ΘΕΜΑ

Το τουρκικό βαθύ κράτος ήταν και παραμένει αγκαλιά με τη μαφία!

Το τουρκικό βαθύ κράτος ήταν και παραμένει αγκαλιά με τη μαφία! Σταύρος Λυγερός

Η υπόθεση με τους Τούρκους μαφιόζους που πυροβόλησαν στελέχη της ΕΥΠ στην Θεσσαλονίκη, με τον έναν να συλλαμβάνεται στην Ροδόπη και άλλοι δύο στην Βουλγαρία, έφερε στο προσκήνιο τα πλοκάμια του τουρκικού οργανωμένου εγκλήματος που δρα και στην χώρα μας, όπως έχουν δείξει απανωτά περιστατικά με δολοφονίες και άλλες εγκληματικές πράξεις, στις οποίες εμπλέκονται Τούρκοι. Μάλιστα, ο Τούρκος μαφιόζος που συνελήφθη στην Ροδόπη είχε εξασφαλίσει νόμιμη παραμονή στην χώρα μας, καθώς το 2023 είχε κριθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας(!), επικαλούμενος ότι κινδυνεύει στην Τουρκία. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ίδιο συμβαίνει με τον έναν εκ των συλληφθέντων στην Βουλγαρία, που διέμενε νόμιμα στην χώρα μας με το καθεστώς του αιτούντος άσυλο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που εγκληματίες δηλώνουν “γκιουλενιστές”, προκειμένου να εξασφαλίσουν άσυλο, όπως φέρεται να έκαναν οι  δύο από τους συλληφθέντες, ένας εξ’ αυτών φέρεται να είναι και μέλος διαβόητου εγκληματικού δικτύου. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, η μαφία της παραδοσιακά διαπλέκεται με τις μυστικές υπηρεσίες και γι’ αυτό είναι αδικαιολόγητη η αβελτηρία του ελληνικού κράτους. Υπάρχουν επίσημες ομολογίες Τούρκων ότι τέτοια άτομα ήταν πίσω από καταστροφικές πυρκαγιές στα ελληνικά νησιά.

Σειρά υποθέσεων αποδεικνύει τη διαπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος με το βαθύ κράτος. Πρώτη η αποφυλάκιση τον Απρίλιο 2020 του Αλαατίν Τσακιτζί, ενός αρχινονού με διασυνδέσεις στο βαθύ κράτος και τους Γκρίζους Λύκους. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του –λόγω “αποσυμφόρησης” των φυλακών λόγω Covid– συνάντησε τον Μπαχτσελί, ενώ συχνά με αναρτήσεις στα social media εκθειάζει την κυβέρνηση Ερντογάν. Ο Τσακιτζί είχε μακροχρόνια δράση στο “βαθύ κράτος” με δολοφονίες αριστερών, Αρμενίων και Κούρδων, ενώ είχε δημιουργήσει ένα γιγαντιαίο δίκτυο ναρκωτικών και ξεπλύματος χρήματος. Η πτώση του είχε συμπαρασύρει και την τότε κυβέρνηση Γιλμάζ: Η διοχέτευση στη δημοσιότητα συνομιλιών του με τον υπουργό Δικαιοσύνης, είχε κλονίσει το τουρκικό πολιτικό σύστημα.

Σαντάρ Πεκέρ: Ο “παντουρανιστής” μαφιόζος

Άλλη περίπτωση μαφιόζου είναι ο Σεντάτ Πεκέρ, η δράση του οποίου περιλαμβάνει πολλές δολοφονίες, εμπόριο ναρκωτικών και άλλα εγκλήματα. Για χρόνια φυγόδικος στο εξωτερικό, είχε επιστρέψει το 1998 στην Τουρκία, όπου παραδόθηκε στις αρχές και ομολόγησε τα εγκλήματα του, εκτίοντας μικρή ποινή, κατόπιν μυστικής συμφωνίας που είχε με βουλευτή του Γιλμάζ. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι διέθετε βίντεο με εκβιαστικό περιεχόμενο για τον τότε Τούρκο πρωθυπουργό. Ο Πεκέρ συνελήφθη εκ νέου το 2005 για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, ενώ είχε εμπλακεί και στην υπόθεση Εργκένεκον, ένα παρακρατικό δίκτυο, μέλη του οποίου ήταν και υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί. Αν και καταδικάστηκε το 2013 σε κάθειρξη επτά ετών, μερικούς μήνες αργότερα αποφυλακίστηκε.

