Το Brexit είναι γεγονός, αλλά οι Bremainers δεν το βάζουν κάτω
23/02/2020Το ποτάμι του Brexit δεν γυρίζει πίσω. Οι εκβολές του, όμως, δεν έχουν οριστικοποιηθεί και το “ευρώφιλο” μπλοκ στο Ηνωμένο Βασίλειο προσαρμόζει το μήνυμά του αναλόγως. Το τελευταίο διάστημα, παρατηρούμε μια μετατόπιση της επικοινωνιακής τακτικής που παλαιότερα υποστήριζε το Bremain προς την άποψη ότι η διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες είναι μονόδρομος και ότι η μεταβατική περίοδος θα πρέπει να οδηγήσει σε κάποιο είδος συμφωνίας.
Το no-deal δεν είναι επιλογή, υποστηρίζει η ΕΕ και όσοι πρόσκεινται στις θέσεις της, γιατί αν η μετάβαση λήξει με επαναφορά στους κανόνες του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου, αυτό θα είναι καταστροφή για τη βρετανική οικονομία. Όπως, κάποτε, κατονομαζόταν ως καταστροφή η ετυμηγορία του δημοψηφίσματος του 2016.
Μετά την 31η Ιανουαρίου, πληθαίνουν τα δημοσιεύματα σχετικά με την επιβράδυνση της βρετανικής οικονομίας. Το 0,5% ανάπτυξη του γ’ τριμήνου εκμηδενίστηκε το δ’ τρίμηνο και αυτό αποδίδεται, από μεγάλα Μέσα, όπως ο Guardian και το Bloomberg (α) στις πρόωρες εκλογές του Δεκεμβρίου, και (β) την αβεβαιότητα που επικρατεί σχετικά με το είδος της σχέσης που αναμένεται –ή δεν αναμένεται– να έχει τελικά η Βρετανία με την Ένωση.
Η εξήγηση ωστόσο που δίνει η Τράπεζα της Αγγλίας είναι λίγο διαφορετική.
Η επιβράδυνση της οικονομίας είναι «συγκρίσιμη με τα προηγούμενα χρόνια», αναφέρει στην έκθεσή της (Monetary Policy Report 1/2020), σημειώνοντας ότι οφείλεται εν πολλοίς «στη σημαντική αποδυνάμωση της οικονομικής μεγέθυνσης διεθνώς». Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η ηπειρωτική Ευρώπη δεν κινείται σε ρυθμούς πάνω από 1-1,5 ποσοστιαίες μονάδες, και ταυτόχρονα εμφανίζεται αμήχανη μπροστά στο δυναμισμό της Κίνας και της Ινδίας, καθώς και στον αμερικανικό προστατευτισμό.
Έτσι, και παρά τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Αγγλίας ότι η “αβεβαιότητα” φθίνει από μήνα σε μήνα, η επικαιρότητα συνεχίζει να χρωματίζεται από καταστροφολογικές προειδοποιήσεις. Παρατηρεί κανείς παρεμβάσεις και δημοσιεύματα που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους το καλοκαίρι του 2019, όταν πια ήταν φανερή η κατάρρευση της κυβέρνησης της Τερέζα Μέι. Τότε, ο όρος καταστροφολογία έμοιαζε να παίρνει νέο νόημα όταν διοχετεύθηκε στον Τύπο κυβερνητικό έγγραφο με τίτλο «Επιχείρηση Yellowhammer», το οποίο είχε συνταχθεί πολύ παλαιότερα και περιέγραφε το χειρότερο σενάριο ενός Brexit.
Μεταξύ άλλων, το Λονδίνο θα στέρευε από καύσιμα και η Αγγλία θα αντιμετώπιζε ελλείψεις σε νωπά τρόφιμα και φάρμακα, λόγω των… καθυστερήσεων των μεταφορών στο Κανάλι της Μάγχης(!). Το ζοφερό αυτό σενάριο δεν μπορούσε βεβαίως να συντηρηθεί σοβαρά, αλλά το μήνυμα μετατοπίστηκε από το πρόβλημα του Brexit στο πρόβλημα του no-deal Brexit.
«Σωστό βήμα, λάθος δρόμος»
Από το φθινόπωρο μέχρι σήμερα, το no-deal παραμένει ταμπού, εντός και εκτός ΗΒ. Λίγο μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Τζόνσον, το επιχειρηματικό λόμπι της ΕΕ, το BusinessEurope, χρησιμοποίησε τη λέξη “καταστροφή”, για να περιγράψει το σενάριο του Brexit χωρίς συμφωνία. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, η Κομισιόν πρότεινε αύξηση του κονδυλίου του Ταμείου Αλληλεγγύης κατά 50 εκατ. ευρώ (πενιχρό ποσό για το μέγεθος της υποτιθέμενης καταστροφής) για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες ενός “άτακτου” Brexit. Στο βρετανικό Τύπο έγινε πρωτοσέλιδο η απόφαση της Επιτροπής Εξόδου να προχωρήσει σε προετοιμασίες για “άτακτο Δεκέμβριο”.
