Το αδειανό πουκάμισο της υπόθεσης Μπατίστι
18/01/2019Τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου στο αεροδρόμιο Τσαμπίνο της Ρώμης, δυο υπουργοί, ο αρχηγός της αστυνομίας και ανώτεροι αξιωματικοί των καραμπινιέρων, συνοδευόμενοι από δεκάδες δημοσιογράφους, υποδέχτηκαν την ειδική πτήση από τη Βραζιλία που μετέφερε πίσω στην πατρίδα του τον Τσέζαρε Μπατίστι. Τον αποδιοπομπαίο τράγο, τον άνθρωπο που κουβαλά στις πλάτες του τα βάρη της τραγικής εικοσαετίας, κατά την οποία έδρασε η ακροαριστερή τρομοκρατία στην Ιταλία.
Μετά την προσγείωση, ο κακοζωισμένος εξηντατετράχρονος οδηγήθηκε αλυσοδεμένος και φρουρούμενος από δεκάδες πάνοπλους αστυνομικούς στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στο Οριστάνο της Σαρδηνίας. Την επομένη ο υπουργός Δικαιοσύνης Αλφόνσο Μποναφέντε, του Κινήματος 5 Αστέρων, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του υπουργείου ένα ανατριχιαστικό τηλεοπτικό σποτ τεσσάρων λεπτών, με όλες τις λεπτομέρειες της μεταφοράς και του εγκλεισμού του Μπατίστι στη φυλακή.
Ο κρατούμενος εκδόθηκε στην Ιταλία με πολιτική απόφαση της κυβέρνησης Μπολσονάρο. Ο νέος πρόεδρος της Βραζιλίας ανέτρεψε έτσι την απόφαση των προκατόχων του, Λούλα και Ρούσεφ, να αρνηθούν την έκδοση, αφού το βραζιλιάνικο δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι το αίτημα της Ιταλίας δεν έχει νομική βάση. Το ίδιο είχε κάνει και το ανάλογο γαλλικό δικαστήριο στη δεκαετία του ’90.
Οι Βραζιλιάνοι και οι Γάλλοι δικαστές δεν είχαν βεβαίως κανένα λόγο να ευνοήσουν έναν Ιταλό καταζητούμενο, πρώην τρομοκράτη που έχει καταδικαστεί ερήμην σε δις ισόβια, ως ένοχος για τέσσερις δολοφονίες. Απλώς, διάβασαν με προσοχή τη δικογραφία που τους είχαν προωθήσει οι Ιταλοί συνάδελφοί τους. Και διαπίστωσαν ότι εναντίον του Μπατίστι ευσταθούσε μόνο μία, πλήρως τεκμηριωμένη, κατηγορία: ήταν μέλος της μικρής τρομοκρατικής ομάδας Ένοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό (PAC).
Πρόκειται για την οργάνωση που ίδρυσαν τα μέλη της Αυτόνομης Συλλογικότητας Μπαρόνα, στα περίχωρα του Μιλάνου, την επομένη της ανταλλαγής πυροβολισμών με την αστυνομία και τον θάνατο ενός αστυνομικού, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Μιλάνο, στις 14 Μαΐου 1977. Η φωτογραφία με τον Τζουζέπε Μεμέο, σημαντικό στέλεχος της Αυτονομίας της Μπαρόνα και μετέπειτα των PAC, να πυροβολεί στη μέση του δρόμου με το πιστόλι στα δυο του χέρια, έκανε τον γύρο του κόσμου και θεωρείται το σύμβολο της πολιτικής βίας στην Ιταλία εκείνης της περιόδου.
Ένταξη στην οργάνωση
Εκείνη τη χρονιά ο Μπατίστι θα ενταχθεί στην οργάνωση, αφού αποδράσει από τη φυλακή του Φροζινόνε. Μέχρι τότε, ήταν ένας νεαρός που ζούσε με ληστείες και κλοπές στα περίχωρα της Ρώμης. Στρατολογήθηκε στη φυλακή από τον Πιέτρο Μούτι, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να μαζεύει οπλισμό και να διοργανώνει ληστείες προκειμένου να στήσει τους PAC.
Οι Ένοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό εξαρθρώθηκαν σχετικώς γρήγορα. Το 1979 πολλά στελέχη της ηγετικής ομάδας έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας. Όσοι διέφυγαν, εντάχθηκαν στην οργάνωση Πρώτη Γραμμή. Συνολικά, κατά τους Ιταλούς δικαστές, οι εμπλεκόμενοι στους PAC ήταν περίπου εξήντα, οι περισσότεροι νεαροί εργάτες, ακολουθούμενοι από σπουδαστές και άνεργους.
