Το αμερικανικό ναυάγιο στο Αφγανιστάν – Ο ατελέσφορος πόλεμος
16/08/2021Η αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν δεν έγινε μόνο ως απάντηση για την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Έγινε και σε μία εποχή που οι νεοσυντηρητικοί κυβερνούσαν στις ΗΠΑ, οι δε Αμερικανοί, γοητευμένοι από τις δυνατότητες των προηγμένης τεχνολογίας οπλικών συστημάτων τους, είχαν εγκλωβισθεί στο ιδεολόγημα ότι μπορούν να ασκούν τον ηγεμονικό ρόλο τους, επεμβαίνοντας στρατιωτικά σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, χωρίς να να υφίστανται σημαντικές απώλειες.
Κλασικό παράδειγμα τα drones. Είναι αλήθεια ότι οι επιχειρήσεις στοχευμένων πληγμάτων προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στους Ταλιμπάν. Δεν μπόρεσαν, όμως, να εξουδετερώσουν ένα αντάρτικο, που αντλεί δύναμη από άλλους παράγοντες, όπως είναι η υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού, οι δεσμοί αίματος, η στενή σχέση με τη γη, η θρησκευτική πίστη και η ποιοτικά διαφορετική από τον δυτικό άνθρωπο αντίληψη για τη ζωή και τον θάνατο. Όταν, μάλιστα, τα drones έπλητταν αθώους αμάχους, όπως έχει επανειλημμένως συμβεί, τότε το πολιτικό κόστος για τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ ήταν τεράστιο, γεγονός που κατ’ αντιδιαστολή ενίσχυε τους Ταλιμπάν.
Χρειάσθηκε να σκοντάψουν για να αρχίσουν οι Αμερικανοί να ασχολούνται σοβαρά με την πολιτισμική διάσταση του πολέμου. Το γραμμικό σχήμα εξέλιξης και στο κοινωνικό, αλλά και στο στρατιωτικό επίπεδο είναι παραπλανητικό. Οι Ταλιμπάν μπορεί να είναι θρησκόληπτοι, αλλά στο επιχειρησιακό επίπεδο έχουν επιδείξει πραγματισμό και μεγάλη ευελιξία. Δεν δυσκολεύθηκαν να υιοθετήσουν πρακτικές, που προηγούμενα αποκήρυσσαν, όπως π.χ. η άντληση πόρων από το εμπόριο του οπίου. Στο οπλοστάσιό τους ενέταξαν και τις επιθέσεις αυτοκτονίας, έχοντας επίγνωση των επιπτώσεων που έχει στους Δυτικούς στρατιώτες και στη Δυτική κοινή γνώμη το σκέλος του ψυχολογικού πολέμου.
Οι Αμερικανοί διοικητές, που από ένα σημείο και πέρα ανέλαβαν την ευθύνη να οδηγήσουν σ’ ένα νικηφόρο αποτέλεσμα τον ατελέσφορο αυτό πόλεμο, είχαν προειδοποιήσει από πολύ νωρίς την Ουάσιγκτον ότι χωρίς την αποστολή πρόσθετων στρατευμάτων, ο πόλεμος θα χαθεί. Η έκθεση του στρατηγού Στάνλεϊ Μακ Κρίσταλ, που είδε το φως της δημοσιότητας πριν από 10 και πλέον χρόνια, είναι αποκαλυπτική.
Το δίλημμα του Ομπάμα
Το δίλημμα του τότε προέδρου Ομπάμα ήταν απλό, αλλά επώδυνο: ή έπρεπε να δρομολογήσει την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, ή να στείλει πρόσθετες δυνάμεις με την προσδοκία ότι θα καταφέρουν να επιτύχουν στρατηγική νίκη, δηλαδή να εξουδετερώσουν τους Ταλιμπάν. Πριν ακόμα εκλεγεί είχε επιλέξει το δεύτερο. Παρ’ ότι, όμως, οι ενισχύσεις 30.000 στρατιωτών πήγαν, το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν ασήμαντο.