Και στη Γερμανία, ο βιομηχανικός σύνδεσμος (BDI) ζήτησε νομοθετικά μέτρα για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος μη συμφωνίας, με τον επικεφαλής του, Γιόακιμ Λανγκ, να χαρακτηρίζει την έξοδο «σωστό βήμα στο λάθος δρόμο». Γιατί τέτοιος πανικός, μετά από τρία χρόνια; Άλλωστε, η προετοιμασία για παν σενάριο είναι υποχρέωση κάθε σοβαρής κυβέρνησης, όπως συμβαίνει στα στρατιωτικά επιτελεία.
Μια ερμηνεία θέλει τους Ευρωπαίους (Γερμανούς), να επιδιώκουν την κάμψη του Μπόρις Τζόνσον και την υπαναχώρησή του στο θέμα της μη επέκτασης της μεταβατικής περιόδου. Αυτό θυμίζει υπερβολικά τις αντιπολιτευτικές διατυπώσεις, ιδίως στους κόλπους του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος, που ψελλίζουν για νέο αντάρτικο από Συντηρητικούς βουλευτές, στην περίπτωση που φανεί ότι ο Τζόνσον οδηγεί τη Βρετανία σε έξοδο χωρίς συμφωνία. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε επανάληψη του φιάσκο της Μέι και θα σήμαινε και παράταση της αβεβαιότητας, την οποία –υποτίθεται– οι “ευρώφιλοι” απεύχονται.
Διαζύγιο με τη λογική
Μια ψύχραιμη ματιά αναδεικνύει ότι η σύγκρουση Λονδίνου-Βρυξελλών/Βερολίνου είναι πολύ περισσότερο πολιτική παρά τεχνική ή και οικονομική. Η ψύχραιμη τοποθέτηση του Άντονι Μπράουν, πρώην διευθύνοντα συμβούλου της Ομοσπονδίας Τραπεζιτών (BBA) του ΗΒ, έβαζε, πριν λίγο καιρό, τα πράγματα στη θέση τους, με άρθρο του στο The Spectator. «Τρία χρόνια μετά [το δημοψήφισμα], οι διεθνείς τράπεζες έχουν τα εργαλεία, το δυναμικό και το κεφαλαίο που χρειάζεται για να κάνουν μπίζνες είτε το Brexit γίνει με συμφωνία είτε χωρίς».
Έχει γίνει ήδη προετοιμασία για την εξασφάλιση της «μεταφοράς εμπορευμάτων, την αεροπλοΐα και τον άνευ βίζας τουρισμό». Ως προς τα τρόφιμα, «η Κομισιόν έχει πει άτυπα στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι, σε περίπτωση μη συμφωνίας, θα δώσει αναγνώριση» προμηθεύτριας τρίτης χώρας. Σε ό,τι αφορά τους δασμούς, περίπου 4% κατά μέσο όρο, «είναι μικρότεροι από την υποτίμηση της στερλίνας, άρα οι εξαγωγείς είναι πιο ανταγωνιστικοί από ό,τι πριν το δημοψήφισμα».
Να συμπληρώσουμε εδώ, ότι ακόμα και το λεγόμενο «κόστος του διαζυγίου», που εκτιμάται στα 33 δισ. ευρώ για τη Βρετανία, θα αποπληρωθεί τμηματικά ως το 2064 (House of Commons Library, Briefing Paper 8039/14-2-2020). Το ετήσιο ποσό είναι σαφώς μικρότερο από την καθαρή συνδρομή της στον προϋπολογισμό της ΕΕ, η οποία, από το 2013, κυμαίνεται σε περίπου 9-10 δισ. λίρες το χρόνο (House of Commons Library, Briefing Paper 7886/4-11-2019).
Σε ό,τι αφορά τις εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες, στις οποίες παύει να έχει πρόσβαση το Ηνωμένο Βασίλειο, το βρετανικό κράτος έχει συνάψει ήδη διμερείς συμφωνίες με χώρες όπως η Νορβηγία και η Ελβετία, και επεξεργάζεται σχέδια για τις διμερείς σχέσεις με χώρες όπως ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Κίνα.
Οι ανησυχίες των τραπεζιτών
Το πάθος με το οποίο μεγάλες επιχειρήσεις και ιδίως το City, το χρηματοπιστωτικό κράτος εν κράτει του Λονδίνου, υποστήριξαν το Bremain δεν ξεχνιέται εύκολα. Ήταν αδρός χρηματοδότης των άτυπων εκστρατειών υπέρ του Bremain και η πρώτη εστία συζήτησης για τη διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος. Διόλου τυχαία. Το City απειλείται πράγματι από μια έξοδο χωρίς συμφωνία, και ιδίως οι διαχειριστές κεφαλαίων μιας αγοράς 9 τρισεκατομμυρίων λιρών. Στάθηκε “άτυχο”, παρά τις προσπάθειες της Τερέζα Μέι να εξασφαλίσει μια ευνοϊκή μεταχείριση για το City από τους Ευρωπαίους.
