Το come back της αμερικανικής Ακροδεξιάς – Το διπλό παιχνίδι του Τραμπ
19/04/2019Το καλοκαίρι του 2017, οι δημοτικές αρχές του Σάρλοτσβιλ είχαν χαρακτηρίσει “πρωτοφανή επίδειξη μίσους” τη συγκέντρωση που είχε οργανώσει η κίνηση “Ενώστε τη Δεξιά”, στη μικρή πόλη της Βιρτζίνια. Η απόφαση της δημοτικής αρχής να απομακρύνει το άγαλμα του Στρατηγού των Νοτίων Λι, είχε προκαλέσει την οργή της αμερικανικής Ακροδεξιάς.
Η συγκέντρωση είχε πραγματοποιηθεί σε ιδιαίτερα τεταμένο κλίμα. Είχε αιματηρή κατάληξη όταν ένας νεαρός εξτρεμιστής οδήγησε με ταχύτητα το αυτοκίνητο του πάνω σε πλήθος ακτιβιστών που είχαν οργανώσει αντιφασιστική διαδήλωση. Μία γυναίκα σκοτώθηκε και δεκάδες άνθρωποι τραυματίστηκαν.
Πριν την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους η εξτρεμιστική Ακροδεξιά ήταν υπεύθυνη για τις πιο αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ. Το 1979 στην Βόρεια Καρολίνα ένοπλοι οπαδοί της Κου Κλουξ Κλαν είχαν ανοίξει πυρ κατά αντιρατσιστικής διαδήλωσης, σκοτώνοντας πέντε ανθρώπους. Τον Απρίλη του 1995 ένας ακροδεξιός, πρώην πεζοναύτης, ο Τίμοθι Μακ Βέι είχε τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό μεγάλης ισχύος σε κυβερνητικό κτίριο στην Οκλαχόμα. Από την έκρηξη 68 άνθρωποι είχαν βρει τραγικό θάνατο.
Για πρώτη φορά στην νεότερη αμερικάνικη ιστορία οι οπαδοί της Κου Κλουξ Κλαν, οι συμμορίες των νεοναζί και οι θιασώτες της “Λευκής Υπεροχής”, αισθάνονται ότι δεν είναι πλέον στο περιθώριο. Θεωρούν ότι έχουν έναν πολύτιμο σύμμαχο, τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο. Ο Ντόναλντ Τραμπ, εμφανώς αμήχανος στις πρώτες του δηλώσεις, είχε μιλήσει “για επίδειξη βίας και μίσους από πολλές πλευρές” αναφερόμενος σε ορισμένες βίαιες ενέργειες των αντιφασιστών διαδηλωτών. Είχε αποφύγει να καταδικάσει ευθέως τους οπαδούς της ρατσιστικής Δεξιάς, γνωρίζοντας πως πολλοί από αυτούς είναι φανατικοί υποστηρικτές του.
Η περίπτωση Στίβεν Μπάνον
Είναι κοινό μυστικό πως ο πανίσχυρος προεδρικός σύμβουλος της πρώτης περιόδου Στίβεν Μπάνον είχε διασυνδέσεις με κύκλους της αμερικανικής Ακροδεξιάς. Ήταν διαχειριστής της ιστοσελίδας Breitbart News που φιλοξενεί θεωρίες συνωμοσίας και fake news. Για την ιστορία, ο διαδικτυακός αυτός ιστότοπος, με μία σειρά δημοσιεύσεων, είχε στοχοποιήσει τον προσωπάρχη του Λευκού Οίκου Ρινς Πρίνμπους, αποκαλώντας τον άχρηστο. Όπως είναι γνωστό ο Πρίνμπους εκδιώχτηκε κακήν κακώς από τον Τραμπ. Πολλά αμερικανικά ΜΜΕ θεωρούσαν ότι ήταν ο Μπάνον που κινούσε τα νήματα στον Λευκό Οίκο.
Η τακτική ίσων αποστάσεων του Προέδρου Τραμπ είχε προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις ακόμα και στελεχών του Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος. Σε διαφορετικό μήκος κύματος από τον Πρόεδρο είχε κινηθεί η κόρη του Ιβάνκα, ο αντιπρόεδρος Πενς, ακόμα και ο Υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς, που είχε καταδικάσει το “μίσος και την μισαλλοδοξία της Ακροδεξιάς“.