Ως υποψήφιος πρόεδρος, ο Ομπάμα είχε διαχωρίσει την περίπτωση του Αφγανιστάν απ’ αυτή του Ιράκ. Ενώ για το δεύτερο είχε δεσμευθεί ότι θα αποχωρήσουν από εκεί οι αμερικανικές δυνάμεις, για το πρώτο είχε δεσμευθεί ότι θα στείλει πρόσθετες δυνάμεις με σκοπό να επιτύχει στρατιωτική λύση. Η διαφοροποίηση ήταν πολιτική και καθόλου αυθαίρετη. Την επέμβαση στο Αφγανιστάν υποστήριξε σύσσωμη σχεδόν η διεθνής κοινότητα, ενώ συνέβη το αντίθετο με την επέμβαση στο Ιράκ.
Ο Ομπάμα, λοιπόν, όχι μόνο κληρονόμησε, αλλά επεδίωξε να φέρει σε νικηφόρο πέρας τον πόλεμο εναντίον των Ταλιμπάν. Το γεγονός ότι σ’ αυτή την υπόθεση οι ΗΠΑ είχαν ισχυρό ηθικοπολιτικό επιχείρημα τις διευκόλυνε στο επίπεδο της διεθνούς διπλωματίας. Η Ρωσία είχε παραχωρήσει τον εναέριο χώρο της για μεταφορά μη πολεμικών εφοδίων στις αμερικανικές δυνάμεις του Αφγανιστάν και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Ομπάμα στη Μόσχα (Ιούνιος 2009) είχε επιτρέψει τη χρήση του για κάθε είδους μεταφορά.
Το ηθικοπολιτικό πλεονέκτημα, όμως, δεν διευκόλυνε τους Αμερικανούς και στο επίπεδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Παρά τη συντριπτική υπεροχή τους σε πολεμική τεχνολογία και παρά την αποστολή ενισχύσεων, ήταν εξαρχής σαφές ότι οι πιθανότητες στρατηγικής νίκης ήταν αμελητέες. Η κυβέρνηση Ομπάμα έκανε ό,τι και η προκάτοχός της: πίεζε συνεχώς τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ να στείλουν πρόσθετες δυνάμεις για να καταστεί δυνατή η στρατιωτική λύση του προβλήματος. Το αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων ήταν μάλλον πενιχρό. Μετά από χρόνια, οι Ευρωπαίοι ήταν απρόθυμοι να συνεχίσουν σ’ ένα δρόμο, που ήταν εμφανές πως δεν οδηγούσε πουθενά.
Μία πρόβλεψη πριν 11 χρόνια
Πριν 10 και πλέον χρόνια, ο τότε αρχηγός του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου στρατηγός Τζορτζ Κέϊσι είχε δημοσιοποιήσει την πρόβλεψη των επιτελών του ότι η αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στο Αφγανιστάν θα ήταν αναγκαία και την επόμενη δεκαετία, όπως και συνέβη. Από τότε, όμως, ετίθετο ένα κρίσιμο ερώτημα: Για πόσο οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να συνεχίζουν έναν πόλεμο που κόστιζε πανάκριβα και σε ζωές και σε πόρους;
Οι Ταλιμπάν μπορεί να είχαν πολύ περισσότερες απώλειες, αλλά είχαν και μεγάλες ανθρώπινες εφεδρείες, χωρίς μάλιστα απαιτήσεις. Λόγω και του τρόπου ζωής στο Αφγανιστάν, ουσιαστικά μπορούσαν να συνεχίζουν επ’ αόριστο το αντάρτικο, γεγονός που τους πρόσφερε στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Δύσης. Χρήματα διέθεταν όχι μόνο από το λαθρεμπόριο του οπίου, αλλά και από άδηλες ισλαμικές πηγές. Δεν τους έλειψαν ούτε τα όπλα. Έχει αποδειχθεί ότι πολλά από τα όπλα που δόθηκαν από τους Αμερικανούς στον αφγανικό στρατό διοχετεύθηκαν στους Ταλιμπάν.