Σε αυτά τα δυόμιση χρόνια η οργάνωση PAC διέπραξε πολλές ληστείες («προλεταριακές απαλλοτριώσεις», όπως τις αποκαλούσαν οι ίδιοι), επιθέσεις σε εργοστάσια που παραβίαζαν την εργατική νομοθεσία. Κυρίως, όμως, έστρεψαν την προσοχή τους προς τον κόσμο των φυλακών: τραυμάτισαν τον Τζόρτζο Ροσενίγκο, γιατρό στη φυλακή της πόλης Νοβάρα και έναν δεσμοφύλακα των φυλακών της Βερόνας. Δολοφόνησαν τον Αντόνιο Σαντόρο, αξιωματικό του Σώματος Δεσμοφυλάκων στη φυλακή του Ούντινε. Οι επιθέσεις αυτές δείχνουν ξεκάθαρα τη στρατηγική της ένοπλης ομάδας: να πλήξει τον «κατασταλτικό μηχανισμό» και όσους θεωρούσε συνεργάτες του.
Ο Μπατίστι καταδικάστηκε για όλες τις δολοφονίες που διέπραξαν οι PAC. Εκτός από τον Σαντόρο, θεωρήθηκε ένοχος και για τη δολοφονία του χρυσοχόου Πιερλουΐτζι Τορετζάνι στο Μιλάνο. Οι PAC ήθελαν να τον τιμωρήσουν, διότι τις προηγούμενες ημέρες είχε χρησιμοποιήσει το όπλο (που έφερε νομίμως) για να εμποδίσει μια ληστεία στο εστιατόριο όπου δειπνούσε.
Την ίδια ημέρα και σχεδόν την ίδια ώρα, σε χωριό στην περιοχή της Βενετίας, άλλο κομάντο των PAC δολοφόνησε τον κρεοπώλη Λίνο Σαμπαντίν. Στα μάτια της τρομοκρατικής οργάνωσης ήταν κι αυτός «ένοχος», διότι είχε αποκρούσει με πυροβολισμούς μια συμμορία που προσπάθησε να τον ληστέψει. Σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, σε αυτό τον φόνο ο Μπατίστι «προστάτευε τα νώτα» του κομάντο έξω από το κρεοπωλείο. Πώς κατάφερε να βρίσκεται ταυτοχρόνως σε δύο μέρη με απόσταση σχεδόν τριακοσίων χιλιομέτρων οι δικαστές δεν μπόρεσαν να το εξηγήσουν.
Ο Μπατίστι καταδικάστηκε και για τη δολοφονία ενός αστυνομικού της αντιτρομοκρατικής. Αυτή η δολοφονία, τον Απρίλιο του 1979, ήταν και η τελευταία ενέργεια των PAC, καθώς το πρώτο κύμα συλλήψεων είχε ήδη αρχίσει να εξαρθρώνει την οργάνωση. Σημαντική ήταν η βοήθεια που προσέφερε στις αρχές η απόφαση των πρώτων συλληφθέντων τρομοκρατών να «ανανήψουν» σχεδόν αμέσως και να αποκαλύψουν πολύτιμες πληροφορίες για ευνοϊκή μεταχείριση. Στον κυκεώνα καταθέσεων, αναιρέσεων, βάσιμων και αβάσιμων κατηγοριών που ακολούθησε, πρωτοστάτησε ο ιδρυτής των PAC Πιέτρο Μούτι, ο κύριος μάρτυρας εναντίον του Μπατίστι.
Απαλλάσσει τον εαυτό του ο Μούτι
Ο Μούτι κατέθετε εναντίον των πρώην συντρόφων του, για περίπου μια πενταετία. Σε όλα αυτά τα χρόνια είπε τα πάντα και το αντίθετό τους, φροντίζοντας συστηματικά να απαλλάσσει τον εαυτό του. Κι αυτό γιατί η νομοθεσία για τους «ανανήψαντες» τρομοκράτες προέβλεπε, στην πρώτη εκδοχή της (αργότερα άλλαξε), να μειώνεται η ποινή όσο περισσότερες ήταν οι «αποκαλύψεις». Έδινε έτσι κίνητρο να κατατίθενται αμφισβητούμενα στοιχεία, που ο «ανανήψας» γνώριζε από δεύτερο και τρίτο χέρι, ή ακόμη και εντελώς επινοημένες πληροφορίες.
Το 1993, όταν ορισμένες δίκες που αφορούσαν τους PAC έφθασαν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, οι δικαστές χαρακτήρισαν τον Μούτι «ειδικό στις ταχυδακτυλουργίες, καθώς προκαλεί συστηματικά σύγχυση για τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι συνένοχοί του. Αυτό συμβαίνει όταν εντάσσει τον Μπατίστι στη ληστεία στο σουπερμάρκετ της Λεωφόρου Φούλβιο Τέστι, προκειμένου να σώσει τον κατηγορούμενο Φαλκόνε. Ή όταν, στις δύο ληστείες που πραγματοποιήθηκαν στη Βερόνα, στη μία κατάθεση λέει ότι συμμετείχαν ο Λαβάτσα και o Μπεργκαμίν κι ύστερα τα αλλάζει και λέει ότι τις διέπραξε ο Μάρκο Μάζαλα.
Ο Πιέτρο Μούτι χρησιμοποιεί επίσης το όπλο του ψεύδους για να προστατεύσει τον εαυτό του, όπως όταν αρνείται ότι συμμετείχε στον τραυματισμό του Ροσανίγκο και τη δολοφονία του Σαντόρο, πράξεις για τις οποίες διέθεταν βάσιμα στοιχεία εναντίον του η αντιτρομοκρατική του Μιλάνου και οι καραμπινιέροι του Ούντινε. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι ομολογίες και οι καταθέσεις του δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε αυθόρμητες ούτε γνήσιες».
