Το λάθος του Σαντάτ που επανέλαβε η Μοσάντ
25/10/2023Η αιματηρή επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτώβριου ξύπνησε μνήμες στο Ισραήλ από τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, που πήρε το όνομα του από το εβραϊκό Πάσχα που εορτάζεται στις 6 Οκτωβρίου. Όμως, η ημερομηνία αυτή δεν στοιχειώνει μόνο το Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο, παρόλο που την γιορτάζει ως μέρα νίκης. Ήταν η ημερομηνία που έπεσε νεκρός κατά την διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης ο “νικητής” του πολέμου του Γιομ Κιπούρ, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ, που δολοφονήθηκε από στρατιώτες και αξιωματικούς που είχαν προσχωρήσει σε οργανώσεις του φονταμενταλιστικού Ισλάμ.
Ηγετική φιγούρα του κινήματος των Ελεύθερων Αξιωματικών που ανέτρεψε την αιγυπτιακή μοναρχία και πρώην αντιπρόεδρος του καθεστώτος του συνταγματάρχη Νάσερ, ο Σαντάτ με την αιφνιδιαστική του επίθεση κατά του Ισραήλ στην εορτή του Γιομ Κιπούρ (από κοινού με την Συρία και σε συνεννόηση με την Σαουδική Αραβία που πρωτοστάτησε στο εμπάργκο πετρελαίου που επιβλήθηκε στον ΟΠΕΚ) “ξέπλυνε” την ντροπή της ήττας του προκατόχου του, στον “Πόλεμο των Έξι Ημερών” το 1967.
Ένας πόλεμος που σήμανε την αρχή του τέλους για τον νασερισμό, δηλαδή της κυριαρχίας της εκκοσμικευμένης ιδεολογίας του αραβικού εθνικισμού, της οποίας ο χαρισματικός Αιγύπτιος συνταγματάρχης υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος. Το ιδεολογικό κενό που άφησε η αποτυχία του νασερισμού, έσπευσαν να το καλύψουν οι ισλαμικές οργανώσεις.
Ο Νάσερ είχε προβεί σε σκληρή καταστολή εναντίον της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, της ιστορικής οργάνωσης του πολιτικού Ισλάμ στον αραβικό κόσμο. Χιλιάδες μέλη της Αδελφότητας φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν επί Νάσερ, αν και αρχικά η Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε υποστηρίξει το καθεστώς του Αιγύπτιου συνταγματάρχη.
Ο μοιραίος Σαντάτ
Η ήττα στον Πόλεμο των Έξι Ημερών δεν εκλήφθη μόνο ως στρατιωτική, αλλά κυρίως ως θρησκευτική ήττα στον αραβικό κόσμο. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα βρήκε την ευκαιρία να πάρει την εκδίκηση της από το καθεστώς του “άπιστου Φαραώ”, με την συνεργασία του ίδιου του διάδοχου του, του Σαντάτ που αποδείχτηκε κατά ειρωνεία ο καλύτερος στρατολόγος της οργάνωσης (ο Νάσερ πέθανε το 1970 σε ηλικία μόλις 50 ετών, όπως λέγεται κλονισμένος από την σφαγή των Παλαιστινίων στον “Μαύρο Σεπτέμβρη” στην Ιορδανία).
Ο Ανουάρ Σαντάτ συγκρούστηκε με την πολιτική του προκατόχου του και με την τότε πανίσχυρη αιγυπτιακή Αριστερά. Ως αντίβαρο, αποφάσισε να εξασφαλίσει την συμμαχία των ισλαμικών οργανώσεων που ο Νάσερ κυνηγούσε αμείλικτα. Απελευθέρωσε χιλιάδες στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από τις φυλακές. Ίδρυσε τζαμιά σε όλη την αιγυπτιακή επικράτεια. Επέτρεψε τη δημιουργία ισλαμικών ομάδων στα πανεπιστήμια. Εισήγαγε μέχρι και διατάξεις της Σαρία στο αιγυπτιακό Σύνταγμα. Η αυστηρή λογοκρισία του καθεστώτος δεν επηρέαζε την κυκλοφορία των πολυάριθμων εντύπων των ισλαμικών ομάδων.