Ο Πεκέρ μετατράπηκε σε υποστηρικτή του Ερντογάν, συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις του Τούρκου προέδρου, όπου φωτογραφίζονταν με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ο ίδιος δηλώνει “παντουρανιστής”. Το 2020 τα έσπασε με το καθεστώς, επειδή ήρθε σε ρήξη με τον γαμπρό του Ερντογάν, τον Αλμπαϊράκ. Για να αποφύγει την σύλληψη, κατέφυγε στα Βαλκάνια και μετέπειτα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, από όπου άρχισε να αναρτά βίντεο με αποκαλύψεις για τις σχέσεις του καθεστώτος Ερντογάν με το οργανωμένο έγκλημα.

Οι αποκαλύψεις είχαν προκαλέσει θύελλα στην Τουρκία. Ο Πεκέρ κατηγόρησε, μεταξύ άλλων, τον τότε υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, ότι είχε διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, όπως και τον γιο του πρώην πρωθυπουργού στην κυβέρνηση Ερντογάν, Μπιναλί Γιλντιρίμ, για εμπόριο ναρκωτικών. Ο Πεκέρ ανέβαζε τα βίντεο του από τα Εμιράτα, την περίοδο που αυτά ήταν σε σύγκρουση με τον Ερντογάν. Η εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών το 2022 επέφερε την “σίγαση” των βίντεο, με τον Σοϊλού να είναι εκτός κυβέρνησης.

Η ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος συνδέεται με τις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία. Για παράδειγμα, η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 έδωσε την ευκαιρία στον Ερντογάν να εκκαθαρίσει στρατό, αστυνομία, Δικαιοσύνη και μυστικές υπηρεσίες από πολλές χιλιάδες στελέχη που το καθεστώς θεωρούσε ότι ήταν απέναντί του. Είχαν προηγηθεί οι εκκαθαρίσεις του 2013, όταν ο Ερντογάν συγκρούστηκε με τον δίκτυο Γκιουλέν. Τότε, είχε απολυθεί όλο το τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών! Δεν είναι τυχαίο που το διάστημα 2014-2021, η κατασχεθείσα κοκαΐνη στην Τουρκία αυξήθηκε κατά 700%.

Μία νύχτα στο Σουσουρλούκ 

Τσακιτζί και Πεκέρ είναι δύο περιπτώσεις που αποδεικνύουν τις οργανικές σχέσεις του βαθέος κράτους με εγκληματικές συμμορίες. Ο Ερντογάν έχει πλέον προσεταιριστεί το άλλοτε κεμαλικό βαθύ κράτος και μαζί του τα διαπλεκόμενα με αυτό εγκληματικά δίκτυα. Αυτές οι οργανικές σχέσεις είχαν αποκαλυφθεί στις 3 Νοεμβρίου 1996 από ένα τροχαίο. Εκείνη τη νύχτα στην περιοχή Σουσουρλούκ του νομού Μπαλίκεσιρ μια θωρακισμένη Μερσεντές, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, καρφώθηκε σ’ ένα φορτηγό. Στα συντρίμμια βρέθηκαν εξοπλισμός υποκλοπών και μυστικών επιχειρήσεων, όπλα, ναρκωτικά, χρήματα και αποκαλυπτικά έγγραφα.