Εκεί που δεν μπορούσαν να φθάσουν οι καταθέσεις του Μούτι, έπρεπε να φθάσουν τα βασανιστήρια της αστυνομίας, για τα οποία υπήρξαν δεκατρείς μηνυτήριες αναφορές: οκτώ από τους συλληφθέντες και πέντε από τους συγγενείς τους. Στην Ιταλία, όμως, δεν υπάρχει αυτό το ιδιώνυμο έγκλημα, ενώ για να ληφθούν καν υπ’ όψιν τέτοιες κατηγορίες οι μόνοι αποδεκτοί μάρτυρες είναι οι αστυνομικοί.
Συγγραφέας νουάρ ο Μπατίστι
Όταν συνέβαιναν όλα αυτά, ο Μπατίστι είχε ήδη αποδράσει από τη φυλακή το 1981 και είχε καταφύγει πρώτα στο Μεξικό και μετά έναν χρόνο στο Παρίσι. Εκεί ξεκίνησε, με σχετική επιτυχία, μια νέα σταδιοδρομία ως συγγραφέας νουάρ. Η ιταλική Δικαιοσύνη συνέχισε, όμως, απρόσκοπτα το έργο της, εντάσσοντας στη δικογραφία εναντίον του Μπατίστι όλα τα στοιχεία που διέθετε. Ακόμη και τα πιο παράλογα και αντιφατικά, όπως τη συμμετοχή του σε δύο φόνους σε δύο διαφορετικές τοποθεσίες την ίδια ώρα.
Ο Μπατίστι ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν πυροβόλησε κάποιον, αλλά ακολουθώντας τις υποδείξεις της οργάνωσης δεν είχε συνήγορο. Στο δικαστικό χάος που προκάλεσε η έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία δεν υπήρχε κανείς να ασχοληθεί με την υπόθεσή του. Με αυτόν τον τρόπο, στις δίκες που ακολούθησαν, οι υπαίτιοι για τους τέσσερις φόνους των PAC ομολόγησαν ότι εκείνοι πάτησαν τη σκανδάλη, καταδικάστηκαν και αποφυλακίστηκαν μια δεκαετία αργότερα. Κανείς, όμως, δεν φρόντισε ποτέ να ζητήσει να ακυρωθεί η ερήμην καταδίκη του Μπατίστι.
Ακόμη και όσοι είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση PAC στην εισαγγελία του Μιλάνου, όπως ο Αρμάντο Σπαντάρο, θαρραλέος δικαστικός που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις διώξεις εναντίον του Μπερλουσκόνι την περασμένη δεκαετία, δεν βρήκαν το σθένος να αποκαλύψουν τις πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης Μπατίστι. Οι τεκμηριωμένες αρνητικές, προς το αίτημα έκδοσης, αποφάσεις των γαλλικών και βραζιλιάνικων δικαστηρίων αγνοήθηκαν από τα ιταλικά ΜΜΕ.
Ο Μπατίστι γρήγορα μετατράπηκε στον «αμετανόητο τρομοκράτη» που «ποτέ δεν ζήτησε συγχώρεση για τους φόνους που διέπραξε», κάτι σαν προσωποποίηση όλης της βίας που σημάδεψε την Ιταλία στις περασμένες δεκαετίες. Κι όποιος τολμούσε να υπενθυμίσει τα τερατουργήματα της υπόθεσης κατηγορείτο ευθέως ότι ήταν συνένοχος των τρομοκρατών.
Όταν το 2003 η γαλλική κυβέρνηση υπέκυψε τελικώς στις πιέσεις της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι και αποφάσισε να τον εκδώσει, ο πρώην τρομοκράτης κατέφυγε στη Βραζιλία. Μετά την εκλογή του Μπολσονάρο, αναζήτησε νέο καταφύγιο στη γειτονική Βολιβία, αλλά γρήγορα εντοπίστηκε. Όσοι γνώρισαν από κοντά τον Μπατίστι λένε πως δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής. Σκληρός χαρακτήρας, δύσκολος, απότομος, ενίοτε εριστικός. Σε αυτά τα σαράντα χρόνια μορφώθηκε, έμαθε την ιταλική γλώσσα κι έπαψε να μιλά διάλεκτο, ενώ έγραψε περίπου είκοσι βιβλία στα γαλλικά.
Κατά βάθος, όμως, παραμένει το οργισμένο κλεφτρόνι των περιχώρων της Ρώμης, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, αναγκασμένος να πληρώνει για όλη του τη ζωή τη νεανική αυταπάτη της ένοπλης πάλης, κυνηγημένος από τη μια ήπειρο στην άλλη. Τώρα που μπήκε στη φυλακή, η ιταλική Δημοκρατία μπορεί επιτέλους να ανασάνει ανακουφισμένη. Δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο. Η κυβέρνηση φρόντισε να το δουν όλοι στην τηλεόραση.