Το διπλωματικό παίγνιο πίσω από τους S-400 και τα F-35
29/03/2019Το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400, το οποίο σχεδιάζει να προμηθευτεί και να αναπτύξει η Τουρκία στα αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, φαίνεται πως είναι ένα πολύ αποτελεσματικό –ως προς τους στόχους που εξυπηρετεί- στρατιωτικό σύστημα. Το αμερικανικό μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενεάς F-35, το οποίο παραλαμβάνει επίσης η Τουρκία, υπόσχεται ότι θα είναι ένα εξαιρετικά προηγμένο στην κατηγορία του οπλικό σύστημα.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών οπλικών συστημάτων, μετά από κάποιο αναγκαίο για την επιχειρησιακή τους ένταξη χρονικό διάστημα θα δώσει πρόσθετες στρατιωτικές δυνατότητες στην γειτονική χώρα. Σε μια εποχή έντασης στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, είναι πολύ φυσικό οι εξοπλισμοί της Τουρκίας με όπλα προχωρημένων δυνατοτήτων να απασχολούν και να ανησυχούν ιδιαίτερα τη χώρα μας, και όχι μόνο αυτή.
Το χαρακτηριστικό των εξοπλιστικών προγραμμάτων της Τουρκίας είναι οι φιλοδοξίες που τα συνοδεύουν. Η χώρα επιθυμεί να αποκτήσει το πλέον προηγμένο σύστημα του δυτικού στρατοπέδου και ταυτόχρονα το πλέον προηγμένο σύστημα της Ρωσίας. Και τα δύο οπλικά συστήματα σχετίζονται με την εναέρια κυριαρχία, με ένα πεδίο όπου η τεχνολογική ανωτερότητα δίνει προφανές πλεονέκτημα στις μεγάλες δυνάμεις σε σχέση με τις μικρές. Σε αυτό ακριβώς το πεδίο επιθυμεί η Τουρκία να αυξήσει τις δυνατότητές της.
Εδώ και καιρό η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη. Εννοούμε δηλαδή μια δύναμη που μπορεί να διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην περιοχή της χωρίς όμως να μπορεί να ξεφύγει από αυτή: να αναδειχθεί σε οικουμενική δύναμη – το τελευταίο μόνο λίγες μεγάλες δυνάμεις το μπορούν. Η αναρρίχησή της σε αυτή τη θέση συνδέεται άμεσα με τις νέες ανάγκες που δημιουργεί η οικονομική της ανάπτυξη.
Μπροστά στην όποια επιβράδυνση της τελευταίας, η ανάγκη εξόδου προς αγορές, φυσικούς και ανθρώπινους πόρους έξω από τα σύνορα της χώρας γίνεται αναγκαστική επιλογή. Και επειδή στην ίδια περιοχή δραστηριοποιούνται άλλες μικρές ή μεγάλες δυνάμεις η απόκτηση πολιτικών εργαλείων, όπου συμπεριλαμβάνονται και οι στρατιωτικές δυνατότητες, γίνεται σχεδόν υπαρξιακή ανάγκη.
Ανυπάκουη, ενίοτε αυθάδης
Καθώς μια περιφερειακή δύναμη οφείλει να προωθήσει τα συμφέροντα της άρχουσας σε αυτήν τάξης, του εγχώριου καπιταλισμού, εάν προτιμάτε, με τρόπο αυτόνομο, επιθυμεί, διεκδικεί να έχει έναν ανεξάρτητο, μέσα στα πλέγματα ισχύος λόγο. Οι πολιτικοί της στόχοι δηλαδή δεν πρέπει να εξαρτώνται από τους αντίστοιχους μιας μεγάλης δύναμης ή ενός συμμαχικού πλέγματος. Ως εκ τούτου, εμφανίζεται πάντοτε «άπιστη» ως προς τις συμμαχικές της υποχρεώσεις και ανυπάκουη, ενίοτε αυθάδης, ως προς την μεγάλη δύναμη κάτω από τη σκιά της οποίας ως ένα βαθμό λειτουργούσε σε προηγούμενες φάσης της ιστορικής της πορείας.
Μία περιφερειακή δύναμη δεν διαθέτει το μέγεθος, το πολιτικό βάρος και τις λοιπές δυνατότητες για να μπορέσει να επιβάλει τα σχέδιά της στην ευρύτερη ζώνη που την ενδιαφέρει. Είναι ως εκ τούτου αναγκασμένη να ελίσσεται διπλωματικά, πολιτικά. Είναι αναγκασμένη να συνάπτει συμμαχίες. Η σταθερότητα των σχέσεων που αναπτύσσει σε αυτή τη φάση είναι ανάλογη των ιεραρχήσεων, όπως προηγουμένως τις περιγράψαμε. Θα λάβει πάντοτε υπόψη τα συμφέροντα της δικής της άρχουσας τάξης και θα επιλέξει τις συμμαχίες που ταιριάζουν στην περίσταση.
Αύριο, αιφνιδιαστικά ή κατόπιν σκέψεως ενδέχεται να τις αλλάξει. Ετούτη η ρευστότητα ενοχλεί ιδιαίτερα την μεγάλη δύναμη που προσπαθεί να επιβάλει την τάξη – την δική της τάξη- στην περιοχή. Στην προκειμένη περίπτωση τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ λοιπόν εμφανώς δυσανασχετούν με την ανάδειξη της Τουρκίας σε ενεργή περιφερειακή δύναμη, όπως ενοχλούνται και με άλλες περιφερειακές δυνάμεις που σπεύδουν να καλύψουν το κενό που δημιουργεί η συρρίκνωση των δυνατοτήτων του «δυτικού» στρατοπέδου.