Τότε, όμως, αυτές προσέκρουσαν σε μια ΕΕ που ακόμη ήθελε να δώσει ένα παραδειγματικό μάθημα στη Βρετανία, αδειάζοντας τη Μέι και πιστεύοντας ότι Φρανκφούρτη και Παρίσι θα μπορούσαν να αποσπάσουν από το City σημαντικό μερίδιο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Ωστόσο, δεν συνέβη αυτή η απορρόφηση, καθώς σταδιακά γινόταν φανερό ότι είναι προτιμότερο να βρεθεί μια λύση ώστε το City να διατηρήσει την πρόσβασή του στην ΕΕ, μέσω της μεταφοράς δραστηριοτήτων των βρετανικών τραπεζών και επιχειρήσεων του κλάδου σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ήδη, άλλωστε, πολλές έχουν μετακομίσει ή ανοίξει θυγατρικές στο Δουβλίνο. Πάντως, ο Μπόρις Τζόνσον έχει δεσμευθεί ότι το City δεν πρόκειται να χάσει την πρωτοκαθεδρία του, κάτι που μένει να φανεί και από την όποια συμφωνία διαπραγματευτεί.
Το Brexit δεν έχει κριθεί
Ανεξάρτητα από το τι πρεσβεύει ο Τζόνσον ως πρόσωπο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εντολή που ανέλαβε να φέρει εις πέρας ήταν το Brexit. Η εκλογική του νίκη το Δεκέμβριο δεν αποδόμησε μόνο τα επιχειρήματα υπέρ της επανάληψης του δημοψηφίσματος, αλλά κατέδειξε την αδυναμία των Εργατικών να κατανοήσουν τις επιπτώσεις που θα είχε ο χειρισμός που ακολούθησαν στο Brexit.
Θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι δυνατόν το Εργατικό Κόμμα να μην είναι πιο κοντά στη βρετανική λαϊκή τάξη από οποιαδήποτε άλλη δύναμη. Εξ ου και το περιεχόμενο της προεκλογικής του καμπάνιας, που εστίασε σε μηνύματα φιλολαϊκής πολιτικής, όπως περί δωρεάν κοινωνικής πρόνοιας και παιδείας. Όμως στη συνείδηση πολλών Βρετανών, τα ζητήματα αυτά δεν είναι άσχετα από τη συμμετοχή στην ΕΕ.
Το Brexit δεν μπορεί να εξαντλείται στη λαϊκίστικη αντίδραση μιας απαίδευτης μερίδας εθνικιστών και ρατσιστών που γοητεύτηκαν από τη σκέψη να εκδιωχθούν οι ανατολικοευρωπαίοι μετανάστες. Προφανώς, όταν οι καμπάνιες ήταν εν βρασμώ, η μεταναστευτική “ζούγκλα του Καλαί” εξερέθιζε πολλούς Βρετανούς των φτωχών στρωμάτων, όμως η ψήφος τροφοδοτήθηκε και από άλλα στοιχεία, όπως η αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος, η σκληρή στάση της ΕΕ και της Γερμανίας, η εμμονή της ευρώφιλης ελίτ.
Πρόκειται για ζητήματα που δεν αφορούν αποκλειστικά στη βάση των Συντηρητικών. Αυτός είναι και ο λόγος που το Brexit είναι μια δημοκρατική νίκη των Βρετανών πολιτών, οι οποίοι όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα δρέψουν τους καρπούς της. Αφενός το Brexit δεν έχει κριθεί, καθώς δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η τελική συμφωνία, αφετέρου, όποια κι αν είναι η συμφωνία, αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως καλύτερο μέλλον για την πλειονότητα. Αν το Εργατικό Κόμμα οπισθοδρομήσει στα ιδεολογικά μονοπάτια του Τόνι Μπλερ και ξεθωριάσει ο Κόρμπιν ως παρένθεση, οι Βρετανοί θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα νεοθατσερικό σύστημα εξουσίας στο πρόσωπο τόσο της κυβέρνησης Τζόνσον όσο και της αντιπολίτευσης.
Είναι απολύτως αναμενόμενο οι Ευρωπαίοι να συνεχίσουν τις προειδοποιήσεις, καθώς οποιοδήποτε σενάριο στο οποίο η Βρετανία δεν καταστρέφεται μετά το Brexit αποδομεί το αφήγημά τους και ανοίγει την κερκόπορτα για περαιτέρω διάβρωση της Ένωσης. Όμως, αν οι Βρετανοί δεν συνεχίσουν να διεκδικούν, στο εσωτερικό, σοβαρή αλλαγή πολιτικής, η κυριαρχία που θέλησαν να πάρουν πίσω από τις Βρυξέλλες θα μείνει χωρίς αντίκρυσμα.