Υπό την ηγεσία του, ο αιγυπτιακός στρατός ξέπλυνε την ντροπή της ήττας του 1967 στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, αν και στην πραγματικότητα τον διάσωσε η μεσολάβηση των Αμερικανών από την ισραηλινή αντεπίθεση. Η προπαγάνδα του καθεστώτος εμφάνισε τον Ανουάρ Σαντάτ ως “ήρωα του Ισλάμ”, όχι ως ήρωα του αραβικού έθνους.
Είχε παρέλθει το οριστικό τέλος της κληρονομιάς του Νάσερ. Το σύνθημα “Αλλάχ Ακμπάρ” κοσμούσε πλέον όλα τα δημόσια κτίρια της χώρας. Ο πρόεδρος Σαντάτ παρέθετε στις ομιλίες του εδάφια του Κορανίου, εμφανιζόμενος ως ευσεβής μουσουλμάνος. Στο γεωπολιτικό πεδίο, ο Σαντάτ είχε έρθει σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΣΣΔ, τον προνομιακό σύμμαχο του Νάσερ και προσέγγισε την Δύση. Εκδίωξε τους σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους από την Αίγυπτο και υποστήριξε τους Αφγανούς μουτζαχεντίν έναντι των σοβιετικών δυνάμεων κατοχής του Αφγανιστάν, υποστήριξη που είχε λάβει διαστάσεις τζιχάντ στον μουσουλμανικό κόσμο.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα
Οι ισλαμικές οργανώσεις στα χρόνια του Σαντάτ χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες, τους “μετριοπαθείς” και τους “ριζοσπάστες”. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα εκπροσωπούσε τους “μετριοπαθείς”. Με εξαίρεση τη βία των μελών της κατά των Αιγύπτιων κομμουνιστών, είχε αρχίσει να παίρνει ορισμένες αποστάσεις από την τρομοκρατική δράση του παρελθόντος.
Δεν υπήρχε λόγος για βίαιο ακτιβισμό κατά του καθεστώτος, όταν ηγούνταν της Αιγύπτου ένας “ευσεβής μουσουλμάνος”. Η επιβολή της Σαρία παρέμενε στόχος, αλλά θα γίνονταν μακροπρόθεσμα, με την Μουσουλμανική Αδελφότητα να ηγείται ενός πολιτικού κινήματος (η στρατηγική τους φάνηκε να δικαιώνεται με την Αραβική Άνοιξη, όπου η Μουσουλμανική Αδελφότητα σχημάτισε την πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Αιγύπτου, μέχρι την ανατροπή της από τον Σίσι).
Σύμφωνα με έναν από τους επιφανέστερους μελετητές της αραβικής ιστορίας, τον καθηγητή Παναγιώτη Βατικιώτη, «το Ισλάμ, στα χρόνια του Σαντάτ, απέκτησε την πνευματική ηγεμονία στην Αίγυπτο». Όμως η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική του Σαντάτ (που έμεινε στην ιστορία ως η “Πολιτική των Ανοιχτών Θυρών”) οδήγησε σε στρατιές νεόπτωχων στην αγκαλιά της οργάνωσης. Ο βιοπορισμός χιλιάδων Αιγυπτίων εξαρτιόταν από το φιλανθρωπικό έργο της Αδελφότητας.
Ο Σαγίντ Κουτμπ
Σε αυτό το κλίμα, ο Σαντάτ προχωράει σε μία ιστορική στροφή: Το 1977 πραγματοποιεί επίσκεψη στο Τελ Αβίβ και στις 17 Σεπτεμβρίου υπογράφει την συνθήκη ειρήνης του Καμπ Ντέϊβιντ, με την Αίγυπτο να γίνεται η πρώτη αραβική χώρα που αναγνωρίζει το εβραϊκό κράτος. Η συμφωνία αυτή εκλήφθη από μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμους ως «ειρήνη της ντροπής».