Η στάση του Σέσιονς έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς είχε κατηγορηθεί για ρατσισμό από ανθρωπιστικές οργανώσεις, κατά την θητεία του ως Γερουσιαστής της Αλαμπάμα, λόγω των σκληρών θέσεων του για τη μετανάστευση. Απερίφραστη ήταν η καταδίκη της Ακροδεξιάς ακόμα και από την Βρετανία και το Ισραήλ, τους πιο πιστούς σύμμαχους του Αμερικανού Προέδρου.
Ο επικοινωνιακός Ντιουκ
Ένας από τους διοργανωτές εκείνης της συγκέντρωσης, ο πιο επιφανής ρατσιστής ακτιβιστής των ΗΠΑ, ο Ντέϊβιντ Ντιουκ, είχε επαινέσει δημοσίως τη στάση του Τραμπ. Ο Ντιουκ είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση. Η πολιτική του διαδρομή δεν θυμίζει τους υπόλοιπους περιθωριακούς ακροδεξιούς εξτρεμιστές των ΗΠΑ, όπως ο αρχηγός του “Αμερικάνικου Ναζιστικού Κόμματος” Τζορτζ Λίνκον Ρόκγουελ, ένας αλλοπρόσαλλος θιασώτης των θαλάμων αερίων και της σβάστικας.
Ο Ντιουκ, με συνεντεύξεις του στα ΜΜΕ, απολογείτο για τα “παραπτώματα του παρελθόντος” και καταδίκαζε τη βία. Διεύρυνε την απήχησή του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταφέρει να αποκτήσει ερείσματα ακόμα και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος της ρατσιστικής οργάνωσης Κου Κλουξ Κλαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, την οποία προσπάθησε να μετατρέψει σε πολιτικό κόμμα.
Κατά τον Ντιουκ, οι μυστικιστικές τελετές με τις άσπρες κουκούλες και τους πύρινους σταυρούς έπρεπε να σταματήσουν γιατί “τρόμαζαν τον κόσμο“. Η Κου Κλουξ Κλαν έπρεπε να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα της, να καταδικάσει τη βία των προηγούμενων ετών και να εμφανίσει ένα μετριοπαθέστερο προφίλ. Βέβαια, η “μετριοπαθής” στροφή είχε κάποια όρια. Ο Ντιουκ ήταν και παραμένει φανατικός αντισημίτης και αρνητής του Ολοκαυτώματος.
Ο σκληρός Νότος
Στη δεκαετία του 1960 οι Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ ήταν σε αναβρασμό. Ο Πρόεδρος Τζόνσον είχε καταργήσει τα ρατσιστικά μέτρα φυλετικού διαχωρισμού, το τελευταίο κατάλοιπο του Αμερικάνικου Εμφυλίου, εν μέσω βίαιων αντιδράσεων. Όπως είχε πει ο τότε Πρόεδρος, μετά από αυτήν την ιστορική απόφαση, “οι Δημοκρατικοί θα χάσουν το Νότο για μία ολόκληρη γενιά“.
Ο Τζόνσον ήταν από το Τέξας και γνώριζε πολύ καλά ότι τα ρατσιστικά στερεότυπα ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στο Νότο. Εκατομμύρια ψηφοφόροι εγκατέλειψαν εκείνη την περίοδο το Δημοκρατικό Κόμμα και ψήφιζαν μαζικά τον ανεξάρτητο, ρατσιστή, προεδρικό υποψήφιο Τζορτζ Ουάλας. Ήταν πρώην γερουσιαστής των Δημοκρατικών στην Αλαμπάμα και είχε αποχωρήσει από το κόμμα, διαφωνώντας με την κατάργηση των μέτρων φυλετικών διαχωρισμού.