Η κυβέρνηση Ομπάμα έστειλε ενισχύσεις, αλλά είχε προσπαθήσει να απαγκιστρωθεί από το Αφγανιστάν. Είχε, μάλιστα, θέσει ως στόχο η απόσυρση των ΝΑΤΟΪκών δυνάμεων να αρχίσει από τον Ιούλιο 2011, όταν υποτίθεται ότι το φιλοαμερικανικό καθεστώς της Καμπούλ θα ήταν πια σε θέση να τα βγάλει πέρα με τις δικές του δυνάμεις. Αυτό, όμως, ήταν περισσότερο ευχή παρά ρεαλιστική εκτίμηση.
Όπως είχα γράψει πριν 11 χρόνια στο βιβλίο μου “Σταυροφόροι χωρίς σταυρό” (κυκλοφόρησε το 2010) «Οι Αμερικανοί δεν κινδυνεύουν να πάθουν ό,τι έπαθαν στο Βιετνάμ. Δεν πρόκειται, δηλαδή, οι Ταλιμπάν να τους υποχρεώσουν σε εσπευσμένη και υπό στρατιωτική πίεση αποχώρηση. Κινδυνεύουν, όμως, να βαλτώσουν για τα καλά και να υποχρεωθούν μετά από χρόνια πολέμου σε μία αποχώρηση, που θα άφηνε το Αφγανιστάν στα χέρια των Ταλιμπάν. Μία τέτοια εξέλιξη δεν θα συνιστούσε απλώς μία ήττα. Θα κατακρεουργούσε το κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών και θα αποτελούσε μία στρατηγική νίκη όχι μόνο για τους Ταλιμπάν, αλλά γενικότερα για τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και ειδικότερα για την ισλαμική τρομοκρατία».
Το γεωπολιτικό διακύβευμα
Έχοντας χρονοδιάγραμμα από τον πρόεδρο Ομπάμα, ο στρατηγός Στάνλεϊ Μακ Κρίσταλ βιαζόταν να αποκτήσει τον έλεγχο. Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να συντρίψει ολοκληρωτικά τους Ταλιμπάν, στόχος του ήταν να τους πλήξει και να τους διασπάσει, προσελκύοντας παραλλήλως στη λογική πολιτικής διεξόδου τους πιο μετριοπαθείς, καθώς και φυλές.
Ο πυρήνας της στρατηγικής του Αμερικανού διοικητή ήταν η επανάληψη αυτού που είχε γίνει στο Ιράκ. Με άλλα λόγια, συνέχισε τις αρχικές προσπάθειες να δημιουργήσει μία νομιμοποιημένη κρατική δομή, η οποία να είναι σε θέση να προσφέρει στον πληθυσμό τις βασικές υπηρεσίες, ώστε να τον εντάξει στη λογική και τη λειτουργία της. Το φιλοαμερικανικό καθεστώς στην Καμπούλ, όμως, ήταν πολύ διεφθαρμένο και πολύ αυταρχικό για να ανταποκριθεί σε μία τόσο φιλόδοξη αποστολή.
Οι Ταλιμπάν απάντησαν στη αμερικανική στρατηγική, εντείνοντας τον ανταρτοπόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν ο πόλεμος να πάψει να είναι κυκλικός (περιοδικός) και οι εκατέρωθεν απώλειες να αυξηθούν πολύ. Από το φθινόπωρο του 2009 οι συγκρούσεις είχαν πολλαπλασιαστεί. Κάθε εβδομάδα πραγματοποιούντο περίπου 500 επιθέσεις.
Έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, το πολιτικό διακύβευμα του πολέμου στο Αφγανιστάν απέκτησε ευρύτερη σημασία από αυτόν καθ’ αυτόν τον γεωπολιτικό έλεγχο της χώρας. Μ’ αυτή την έννοια, από νωρίς φάνηκε ότι η Ουάσιγκτον στην πραγματικότητα εγκλωβίστηκε. Από τη μία πλευρά δεν μπορούσε να αφήσει το Αφγανιστάν στα χέρια των Ταλιμπάν. Από την άλλη, όμως, δεν μπορούσε για πολύ να συνεχίσει έναν πόλεμο, ο οποίος παρά τους σχεδιασμούς αποδεικνυόταν ατελέσφορος. Η ισορροπία αυτή κράτησε για μία ακόμα δεκαετία κι όταν πλέον η Δύση ηττήθηκε από τον χρόνο, φθάσαμε στο σήμερα.