Το τηλεφώνημα ήρθε από την Καγκελαρία – Η γεωπολιτική επιστροφή της Γερμανίας
28/07/2020Η Γερμανία εξέρχεται της πρώτης φάσης της πανδημίας πολλαπλώς ενισχυμένη. Στο οικονομικό πεδίο, η καγκελάριος Μέρκελ κάνοντας στροφή 180 μοιρών από το δόγμα των πλεονασματικών προϋπολογισμών και της αυστηρής λιτότητας, ανακοίνωσε ένα τεράστιο δημοσιονομικό πακέτο, ύψους 130 δισ. ευρώ, ώστε να εξασφαλίσει τη γρήγορη ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας.
Επίσης, στήριξε αποφασιστικά τη δημιουργία του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Σημειωτέον, πώς αυτό έγινε χωρίς ιδιαιτέρως σοβαρές αντιδράσεις από το γερμανικό οικονομικό κατεστημένο και τους σκληρούς της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Φαίνεται πως οι γερμανικές ελίτ αντιλαμβάνονται πως η Γερμανία, με τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου να ασφυκτιούν πλήρως, δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να ασκεί ηγεμονική πολιτική εντός της ΕΕ (και μέσω αυτής να αυξάνει την επιρροή της στο διεθνές πεδίο).
Οι 4 ‘‘τσιγκούνηδες’’ του Βορρά ανέλαβαν τον άχαρο ρόλο να ισορροπήσουν την αναλογία επιδοτήσεων και δανείων και να επιβάλλουν ημιμνημονιακούς όρους στους Νότιους. Έδωσαν όμως την ευκαιρία στη Μέρκελ, στο πλαίσιο μάλιστα της γερμανικής προεδρίας από 1ης Ιουλίου, να προβάλλει το φιλοευρωπαϊκό της προφίλ, χωρίς στην ουσία να υφίσταται πολιτικό κόστος στο εσωτερικό.
Έτσι η Γερμανία κατάφερε να υπερφαλαγγίσει όλες τις γαλλικές πρωτοβουλίες από την εκλογή Μακρόν και έπειτα (στις οποίες το Βερολίνο συνήθιζε να κλείνει τα μάτια και τα αυτιά του). Αν και το Ταμείο Ανάκαμψης υπήρξε κοινή γαλλογερμανική πρωτοβουλία, είναι απολύτως εμφανές ότι χωρίς το ειδικό βάρος της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ, θα παρέμενε όνειρο θερινής νυκτός.
Τέλος της αμερικανικής κηδεμονίας
Πιο εντυπωσιακό ακόμη είναι το γεγονός ότι το Βερολίνο δείχνει να αποκτά γεωπολιτική και στρατηγική συνείδηση. Αφ’ ενός, ελέω Τραμπ, η Γερμανία νιώθει πιο ελεύθερη να ασκήσει πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και να σπάσει οριστικά τα δεσμά της μεταπολεμικής αμερικανικής κηδεμονίας. Η άρνηση του Βερολίνου να κάνει πίσω από τα σχέδιά του για τον γερμανορωσικό αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 στη Βαλτική, παρά τις κυρώσεις της Ουάσιγκτον στις εταιρείες που κατασκευάζουν τον αγωγό, είναι ενδεικτική αυτής την στροφής.
Την ίδια ώρα, μόλις χθες (27 Ιουλίου), ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας δήλωσε κατηγορηματικά την αντίθεση της γερμανικής κυβέρνησης σε ενδεχόμενη επιστροφή της Ρωσίας στο σχήμα των G7, βάσει της πρότασης Τραμπ προ ολίγων μηνών. Επίσης, το Βερολίνο δεν δείχνει πρόθυμο να ακολουθήσει την ψυχροπολεμική πολιτική των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας.
Υψώνει διακριτικά τους τόνους έναντι του Πεκίνου για το Χονγκ Κονγκ και τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι όμως διατεθειμένο σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύσει την πρόσβασή του στην αχανή αγορά της ασιατικής υπερδύναμης. Αφ’ ετέρου, η Γερμανία αναλαμβάνει σημαντικές διαμεσολαβητικές πρωτοβουλίες που αναβαθμίζουν τη γεωπολιτική της επιρροή. Τρανταχτά παραδείγματα ο ρόλος της στο ουκρανικό, ήδη από το 2014, και η διοργάνωση της Διάσκεψης του Βερολίνου για το λιβυκό φέτος.
Το Βερολίνο καλύπτει το γεωπολιτικό κενό
Τελευταίο δείγμα ήταν η ‘‘πυροσβεστική’’ παρέμβαση Μέρκελ στην παρ’ ολίγον κρίση του Καστελλόριζου. Πρόκειται για μία άλλη απόδειξη του κενού που αφήνει η Ουάσιγκτον στην Ανατολική Μεσόγειο και το οποίο καλύπτεται σε κάποιο, σίγουρα όμως πολύ πιο περιορισμένο βαθμό, από το Βερολίνο. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν λίγα χρόνια πριν ότι, εν μέσω μίας ελληνοτουρκικής κρίσης, το καθοριστικό τηλεφώνημα δεν θα γινόταν από τον Λευκό Οίκο αλλά από την Καγκελαρία!
Όμως, η μεγαλύτερη ευχέρεια δράσης της Γερμανίας δεν προοιωνίζει θετικές εξελίξεις για την Ελλάδα στα μέτωπα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Το Βερολίνο, όσο νιώθει πιο απελευθερωμένο να προωθεί τα συμφέροντά του, τόσο πιο έντονα θα προσπαθεί να επιβάλλει διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πάνω σε μία ευρεία ατζέντα, πέρα από την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.
Η γερμανική διπλωματία διαπνέεται από μία ιστορικότητα συμμαχικών σχέσεων με την Τουρκία, την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται, περιμένοντας παθητικά τη “σωτήρια” διαμεσολάβηση του Βερολίνου. Απαιτείται, εκ μέρους της Ελλάδας, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική εντός και εκτός ΕΕ, η οποία θα εξισορροπεί την αυξανόμενη γερμανική επιρροή στα ελληνοτουρκικά.