Το περιπετειώδες ταξίδι του Ερντογάν στην εξουσία
29/05/2023«Μαζί ως τον θάνατο» δήλωσε απευθυνόμενος στους οπαδούς του ο Ταγίπ Ερντογάν, ο ηγέτης που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου από όλες τις βαθμίδες της τουρκικής πολιτικής ζωής. Στο πηδάλιο της Τουρκίας βρίσκεται εδώ και 20 χρόνια. Η μακροχρόνια πολιτική του πείρα του επιτρέπει να αναγνωρίζει ότι η κρίση της τουρκικής οικονομίας, αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ως νεοεκλεγείς πρόεδρος, κρίση που δεν αποδείχτηκε αρκετή για να τον οδηγήσει στην ήττα, όπως εκτιμούσε η Δύση και ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Μία οικονομική κρίση ήταν αυτή που το 2002 είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο για την άνοδό του στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Ήταν η μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας και η κατάρρευση των λαϊκών εισοδημάτων εκείνη την εποχή που είχε πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων κόμματα εξουσίας και είχε φέρει στην πρώτη θέση το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο είχε προέλθει από διάσπαση του Κόμματος Ευημερίας του Νετζμεντίν Ερμπακάν, του πατέρα του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ.
Η παρατεταμένη και με υψηλούς ρυθμούς οικονομική μεγέθυνση που συνδέθηκε τα χρόνια της πρωθυπουργίας Ερντογάν ήταν καθοριστικός σύμμαχος του στη μάχη για να κερδίσει την ψήφο της “βαθιάς Τουρκίας” και κατά συνέπεια στο να κερδίσει τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού βαθέος κράτους. Από το 2002 η τουρκική οικονομία μεγεθύνθηκε κατά 74%. Αυτό το κλίμα ευφορίας ήταν που συνεπήρε και τις μεγάλες μάζες της Ανατολίας, Αυτές, υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα τον Ερντογάν, “συγχωρώντας” την τωρινή κρίση, μην μπορώντας να ξεχάσουν τον ηγέτη που βελτίωσε δραστικά τις ζωές τους.
Έπειτα, από μία μακρά περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, που κατά βάση στηρίχτηκε στις ξένες επενδύσεις και στον ξένο δανεισμό, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια υποφέρει από ταχύ πληθωρισμό και ανερχομένη ανεργία. Την κρίση στην τουρκική οικονομία επιτείνουν η ανορθόδοξη πολιτική του Ερντογάν και ο ασφυκτικός έλεγχος της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας. Η δε μεγάλη παρουσία Σύριων μεταναστών προκαλεί πλέον μεγάλη δυσαρέσκεια στον πληθυσμό, την οποία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Κιλιτσντάρογλου, υποσχόμενος πως “θα τους διώξει”, χωρίς επιτυχία.
Σύγκρουση με το “βαθύ κράτος”
Για να κατανοήσει κανείς τη θέση της Τουρκίας, οφείλει να αποκωδικοποιήσει τον μετασχηματισμό που της επέβαλε ο ηγέτης της. Στην πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του, ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν το αγαπημένο παιδί της Δύσης. Είχε ταχθεί υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού και προχώρησε σε έναν ελεγχόμενο συντηρητικό εκδημοκρατισμό. Ήταν η εποχή που απέναντί του είχε το βαθύ κεμαλικό κράτος, το οποίο συνωμοτούσε και έκανε τα πάντα για να βάλει τρικλοποδιά στην κυβέρνηση.
Όταν με την υποστήριξη του δικτύου του ιμάμη Γκιουλέν και βέβαια με αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες κατάφερε να ξεδοντιάσει το παρηκμασμένο κεμαλικό καθεστώς, ο Ταγίπ Ερντογάν ξεδίπλωσε την πολιτική ατζέντα που μέχρι τότε έκρυβε επιμελώς. Διεκδίκησε έναν αυτόνομο γεωπολιτικό ρόλο, μη διστάζοντας να έρθει σε τριβές με την Ουάσιγκτον. Όταν μάλιστα το δίκτυο του Γκιουλέν, που ατύπως καθοδηγείται από αμερικανικές υπηρεσίες, προσπάθησε να τον πιέσει διεξάγοντας μυστική έρευνα για διαφθορά, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν δίστασε να κηρύξει τον πόλεμο στον άλλοτε στενό σύμμαχό του.
