Την γύμνια της ΕΕ έδειξε και η ουκρανική κρίση
17/02/2022Όλα δείχνουν ότι η ανακλήσιμη πρόκληση που σχεδίασε, οργάνωσε και εκδήλωσε η Ρωσία στην περίμετρο της Ουκρανίας φθάνει στο τέλος της. Συμπεράσματα, με αξίωση τελεσίδικης κρίσης δεν μπορεί παρά να εξαχθούν, όταν θα έχουν ολοκληρωθεί οι διαβουλεύσεις-διαπραγματεύσεις που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν για την ουκρανική κρίση.
Ωστόσο, κάποιες πρώτες επισημάνσεις μπορούν να γίνουν: Εάν ο στόχος της Μόσχας ήταν να οδηγήσει σε μια επάνοδο στο status quo που καθιέρωσε ο Ιδρυτικός Νόμος, του 1997, «για τις αμοιβαίες σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσικής Ομοσπονδίας», αυτό φαίνεται πως γίνεται πλέον αντικείμενο συζήτησης. Παράλληλα, γίνονται αποδεκτές οι ανησυχίες που διατυπώνει για ζητήματα ασφαλείας, τα οποία εγγράφονται στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν.
Οι επιδιώξεις αυτές της Μόσχας φαίνεται ότι έγιναν αποδεκτές από τις ΗΠΑ, καθώς ο πρόεδρος Μπάϊντεν, στο διάγγελμα του το βράδυ της Τρίτης, αναγνώρισε ότι «η ρωσική κυβέρνηση δημόσια πρότεινε να συνεχιστεί η διπλωματία. Συμφωνώ. Πρέπει να δώσουμε στη διπλωματία κάθε ευκαιρία να πετύχει. Πιστεύω ότι υπάρχουν πραγματικοί τρόποι να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες μας για ζητήματα ασφάλειας» και διαμήνυσε:
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν θέσει στο τραπέζι συγκεκριμένες ιδέες για να εγκαθιδρύσουν ένα περιβάλλον ασφάλειας στην Ευρώπη. Προτείνουμε νέα μέτρα ελέγχου των εξοπλισμών, νέα μέτρα διαφάνειας, νέα μέτρα στρατηγικής σταθερότητας. Αυτά τα μέτρα θα εφαρμόζονται από όλες τις πλευρές – και το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία». Με λίγα λόγια, η νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη δεν μπορεί να οικοδομηθεί ερήμην της Μόσχας.
Στο πλαίσιο αυτό διαφαίνεται να παραπέμπεται στις καλένδες η επιθυμία της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Κι ας περιλαμβάνεται στο Σύνταγμα της χώρας. «Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε το ΝΑΤΟ έχουν πυραύλους στην Ουκρανία. Επίσης δεν έχουμε σχέδια να βάλουμε [πυραύλους] εκεί. Δεν στοχοποιούμε το λαό της Ρωσίας. Δεν επιθυμούμε να αποσταθεροποιήσουμε τη Ρωσία», επισήμανε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Τι έδειξε η ουκρανική κρίση
Η ανακλήσιμη πρόκληση της Ρωσίας έδωσε την ευκαιρία στον πρόεδρο Πούτιν να θέσει ενώπιον της διεθνούς κοινότητας την διακύβευση των επόμενων ημερών, εάν δεν τελεσφορήσουν οι διαπραγματεύσεις και δεν ικανοποιηθούν οι αξιώσεις του για ζητήματα ασφαλείας. Το ψήφισμα της Δούμα, υπέρ της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των ρωσόφωνων περιοχών της Ουκρανίας, αλλά και η δήλωση του ενώπιον του Γερμανού καγκελαρίου Σόλτς, περί «γενοκτονίας στο Ντονμπάς», προϊδεάζουν για τα επόμενα βήματα.
Η ουκρανική κρίση επιβεβαίωσε τον ηγετικό-ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ στο δυτικό στρατόπεδο και μάλιστα με πλήρη στήριξη κι αναγνώριση αυτού του ρόλου από την Μόσχα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις εργώδεις προσπάθειες, πρωτίστως του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν και δευτερεύοντος του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σόλτς, παραμένει πολιτικό-διπλωματικός παράγοντας ήσσονος σημασίας. Υπό την παρούσα μορφή της και σε συνθήκες κορυφαίων γεωπολιτικών προκλήσεων η ΕΕ επιβεβαιώνεται απλώς σε ρόλο χρηματοδότη των πολιτικών που άλλοι αποφασίζουν.
Και σ’ αυτή την περίπτωση επιβεβαιώθηκε ότι η περίφημη “ενότητα” της Δύσης δεν είναι παρά ένας εύσχημος ευφημισμός, για να εξωραϊσθεί η πραγματικότητα. Ότι δηλαδή, στην Συμμαχία κυριαρχεί και ηγεμονεύει εκείνο το μέλος της που ξέρει ακριβώς τί θέλει και είναι αποφασισμένο να το επιβάλλει.
Τέλος, η διαχείριση της ουκρανικής κρίσης έδειξε και το πραγματικό μέγεθος του πολιτικού προσωπικού της Ευρώπης που ενεπλάκη στους χειρισμούς. Εάν υπήρχε “βατόμουρο διπλωματίας” αυτό αναμφισβήτητα θα το κέρδιζε, και μάλιστα άνευ αντιπάλου, η υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου Λιζ Τρας, ενώ οι δύσμοιροι Στολντεμπέργκ (Γενικός Γραμματέας ΝΑΤΟ) και Μπορέλ (Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική-Αμυντική Πολιτική) επιβεβαιώθηκαν ως αυτό που πραγματικά είναι. Απλώς υπάλληλοι.