματική και πολιτική σοφία ώστε να διατυπώσουν τις θέσεις τους ανεξάρτητα, χωρίς παρεμβάσεις από τρίτες χώρες, και να τους επιτραπεί να αποφύγουν περαιτέρω όξυνση».

Το σινοϊνδικό παρελθόν

Προφανώς δεν είναι μόνο τα γεγονότα της 15ης-16ης Ιουνίου που πυροδότησαν βαρύγδουπους τίτλους στα διεθνή Μέσα, ότι οι δύο ασιατικοί “γίγαντες”, αμφότεροι πυρηνικές δυνάμεις, βρίσκονται ένα βήμα πριν τον πόλεμο. Η ιστορία ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου, όταν στρατιώτες των δύο κρατών ενεπλάκησαν σε επιθετικές ενέργειες στην περιοχή της λίμνης Πανγκόνγκ στο Λαντάχ και γενικά στη λεγόμενη συνοριακή “Γραμμή Ελέγχου” που χωρίζει τις αμφισβητούμενες περιοχές σε ινδικές και κινεζικές, από το 1959.

Οι Κινέζοι αντέδρασαν όταν οι Ινδοί επιχείρησαν να κατασκευάσουν δρόμο στην κοιλάδα του ποταμού Γκαλουάν, με αποτέλεσμα να αυξηθεί κατακόρυφα η ένταση στην περιοχή. Μετά το αιματηρό περιστατικό της 15ης Ιουνίου, διαδόθηκε ότι αιχμαλωτίστηκαν 10 Ινδοί, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι δύο μέρες μετά, χωρίς να υπάρξει επιβεβαίωση ή διάψευση από το Νέο Δελχί, το οποίο κατηγόρησε την Κίνα ότι παραβιάζει σχετική συμφωνία για απόσυρση δυνάμεων από την κοιλάδα.

Οι Κινέζοι διέψευσαν τα περί αιχμαλωσίας και στη συνέχεια τα δύο κράτη άρχισαν να κινητοποιούν περαιτέρω δυνάμεις, ενώ η Ινδία επιτάχυνε τις εργασίες για την κατασκευή υποδομών στα σύνορα. Ο ινδικός Τύπος έκανε λόγο για αλλεπάλληλα σιδηροδρομικά δρομολόγια που θα μετέφεραν 12.000 εργάτες για λογαριασμό του ινδικού Οργανισμού Συνοριακών Οδών, ο οποίος –σημειωτέον– υπάγεται στο ινδικό υπουργείο Άμυνας.

Στη μεγάλη πλειονότητά τους, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές αποδίδουν –δημοσίως τουλάχιστον– τα επεισόδια του Λαντάχ, στον κινεζικό επεκτατισμό και στην επιθυμία της Κίνας να κυριαρχήσει στη νοτιοανατολική Ασία. «Πέφτουν οι μάσκες», έγραψε χαρακτηριστικά το Foreign Policy, κάνοντας λόγο για απροκάλυπτη επιθετικότητα εκ μέρους της Κίνας, που μετά την πανδημία στρέφεται κατά των γειτόνων της.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μπορεί η σινοϊνδική σύγκρουση να ερμηνευθεί απλά ως σύμπτωμα της επιθετικότητας του Πεκίνου, που αίφνης αποφάσισε να τα βάλει με τους γείτονές του; Παρά την καθ’ ομολογία σκλήρυνση της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής το τελευταίο διάστημα, αυτή είναι μια εξήγηση που “βολεύει” μόνο την Ουάσιγκτον και τους ακολούθους της. Ταιριάζει στο ψυχροπολεμικό αφήγημα δαιμονοποίησης της Κίνας αλλά κυρίως παραγνωρίζει το παρελθόν (και παρόν) των σινοϊνδικών σχέσεων.

Η καχυποψία της Κίνας

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ένταση στα σινοϊνδικά σύνορα (μεταφορά δυνάμεων, κινητικότητα εναέριων μέσων, επεισόδια μεταξύ περιπόλων κ.λπ.)  δεν είναι διόλου καινούρια. Μετά τη λήξη του πολέμου του ‘62 και τα εδαφικά “κέρδη” της Κίνας, χρειάστηκε να περάσουν 30 χρόνια σποραδικών αναμετρήσεων μικρής κλίμακας για να φτάσουμε στη διμερή συμφωνία ειρήνης του 1993 και 1996, ενώ δημιουργήθηκαν από κοινού μηχανισμοί επίλυσης διαφορών μόλις το 2011.

Αυτοί οι μηχανισμοί εκτόνωναν την κατάσταση τα προηγούμενα χρόνια, και δεν είναι τυχαίο ότι οι Κινέζοι, για παράδειγμα, δεν αντέδρασαν όταν η Ινδία αναβάθμισε αεροπορική βάση (Daulat Beg Oldi) στην περιοχή, μόλις λίγα χιλιόμετρα από τα κινεζικά σύνορα. Πλέον, όμως, οι Ινδοί έχουν ενισχύσει συστηματικά τις στρατιωτικές και μη υποδομές σε στρατηγικές περιοχές, οι οποίες προσφέρουν μοναδική πρόσβαση στα μετόπισθεν κινεζικών θέσεων και υποδομών.

Θρυαλλίδα για τη “ρήξη εμπιστοσύνης” ενδεχομένως υπήρξε η ανάκληση, από την ινδική κυβέρνηση, του καθεστώτος περιορισμένης αυτονομίας του ινδικού κρατιδίου Τζαμού-Κασμίρ, τον Αύγουστο του 2019, που είχε ως αποτέλεσμα να περιέλθει το κρατίδιο απευθείας υπό τη δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, η Κίνα είναι καχύποπτη απέναντι στις προθέσεις των Ινδών, θεωρώντας ότι απώτερος στόχος τους είναι η επαναφορά του status quo ante της δεκαετίας του ‘50, δηλαδή την επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, πριν τον πόλεμο του ‘62. Γι’ αυτό και οι Κινέζοι κατηγορούν την Ινδία ότι παραβιάζει τη “Γραμμή Ελέγχου” και παρενοχλεί τις κινεζικές περιπόλους.

Η καχυποψία της Κίνας είναι δικαιολογημένη, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Ινδό, ε.α. στρατηγό H. S. Panag, ο οποίος είναι ξεκάθαρος, σε πρόσφατη τοποθέτησή του: «Η ευθυγράμμιση της Ινδίας με τις ΗΠΑ, η παρουσία της εξόριστης θιβετιανής κυβέρνησης στην Ινδία, οι διεκδικύσεις στο υπό πακιστανική κατοχή Κασμίρ και σε περιοχές που περνά ο περίφημος Οικονομικός Διάδρομος Κίνας-Πακιστάν, ενισχύουν τις υποψίες της Κίνας».

«Όσο κι αν θα θέλαμε να σπεκουλάρουμε για τους ευρείς σχεδιασμούς της Κίνας, ο άμεσος πολιτικός στόχος της είναι απλός: η διατήρηση του status quo στη “Γραμμή Ελέγχου”, με την αποτροπή οποιασδήποτε απειλής στην περιοχή του Aksai Chin και του [αυτοκινητοδρόμου] NH219». Αν έχει δίκιο ο Ινδός στρατιωτικός, θα πρέπει να αναζητήσουμε ενδείξεις που δείχνουν ότι η Ινδία, πράγματι, επιζητά την ανατροπή του status quo, προκαλώντας φυσικά τις αντιδράσεις της Κίνας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι