Το Ουκρανικό, οι ΗΠΑ και οι “χρήσιμοι ηλίθιοι” της Ιστορίας
27/10/2025
Η πρόσφατη ακύρωση της προαναγγελθείσας συνάντησης Τραμπ-Πούτιν στη Βουδαπέστη και η ανακοίνωση του Αμερικανού Προέδρου για επιβολή κυρώσεων στις δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρίες της Ρωσίας (Rosneft kai Lukoil) αποτέλεσε την αφορμή ενός ιδιότυπου “πανηγυρισμού” από την πλειοψηφία των δυτικών ΜΜΕ και των εκφραστών του λεγομένου “κόμματος του πολέμου” εντός της ΕΕ.
Και αυτό γιατί εκλήφθηκε, ότι αποτελεί στροφή Τραμπ έναντι του ουκρανικού ζητήματος, που μέχρι τώρα με κάθε πράξη του διαλαλούσε, παραβιάζοντας και τη στοιχειώδη διπλωματική δεοντολογία, ότι αυτό αποτελεί μία “χαμένη υπόθεση”. Ανεξαρτήτως, ότι πρόκειται για μία απολύτως εσφαλμένη και πρόχειρη εκτίμηση, αφού αφενός ο Τραμπ παραμένει προνομιακός συνομιλητής με τον Πούτιν, ενώ η Ευρωπαϊκή ηγεσία είναι παντελώς ουραγός και ανύπαρκτη στο ζήτημα αυτό, και αφετέρου όλο το κόστος οικονομικό, πολιτικό και ψυχολογικό έχει φορτωθεί από τις ΗΠΑ στους ώμους των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι οποίες είναι και τα μεγαλύτερα θύματα, το οδυνηρό συμπέρασμα είναι, ότι εν συνόλω οι ευρωπαϊκές ελίτ πολιτικές και οικονομικές συνεχίζουν να εμφανίζουν τάσεις αυτοχειρίας.
Και αυτό γιατί στις σημερινές ρευστές παγκόσμιες συνθήκες, ενώ έπρεπε να μετατραπεί η Ευρώπη σε αυτόνομο γεωπολιτικό πόλο ειρήνης, ακολουθώντας πιστά τις πολιτικές των ΗΠΑ σε όποια κατεύθυνση και αν αυτές κινούνται, ως προτεκτοράτο τους, έχει μετατραπεί στην κυριολεξία σε ένα «σάκο του μποξ» μεταξύ των αντίθετων γεωπολιτικών συμφερόντων. Οι παραπάνω αιτιάσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι διαχρονικά μέχρι τώρα πολιτικές της ΕΕ στα γεωπολιτικά ζητήματα προσομοιάζουν με τον ρόλο «των χρησίμων ηλιθίων της ιστορίας». Αυτό συνάγεται από την παράθεση των καταστρεπτικών πολιτικών έναντι της Ρωσίας, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 μέχρι και τον ρωσικό πόλεμο.
Συγκεκριμένα, οι νικήτριες δυτικές ελίτ (αμερικανικές και ευρωπαϊκές) παρασυρμένες από την αλαζονεία και την απληστία τους θεώρησαν, ότι η καταβεβλημένη τότε πολιτικά και οικονομικά Ρωσία, δεν θα μπορούσε να ανακάμψει και έτσι προτίμησαν να την αφήσουν πληγωμένη στο περιθώριο. Η πολιτική αυτή αποδείχθηκε καταστροφική και εντελώς μικρόνοη, ιδιαίτερα για την Ευρώπη, της οποίας η Ρωσία αποτελεί συστατικό μέρος της. Αντί του οράματος του Ντε Γκωλ για την Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια Όρη επικράτησε η άποψη της αποκοπής της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή ασφάλεια με παράλληλη ενσωμάτωση στους δυτικούς θεσμούς όλων των υπόλοιπων κρατών του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Απαιτήθηκαν μόλις τριάντα τέσσερα χρόνια για να φανούν οι οδυνηρές συνέπειες αυτής της πολιτικής και να οδηγηθούμε στη σημερινή χαοτική κατάσταση. Ογδόντα, δε, χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να έχουμε την απόφαση για ισχυρό επανεξοπλισμό της Γερμανίας, κάτι που μπορεί στο μέλλον να μετατραπεί σε νέο, σοβαρό παγκόσμιο πρόβλημα. Είναι γνωστό, ότι ελέγχοντας τα ευρωπαϊκά όργανα και κυρίως την ευρωπαϊκή επιτροπή, είναι βέβαιο ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων, που προβλέπονται για την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης (Safe και REArm) θα κατευθυνθούν για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας.
Η στρατηγική της διπλής ανάσχεσης των ΗΠΑ
Αρχικά, η αμερικανική στρατηγική της διπλής ανάσχεσης, που στοιχειοθετήθηκε στην απαρχή της εμφάνισης ενός υπό διαμόρφωση πολυπολικού κόσμου στον 21ο αιώνα, που είχε ως στόχο την περιθωριοποίηση και τον περιορισμό των δυνατότητων της Ρωσίας και στη συνέχεια τον εγκλωβισμό της Κίνας πέραν των ισχυρών αντισυσπειρώσεων που δημιούργησε, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Και αυτό γιατί τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία αποτελούν οργανικά τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου και βασικές συνιστώσες μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής ομπρέλας ασφαλείας στο μεγάλο και ουτοπικό, όπως αποδείχθηκε στόχο μιας Ενωμένης Ευρώπης από τη Μεσόγειο ως τα Ουράλια.
Για τούτο οι ευθύνες της Ε.Ε. είναι ιστορικές λόγω του γεγονότος, ότι δεν έλαβε καμία πρωτοβουλία να αποτρέψει αυτό τον ρωσοουκρανικό πόλεμο παρεμβαίνοντας έγκαιρα όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν και το απαιτούσαν (μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού Μπλοκ) για τη δημιουργία οργανικής ισορροπίας ασφαλείας, που θα κάλυπτε και τις δίκαιες ρωσικές ενστάσεις, ως προς το θέμα αυτό λόγω της υπερεπέκτασης του ΝΑΤΟ, το οποίο δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης, αν αυτή είχε κινηθεί, όπως έπρεπε, ενισχύοντας τη δική της αυτόνομη αμυντική ισχύ με πρόβλεψη συμπερίληψης σε αυτό και της Ρωσίας.
Έτσι, η μεν Ε.Ε. αποτελούσε όλα αυτά τα χρόνια έναν οικονομικό γίγαντα (χωρίς όμως ενεργειακή αυτονομία) με πήλινα πολιτικά και αμυντικά πόδια, έρμαιο των συμφερόντων και διαθέσεων των ΗΠΑ, η δε Ρωσία ως η μεγαλύτερη δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη, αφού οδηγήθηκε αρχικά στο περιθώριο των εξελίξεων μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στην προσπάθεια της να διασφαλίσει τα ευρύτερα συμφέροντα ασφαλείας της, εξού και η στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία, οδηγήθηκε σταδιακά σε πλήρη αποκοπή από τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, με συνέπεια τον αναγκαστικό εναγκαλισμό με την Κίνα και τον παγκόσμιο Νότο.
Στη συνέχεια, οι θεαματικές και παράλληλα δραματικές εξελίξεις στην διεθνή σκηνή, με πρωταγωνιστή τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, ο οποίος μέσα σε λίγες ημέρες αποδόμησε την προηγούμενη πάγια αμερικανική στρατηγική, από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έως σήμερα, που ασκούνταν στα πλαίσια της αμερικανικής ηγεμονίας, αρχικά στον Δυτικό κόσμο και στη συνέχεια σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, που στα πλαίσια της αμερικανικής ηγεμονίας εμπεριέχονταν ως αυτονόητη προϋπόθεση, η αμυντική προστασία και ομπρέλα της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, μέσω του ΝΑΤΟ, έχουν οδηγήσει την Ευρώπη στα όρια της παράκρουσης.
Και αυτό γιατί στη βάση αυτής της σταθερής και πάγιας στρατηγικής, υπήρξε η ομόθυμη ευρωπαϊκή στήριξη της Ουκρανίας, παρά τα αντίθετα άμεσα οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στον καταστρεπτικό πόλεμο με την Ρωσία, που μετά από τρία χρόνια σφαγής, διάλυσης των υποδομών και διάθεση εκατοντάδων εκατομμύριων δολαρίων και στρατιωτικού υλικού για την άμυνα της, κυριαρχεί η απογοήτευση και το βάλτωμα. Ο πόλεμος αυτός, που ως βασική αιτία ήταν η επιδίωξη της Ουκρανίας, να εισέλθει στο ΝΑΤΟ το οποίο με τον τρόπο αυτό θα επεκτείνονταν μόλις λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Μόσχα, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις των δυτικών, όταν διαλυόταν η Σοβιετική Ένωση, ότι δεν θα επεκτείνονταν προς τα σύνορα της Ρωσίας, σεβόμενοι τις ευαισθησίες της για την άμυνά της.
Η αλλαγή που έφερε ο Τραμπ
Η βίαιη αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής, επί Trump, όπου επιχειρείται η εντυπωσιακή απόψυξη των αμερικανορωσικών σχέσεων και η μακροπρόθεσμη οικονομική συνεργασία τους για την εκμετάλλευση του τεράστιου φυσικού πλούτου, συνολικά της Ουκρανίας, αλλά και του αρκτικού κύκλου, που φαίνεται να είναι το νέο πλανητικό Eldorado, στέλνει στο καναβάτσο την Ουκρανία και συνολικά την Ε.Ε. H τελευταία που ενώ είναι ο μεγάλος χαμένος από την διάσπαση των σχέσεων με τη Ρωσία, που αποτελούσε πριν τον πόλεμο τον βασικό ενεργειακό αιμοδότη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αντί για σοβαρή επαναξιολόγηση των πολιτικών, ενισχύει την αδιέξοδη αντιρωσική ρητορική της, εξαιτίας της ανάγκης υποστηρίξεως της Ουκρανίας, μετατρεπόμενη σε «Ιφιγένεια» στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς και στη ρευστότητα του υπό διαμόρφωση πολυπολικού κόσμου.
Και αυτό γιατί δεν φρόντισε έγκαιρα λόγω των ασθενικών πολιτικών ηγεσιών που διαθέτει, από τη δεκαετία του 2000, που ήδη είχε αρχίσει να εισέρχεται η αμερικανική ηγεμονία στο λεγόμενο “φθινόπωρό της” και παράλληλα να αναδύονται ισχυρότατοι οικονομικοί και στρατιωτικοί πόλοι, όπως Κίνα, Ρωσία, Ινδία, να ενδυναμωθεί εσωτερικά και να ομογενοποιηθεί, διεκδικώντας το δικό της γεωπολιτικό αποτύπωμα, που αποτελεί προϋπόθεση στη σημερινή, παγκόσμια συγκυρία για κάποιον να μετέχει των νέων παγκοσμίων ρυθμίσεων, που θυμίζει αναλογικά την περίοδο της Γιάλτας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η βίαιη στροφή της Αμερικής, ανεξαρτήτως της αισθητικής και του στυλ του Trump, δεν είναι και τόσο παράδοξη, βάσει των αντικειμενικών αναλύσεων, αφού αποτελεί την πλήρη συνειδητοποίηση, όχι μόνο της αποδοχής της απώλειας της ηγεμονίας των ΗΠΑ, αλλά και του κινδύνου να απωλεσθεί η μέχρι τώρα “πρωτοκαθεδρία” σε πλανητικό επίπεδο από την Κίνα (η οποία οικονομικά την έχει ξεπεράσει). Αυτό προϋποθέτει την διάσπαση του άξονα Κίνας-Ρωσίας, που φαίνεται να ενδυναμώνεται λόγω του Ουκρανικού και της περιθωριοποίησης της Ρωσίας, από το σύνολο του Δυτικού κόσμου.
Οι συνέπειες για την Ευρώπη, εξαιτίας της στάσης της έως τώρα στο Ουκρανικό, είναι πλέον καταλυτικές. Πέραν της αποδοχής, υπό μορφή μάλιστα υποτελούς παρακλήσεως, της πλήρους επικυριαρχίας των ΗΠΑ ως παρόχου της ασφαλείας στις χώρες του ΝΑΤΟ, κάτι που οδηγεί στην πλήρη απώλεια της δυνατότητας της ΕΕ να μετατραπεί σε αυτόνομο γεωπολιτικό πόλο, ενυπάρχουν παράλληλα και οι οδυνηρές οικονομικές συνέπειες, το τεράστιο ενεργειακό και οικονομικό κόστος, που απειλεί σε πλήρη εκτροχιασμό την ευρωπαϊκή οικονομία μετά το προηγηθέν σοκ της πανδημίας του κορονοϊού και σε αποσάθρωση των κοινωνιών της.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για την απώλεια μιας μεγάλης ιστορικής ευκαιρίας για την Ευρώπη, η οποία θα μπορούσε λόγω της οικονομικής της δύναμης και του πολιτισμικού βάρος, που διαθέτει, αν είχε προχωρήσει σε σοβαρή πολιτική ενοποίηση με κοινή εξωτερική πολιτική και αμυντική θωράκιση να παίξει τον καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας παγκόσμιας ισορροπίας. Η ουκρανική κρίση για μια ακόμα φορά κατέδειξε το σοβαρό ρόλο στην υπό διαμόρφωση ιστορική πραγματικότητα των λεγομένων «χρήσιμων ηλιθίων» της ιστορίας. Εκείνων δηλαδή που εντελώς ηλιθιωδώς πρωτοστατούν σε βάρος αντικειμενικά των ιδίων συμφερόντων τους υπέρ συμφερόντων τρίτων. Χαρακτηριστική περίπτωση σε αυτό αποτελεί η ευρωπαϊκή ηγεσία με τις μέχρι τώρα καταστρεπτικές πολιτικές της στο ουκρανικό ζήτημα, όπως πιο πάνω λεπτομερώς αναλύθηκε.
Στους “χρήσιμους ηλίθιους της ιστορίας” όμως εντάσσεται και η ουκρανική κυβέρνηση, η οποία υιοθετώντας και πιστεύοντας τα “φληναφήματα” των ΗΠΑ και των δυτικών ευρωπαίων, περί εισόδου της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και στους άλλους δυτικούς θεσμούς, διέλυσε τις ισορροπίες οι οποίες έπρεπε να διατηρήσει με την Ρωσία, που αντικειμενικά είχε εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια της και δεν προχώρησε σε ένα συναινετικό, βελούδινο διαζύγιο με αυτήν, όπως θα έπρεπε, προκειμένου να αποφευχθεί αυτός ο θηριώδης πόλεμος με τα εκατομμύρια των νεκρών.
Μόνο “χρήσιμοι ηλίθιοι” θα πίστευαν ότι οι ΗΠΑ θα διακινδύνευαν τα δικά τους παγκόσμια και γεωπολιτικά συμφέροντα υπέρ της Ουκρανίας, όπως σήμερα με τον πλέον καθαρό τρόπο το αναδεικνύει ο Τραμπ. Δυστυχώς, στη “χορεία των χρησίμων ηλιθίων της ιστορίας” πρωτοστάτησε με μεγάλη ευκολία και η ελληνική πολιτική ηγεσία, όπου με την ακατανόητη και επικίνδυνη απόφαση η κυβέρνηση της ΝΔ ενέταξε τη χώρα στην πρώτη γραμμή του αντιρωσισμού, στέλνοντας πρώτη μάλιστα στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία, όταν τα στοιχειώδη εθνικά συμφέροντα των δύο κρατικών οντοτήτων του Ελληνισμού απαιτούσαν ισορροπημένες και προσεκτικές κινήσεις έναντι της Ρωσίας.