Το σκάνδαλο ήταν η ταυτότητα των τεσσάρων επιβατών: Ο αστυνομικός διευθυντής Χουσεΐν Κοτσαντάγ ήταν δημιουργός των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, με θητεία στις κουρδικές επαρχίες ως επικεφαλής ειδικών επιχειρήσεων. Μαζί του ήταν η ερωμένη του, το φωτομοντέλο Γκόντσα Ους. Τρίτο πρόσωπο ήταν το ηγετικό στέλεχος των Γκρίζων Λύκων, ο γνωστός μαφιόζος και καταζητούμενος στην Τουρκία για εμπόριο ηρωίνης Αμπντουλάχ Τσατλί. Ο Τσατλί ήταν κεντρικό πρόσωπο στους κόλπους των παρακρατικών μηχανισμών. Όπως αποδείχθηκε, το βαθύ κράτος είχε προμηθεύσει στον Τσατλί ταυτότητα ανώτερου κρατικού υπαλλήλου και γραφείο στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση(!), άδεια οπλοφορίας και υπηρεσιακό διαβατήριο, όλα με ψεύτικο όνομα.

Σύμφωνα με ομολογία του υπαρχηγού της ΜΙΤ Μεχμέτ Εϊμούρ, ο Τσατλί ήταν και συνεργάτης της ΜΙΤ με μεγάλη δράση στο εξωτερικό. Ο Τσατλί είχε οργανώσει την απόδραση του Γκρίζου Λύκου Μεχμέτ Αλί Αγκτσά έξι μήνες μετά την καταδίκη του σε ισόβια για τη δολοφονία του διευθυντή της εφημερίδας “Μιλιέτ” Αμπντί Ιπεκτσί (1979). Αργότερα, με τη συνεργασία του Τσατλί, ο Αγκτσά τραυμάτισε τον Πάπα σε μια απόπειρα να τον δολοφονήσει (1981). Ο Τσατλί κηδεύθηκε με την τουρκική σημαία παρουσία χιλιάδων Γκρίζων Λύκων, πολλών μαφιόζων και αρκετών πολιτικών. Η αρχηγός του Κόμματος του Ορθού Δρόμου και τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τανσού Τσιλέρ, που ήταν παρούσα, δήλωσε (σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο): «Όποιος ρίχνει ή δέχεται μια σφαίρα γι’ αυτό το έθνος αξίζει τον σεβασμό μας»!

Ο τέταρτος επιβάτης της θωρακισμένης Μερσεντές και μοναδικός διασωθείς ήταν ο βουλευτής Εντίπ Σεντάτ Μπουτσάκ. Ο Μπουτσάκ ήταν αρχηγός της μεγάλης κουρδικής φατρίας των Μπουτσάκ, με ιδιωτικό στρατό μερικών χιλιάδων πολιτοφυλάκων, που με τις ευλογίες του κράτους ήλεγχαν την επαρχία Σιβέρεκ. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες ήταν υπεύθυνος για πλήθος δολοφονιών Κούρδων που θεωρούνταν ύποπτοι για συνεργασία με το ΡΚΚ. Ας σημειωθεί ότι η Μερσεντές συνοδευόταν και από υπηρεσιακό αυτοκίνητο της ασφάλειας με τρεις αστυνομικούς!

Υπό τη σκέπη του Μεχμέτ Αγάρ

Με αφορμή εκείνη την αποκάλυψη είχε τότε προκληθεί στην Τουρκία πολιτική κρίση, η οποία είχε τραυματίσει την “ιερότητα” του κράτους και το κύρος των δυνάμεων ασφαλείας. Το περιστατικό επιβεβαίωσε πανηγυρικά παλαιότερο δημοσίευμα ότι στους κόλπους των δυνάμεων ασφαλείας λειτουργούσε μια εγκληματική οργάνωση, η οποία διεκπεραίωνε βρόμικες επιχειρήσεις κυρίως εναντίον αριστερών οργανώσεων και του κουρδικού ΡΚΚ.