Η ανοχή που είχαν δείξει οι ισλαμιστές προς τον Αιγύπτιο πρόεδρο είχε πλέον τελειώσει. Αν και η Μουσουλμανική Αδελφότητα παρέμεινε σχετικά συγκρατημένη, νέες ισλαμικές ομάδες ήθελαν να ξεπλύνουν με αίμα την “προδοσία του Σαντάτ”. Ήταν μικρότερες από την Αδελφότητα, αλλά πολύ πιο εξτρεμιστικές και στην πλειονότητα τους αποτελούνταν από παλιά μέλη των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Ήταν η αρχή του “δεύτερου γύρου” της αντιπαράθεσης των ριζοσπαστών του Ισλάμ με το αιγυπτιακό κράτος. Αυτός ο γύρος θα ήταν πολύ πιο αιματηρός από τον πρώτο. Άρχισε η ένοπλη δράση διάφορων ακραίων ισλαμικών ομάδων, με κυριότερες την “Αλ Τζιχάντ” και την “Τζαμάτ Ισλαμίγια”. Η δράση τους εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από τα γραπτά του Σαγίντ Κουτμπ, ενός διανοητή της Αδελφότητας που είχε εκτελεστεί από τον Νάσερ.
Ο Κουτμπ υποστήριζε πως οι πιστοί δεν πρέπει να υπακούν έναν ηγέτη ο οποίος ισχυρίζεται υποκριτικά ότι είναι μουσουλμάνος. Αν δεν υπάρχει καθολική εφαρμογή της Σαρία, ο ηγέτης αυτός είναι “καφίρ”, δηλαδή “αποστάτης”. Οι “αποστάτες” είναι εχθροί του Ισλάμ, όπως η Δύση, το Ισραήλ και φυσικά οι “άθεοι” κομμουνιστές. Ο Κουτμπ δεν στοχοποιούσε στα γραπτά του τους σιίτες πιθανώς γιατί παρέμεναν στο περιθώριο του ισλαμικού κόσμου.
Για τους ριζοσπάστες, “καφίρ” ήταν ο πρόεδρος Σαντάτ. Οι πιστοί επομένως έπρεπε να αγνοήσουν τα “μετριοπαθή” κηρύγματα της Αδελφότητας και να στραφούν στην ένοπλη βία. Ο στόχος δεν θα ήταν μόνο οι “άπιστοι”, οι χριστιανοί και ο Εβραίοι. Στόχος ήταν και η ανατροπή του καθεστώτος των “καφίρ” και η δημιουργία ενός πραγματικού κράτους των πιστών.
Η δολοφονία του Σαντάτ
Το 1981, στην πιο θεαματική τους ενέργεια, δολοφονούν τον Ανουάρ Σαντάτ, κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής παρέλασης. Όμως δεν ακολούθησε ένα πραξικόπημα “ευσεβών” αξιωματικών, όπως ανέμεναν οι τρομοκράτες, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις έμειναν πιστές στον νέο πρόεδρο της χώρας, τον Χόσνι Μουμπάρακ.
Οι εικόνες της δολοφονίας του Σαντάτ, ήταν η πρώτη ενέργεια ισλαμικής τρομοκρατίας που μεταδόθηκε σε απ’ ευθείας μετάδοση, μία πρακτική που ακολουθήσαν όλες οι ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις: Από την Χεζμπολάχ που καταγράφει τις επιθέσεις της κατά των Ισραηλινών, μέχρι την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους από την Αλ Κάϊντα και βεβαίως της live εκτελέσεις του ISIS. Τελευταίο παράδειγμα αποτέλεσε η επίθεση της Χαμάς, όπου οι μαχητές της τραβούσαν σε βίντεο τις εκτελέσεις και την κακοποίηση αμάχων Ισραηλινών, τα οποία ανέβαζαν οι ίδιοι στα social.
Μερικά χρόνια μετά την δολοφονία Σαντάτ ιδρύθηκε στα παλαιστινιακά εδάφη η Χαμάς, το παλαιστινιακό παρακλάδι των Αδελφών Μουσουλμάνων. Μάλιστα, σύμφωνα με πάρα πολλές ιστορικές αναφορές, ανοχή στην ίδρυση της Χαμάς είχε επιδείξει η ίδια η Μοσάντ, με το Ισραήλ να επαναλαμβάνει το λάθος του Σαντάτ. Ανέχτηκε στην Χαμάς, στην λογική να διαιρέσει το Παλαιστινιακό κίνημα, που τότε εκπροσωπούνταν από τον Γιαφέρ Αραφάτ, “παιδί” του νασερικού εθνικισμού. Με αποτέλεσμα, τελικώς, το Ισραήλ να το βρει μπροστά του…