Έτσι φτάσαμε στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και στις μαζικές εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν στις ένοπλες δυνάμεις, στις μυστικές υπηρεσίες, στην αστυνομία, στη Δικαιοσύνη, αλλά και σε όλο τον δημόσιο τομέα και στα πανεπιστήμια. Ουσιαστικά, ο Τούρκος πρόεδρος ξήλωσε τα κάθε είδους δίκτυα δυτικής διείσδυσης και επιρροής στο κράτος και στην κοινωνία της Τουρκίας.
Με το δημοψήφισμα του 2017 και με τις νίκες του σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν (έστω και με την χείρα βοηθείας του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που από σφοδρός πολέμιος του Ερντογάν, μετατράπηκε σε σύμμαχο του) ο Ταγίπ Ερντογάν αναδείχθηκε νεοσουλτάνος. Κατέχει θεσμικά πρωτοφανείς υπερεξουσίες, τις οποίες κανένας ηγέτης της Τουρκίας δεν διέθετε. Ούτε καν ο ιδρυτής της χώρας, Μουσταφά Κεμάλ. Το “bye bye Κεμάλ” που ανέφερε στην νικητήρια ομιλία του ο Ερντογάν, κατά πολλούς δεν απευθύνονταν μόνο στον Κιλιτσντάρογλου, αλλά και στον ίδιο τον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Τί προσδοκούν οι ΗΠΑ
Ο τουρκοσουνιτικός νεοαυτοκρατορικός μεγαλοϊδεατισμός ήταν που προκάλεσε αστάθεια στις σχέσεις του με τη Δύση, η οποία τον είδε να μετατρέπεται από δυτικόφιλο “ισλαμοδημοκράτη”, πρότυπο για τον μουσουλμανικό κόσμο σε αυτόνομο γεωπολιτικό παράγοντα, που αμφισβητούσε τα δυτικά συμφέροντα. Έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα αυτόνομο διεθνή παράγοντα, που έπαιζε για λογαριασμό του κι όχι για λογαριασμό των Αμερικανών και των Ευρωπαίων.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει βεβαρημένο μητρώο, αφού το καθεστώς του έχει εμπλακεί με την ισλαμική τρομοκρατία στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Έχει παραβιάσει το αμερικανικό εμπάργκο έναντι του Ιράν. Έχει υπογράψει συμφωνίες για προμήθεια ρωσικών όπλων. Έχει επέμβει στα πολεμικά μέτωπα της Συρίας, του Ιράκ και της Λιβύης. Τηρεί επαμφοτερίζουσα στάση στον πόλεμο της Ουκρανίας, αρνούμενος να συνταχθεί με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Για χρόνια ήταν το “μαύρο πρόβατο” αρκετών αραβικών κρατών και του Ισραήλ, μέχρι που εξομάλυνε τις σχέσεις του με τα Εμιράτα, την Σαουδική Αραβία, το εβραϊκό κράτος και μερικώς με την Αίγυπτο. Και βεβαίως απειλούσε την Ελλάδα πως “θα έρθει νύχτα”, μέχρι που οι φονικοί σεισμοί επέφεραν ένα διάλειμμα στην συνεχιζόμενη όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθαρά προσωρινό.
Οι Αμερικανοί συνεχίζουν να ελπίζουν πως θα επαναφέρουν την Τουρκία σε δυτική χρονιά. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει εκεί που ήταν το 2002. Ο νικητής των εκλογών θα συνεχίσει το παιχνίδι του με την Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και άλλες αντιδυτικές δυνάμεις, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να οδηγήσει τις σχέσεις με την Δύση και το ΝΑΤΟ σε οριστική ρήξη.