Η εν λόγω οργάνωση (την συγκροτούσαν Γκρίζοι Λύκοι) βρισκόταν υπό τον έλεγχο του διατελέσαντος αρχηγού αστυνομίας, υπουργού Δικαιοσύνης και υπουργού Εσωτερικών Μεχμέτ Αγάρ, επιδιδόταν παραλλήλως σε λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ληστείες, εκβιασμούς και δολοφονίες. Οι ταυτότητες ανώτερου κρατικού λειτουργού που είχε στην κατοχή του ο Τσατλί έφεραν την υπογραφή του ίδιου του Αγάρ! Υπό την πίεση του σκανδάλου, η τότε κυβέρνηση Ερμπακάν-Τσιλέρ είχε υποχρεωθεί να ζητήσει την παραίτηση του Αγάρ, μη παραλείποντας, όμως, να τον ευχαριστήσει. Ο Πεκέρ στα βίντεό του είχε κατονομάσει τον Αγάρ ως εμπλεκόμενο σε δολοφονία Τούρκου δημοσιογράφου το 1993.

Μετά από σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο Δημοκρατίας Ντεμιρέλ (Δεκέμβριος 1996), ο πρωθυπουργός Ερμπακάν είχε δηλώσει: «Η κατάσταση είναι σοβαρότερη απ’ ό,τι νομίζαμε και απ’ ό,τι γνωρίζει η κοινή γνώμη. Εμπλέκονται στρατιωτικοί, αστυνομία, πολιτικοί και μαφιόζοι». Από την πλευρά του ο Ετσεβίτ είχε δηλώσει: «Για την ύπαρξη αυτής της παράνομης οργάνωσης είχα μάθει για πρώτη φορά το 1974, όταν ήμουνα πρωθυπουργός. Κατά τη δεύτερη πρωθυπουργική μου θητεία ζήτησα από τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων τη διάλυση αυτής της οργάνωσης. Το πρόβλημα, όμως, δεν λύθηκε. Αργότερα, η Τανσού Τσιλέρ χρησιμοποίησε την ίδια οργάνωση για δικές της βρόμικες υποθέσεις».

Η ομολογία του Γιλμάζ

Ας σημειωθεί ότι ο σύζυγος της Τσιλέρ είχε επανειλημμένως και με στοιχεία κατηγορηθεί όχι μόνο για διαφθορά, αλλά και για στενή διαπλοκή με το παρακράτος και το οργανωμένο έγκλημα. Σύμφωνα με έκθεση της ΜΙΤ (1987), στενή διαπλοκή με το οργανωμένο έγκλημα είχε και ο Γιαχγιά Ντεμιρέλ, ανιψιός του τότε Προέδρου Δημοκρατίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (πρώην αρχηγός του Κόμματος του Ορθού Δρόμου και επανειλημμένως πρωθυπουργός).

Για να κατευνάσουν την κοινή γνώμη, ορισμένοι παράγοντες του βαθέος κράτους προσπάθησαν να καλύψουν το σκάνδαλο Σουσουρλούκ, επιρρίπτοντας όλες τις ευθύνες στον νεκρό Τσατλί, η σύζυγος του οποίου δήλωσε διαμαρτυρόμενη: «Ο άντρας μου δούλευε για το κράτος. Είκοσι δύο ημέρες μετά το πραξικόπημα του 1980, οι ένοπλες δυνάμεις τον έστειλαν να εκπαιδευθεί στο εξωτερικό. Όταν καταδικάστηκε και φυλακίσθηκε στην Ελβετία για λαθρεμπόριο ναρκωτικών, δραπέτευσε με τη βοήθεια του τουρκικού κράτους». Για τη συμμετοχή Τούρκων πρακτόρων σ’ αυτή την απόδραση υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες.