Ο Ουάλας ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός και λαοφιλής πολιτικός. Όταν έμεινε παράλυτος το 1972 μετά από απόπειρα δολοφονίας του, αποστασιοποιήθηκε οριστικά από τον ρατσισμό. Το κενό που άφησε ο Ουάλας αποπειράθηκε να το καλύψει ο Ντιουκ. Εγκατέλειψε τότε την Κου Κλουξ Κλαν και σχημάτισε στις αρχές του ’70 μία δική του οργάνωση, την οποία εμφάνισε ως “κίνηση υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λευκών“. Χειρίζονταν επιδέξια τα συνθήματα, που είχαν παραδοσιακά συνδεθεί με το αντιρατσιστικό κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων της δεκαετίας του ’60.
Ένα από αυτά ήταν το “οι ζωές των λευκών έχουν αξία“. Το φώναζαν με πάθος οι ακροδεξιοί στο Σαρλτοσβιλ. Κατά τον Ντιουκ, οι λευκοί είχαν γίνει πλέον πολίτες δεύτερης κατηγορίας στις ΗΠΑ, καθώς το κράτος Πρόνοιας ευνοούσε τους μαύρους και τις μειονότητες. Κατηγορούσε το κυρίαρχο πολιτικό κατεστημένο, ότι είχε εγκαταλείψει “τον σκληρά εργαζόμενο Αμερικάνο“.
Το διπλό παιχνίδι του Τραμπ
Το φαινόμενο Ντιουκ τράβηξε την προσοχή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Στελέχη του αποφάσισαν να τον αξιοποιήσουν για να διευρύνουν την απήχηση του κόμματος στους λευκούς ψηφοφόρους των Νοτίων Πολιτειών. Όπως έλεγαν, “δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τον Ντιουκ, όπως είχαμε κάνει παλαιότερα με τον Ουάλας“. Ο Ντιουκ έθεσε τελικώς υποψηφιότητα για κυβερνήτης της Λουιζιάνα το 1991, με τη στήριξη των Ρεπουμπλικάνων. Απέτυχε να εκλεγεί. Εξασφάλισε, όμως, ένα αξιοπρεπές ποσοστό, κερδίζοντας το 55% των λευκών ψηφοφόρων. Όπως δήλωσε, “οι ψηφοφόροι απέρριψαν εμένα, όχι το μήνυμα μου“.
Το μήνυμα του Ντιουκ ήταν ο περιορισμός της μετανάστευσης, η σκληρή αντιμετώπιση του εγκλήματος, ο οικονομικός προστατευτισμός και η μεταρρύθμιση του κράτους Πρόνοιας. Στην πορεία ο Ντιουκ επέστρεψε στο ακροδεξιό περιθώριο, εγκαταλείποντας το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, χωρίς ποτέ να αποκτήσει ξανά τη δυναμική των προηγούμενων ετών.
Το όνομα του ξαναήρθε στην επικαιρότητα, όταν υποστήριξε δημοσίως την προεδρική υποψηφιότητα του Τραμπ. Συζητήθηκε ευρέως στις ΗΠΑ η στήριξη του πρώην “Δράκοντα” της Κου Κλουξ Κλαν προς τον Αμερικανό μεγιστάνα. Ο Τραμπ δεν έχει σκοπό να συγκρουστεί με την Ακροδεξιά. Ήταν αποκαλυπτικός στην συνέντευξη Τύπου που είχε δώσει για τα γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ.
Παρά τις αντιδράσεις του κόμματος του, συνέχισε να κατηγορεί και την πλευρά των αντιφασιστών ακτιβιστών για τη βία που είχε προηγηθεί. Καταδίκασε την απομάκρυνση των “όμορφων αγαλμάτων” του Στρατηγού Λι, φτάνοντας στο σημείο να παρομοιάσει έναν υπέρμαχο της δουλείας με τον ιδρυτή της Αμερικάνικης Δημοκρατίας Τζορτζ Ουάσινγκτον. Ο Τραμπ συνεχίζει “να κλείνει το μάτι” στην αμερικάνικη Ακροδεξιά, αλλά για να κατευνάσει τα πνεύματα στο εσωτερικό του κόμματός του έπρεπε να βρει ένα εξιλαστήριο θύμα. Το βρήκε στο πρόσωπο του Μπάνον, η παραίτηση του οποίου είχε ανακοινωθεί εκείνες τις ημέρες.