Στρατηγική ανάσχεσης σε τρία επίπεδα
Η στρατηγική ανάσχεσης αυτών των περιφερειακών απειλών περιλαμβάνει τρία επίπεδα: το διπλωματικό, το οικονομικό και το στρατιωτικό. Στο διπλωματικό η στόχευση αποβλέπει στην απομόνωση της περιφερειακής δύναμης, στον εγκλεισμό της σε ένα δακτύλιο χωρών που πρόθυμα και εξ ανάγκης συντάσσονται με την μεγάλη δύναμη. Στη εδώ περίπτωση πρόκειται για τη συμμαχία των τριών συν ένα, του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας η οποία υλοποιήθηκε χάρη στην ενεργή πολιτική παρέμβαση, την παρουσία και τη νουθεσία των ΗΠΑ. Ασχοληθήκαμε σε προηγούμενο δημοσίευμα με αυτήν.
Στο οικονομικό πεδίο τα πράγματα είναι πιο θολά και δυσδιάκριτα και είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσει κανείς τις επιπτώσεις των οικονομικών μέτρων πίεσης που εξαγγέλλονται ή ίσως εφαρμόζονται ενάντια στην τουρκική οικονομία. Οι δυνατότητες των ΗΠΑ σε αυτό το πεδίο μόνο «συγκριτικά» μπορεί να αποτιμηθούν. Οπωσδήποτε δεν είναι τα οικονομικά μέτρα και οι «κυρώσεις» που οδήγησαν ή οδηγούν σε διπλωματικές εξελίξεις –εάν ήταν έτσι τότε η Ρωσία ή το Ιράν θα είχαν προ πολλού υποταχθεί στις επιθυμίες των ΗΠΑ.
Απομένει το στρατιωτικό πεδίο. Σε αυτό οι ΗΠΑ έχουν, φαινομενικά, συγκριτικό πλεονέκτημα. Η τεχνολογία που διαθέτουν σε κρίσιμα πεδία των οπλικών συστημάτων δεν βρίσκεται εύκολα από άλλες πηγές. Σε σημαντικό δε βαθμό έχουν κάτω από τον τεχνολογικό έλεγχό τους και τις βιομηχανίες όπλων της Ευρώπης. Σε αυτό το πλεονέκτημα εδράζεται η προσπάθεια επηρεασμού της Τουρκίας μέσα από την καλλιεργούμενη αβεβαιότητα σε σχέση με την παράδοση ή μη των F-35.
Από την άλλη πλευρά ο τεχνολογικός αυτός εκβιασμός είναι για την τουρκική άρχουσα τάξη ζήτημα υπαρξιακό. Τυχόν υποταγή στις αμερικανικές πιέσεις και απόρριψης του συστήματος S-400 θα σήμαινε παραίτηση της χώρας από την ιδιότητά της ως περιφερειακής δύναμης. Τα «εθνικά» της (δηλαδή τα συμφέροντα του τουρκικού καπιταλισμού) συμφέροντα θα εντάσσονταν στο ευρύτερο πλέγμα συμφερόντων των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή. Θα στερούνταν το πλεονέκτημα ανεξάρτητων πολιτικών –και ως εκ τούτου οικονομικών- επιλογών. Ταυτόχρονα αυτό θα σήμαινε και πολιτική καταστροφή για τις δυνάμεις που έχουν αναλάβει την προώθηση αυτών των «εθνικών» συμφερόντων: του Ερντογάν και του κόμματός του δηλαδή.
Περίπλοκο πολιτικό παιχνίδι
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά περίπλοκο πολιτικό παιχνίδι του οποίου η κατάληξη πολύ δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί. Το πιθανότερο είναι ότι η ρευστότητα θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα. Οι ΗΠΑ δεν θα επιθυμούσαν την απόλυτη ρήξη με την Τουρκία καθότι θα ακυρώνονταν τότε και τα πεδία διαμέσου των οποίων διατηρούν την όποια επιρροή στο τουρκικό πολιτικό σύστημα. Θα έσπρωχναν την Τουρκία προς την Ρωσία και το Ιράν ανατρέποντας δραματικά ισορροπίες και συσχετισμούς.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία μπορεί να ασκήσει αυτόνομη πολιτική μόνο εάν διατηρήσει σχέσεις και με τις δύο ισχυρές δυνάμεις που δραστηριοποιούνται γύρω της – σε τρόπο ώστε να διατηρήσει την ευχέρεια ελιγμών. Η εξάρτησή της από τη μία ή από την άλλη θα είναι εξίσου καταστροφική για τους πολιτικούς της σχεδιασμούς.
Θα μπορούσαμε, εμείς εδώ στην Ελλάδα, να είμαστε απλοί παρατηρητές ετούτων των ιστορικών ανατροπών και εξελίξεων. Για λόγους που ξεφεύγουν του παρόντος σημειώματος η ημέτερη άρχουσα τάξη και οι πολιτικές ελίτ που την εκφράζουν μας έχουν καταστήσει μέρος του όλου προβλήματος. Για την ακρίβεια μας έχουν καταστήσει αναλώσιμο μέρος –σε αυτό το παιχνίδι των ανταλλαγμάτων, του δούναι και λαβείν, μεταξύ ισχυρότερων τρίτων.
Ο λαός της Ελλάδας να βάλει το χέρι του. Καθότι Θεοί, όπως και «προστάτες» φαίνεται πως μας τελείωσαν.