Την εποχή δε του Σουσουρλούκ, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιλμάζ είχε δεσμευθεί ότι, εάν γινόταν πρωθυπουργός, θα προχωρούσε σε κάθαρση. Όταν, όμως, το 1997 έγινε πρωθυπουργός, ομολόγησε δημοσίως: «Δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε περισσότερο από το 20-25% της αλήθειας. Τα αποδεικτικά στοιχεία είτε δεν μας παραδίδονται από κρατικούς υπαλλήλους είτε πλαστογραφούνται»! Είδαμε δε, πως η εμπλοκή και της κυβέρνησής του με το οργανωμένο έγκλημα, οδήγησε στην πτώση της…

Το “καλό παιδί” του στρατηγού Μπουγιούκανιτ

Μπορεί με το Σουσουρλούκ να έσπασε το σπυρί, αλλά το βαθύ κράτος δεν σταμάτησε τις βρόμικες πρακτικές. Τον Νοέμβριο του 2005 εξερράγη μια βόμβα σ’ ένα βιβλιοπωλείο της πόλης Σεμντινλί στη νοτιοανατολική Τουρκία, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν πρώην μέλος του ΡΚΚ. Στην επίθεση εκείνη, που κόστισε τη ζωή ενός ανθρώπου, συνελήφθησαν από παρευρισκόμενους πολίτες οι τρεις δράστες, οι οποίοι αποδείχθηκε ότι ήταν μέλη των μυστικών υπηρεσιών του στρατού. Για έναν απ’ αυτούς, ο στρατηγός Γιασάρ Μπουγιούκανιτ (τότε αρχηγός στρατού και μετέπειτα αρχηγός ενόπλων δυνάμεων) είχε σπεύσει να δηλώσει δημοσίως πως τον γνωρίζει και να διαβεβαιώσει πως «είναι καλό παιδί»! Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ήταν ένα από τα “παιδιά του”, αφού στη δεκαετία του 1990 ο Μπουγιούκανιτ ήταν στρατιωτικός διοικητής εκεί και ένας από τους αρχιτέκτονες του παρακρατικού κυκλώματος.

Ο εισαγγελέας της περιοχής Βαν, όπου υπάγεται το Σεμντινλί, Φερχάτ Σαρίκαγια είχε ασκήσει δίωξη εναντίον του στρατηγού Μπουγιούκανιτ γι’ αυτή την υπόθεση, αλλά η δίωξη σταμάτησε και ο εισαγγελέας υπέστη κυρώσεις! Ακόμα και ο διορισμένος από την κυβέρνηση Ερντογάν επικεφαλής της Τουρκικής Διεύθυνσης Ασφαλείας Σαμπρί Ουζούν, που είχε αποδώσει τη βομβιστική επίθεση στο βιβλιοπωλείο σε δάκτυλο του στρατού, στις 23 Μαρτίου 2006 απομακρύνθηκε από τη θέση του, κατόπιν πιέσεων του Γενικού Επιτελείου.

Ο ίδιος ο Ερντογάν είχε υποχρεωθεί να στηλιτεύσει όσους προσπαθούν να προκαλέσουν σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και των ενόπλων δυνάμεων. Είχε απευθύνει αυστηρή σύσταση στα στελέχη του κόμματός του, δηλώνοντας ότι «κανείς δεν δικαιολογείται να μη δείχνει σεβασμό προς τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, τις οποίες φυλάσσουμε ως κόρην οφθαλμού». Δεν είχε ακόμα έρθει η ώρα για τη δική του σύγκρουση μαζί τους.

Ένα άλλο δείγμα της νεότερης δράσης του παρακράτους είναι ο βασανισμός και η εκτέλεση τριών ατόμων του εκδοτικού οίκου Zirve (μεταξύ αυτών και ενός Γερμανού) στη Μαλάτια της ανατολικής Τουρκίας, τον Απρίλιο 2007. Το μοναδικό τους αμάρτημα ήταν ότι κυκλοφορούσαν τη Βίβλο και άλλα χριστιανικά βιβλία. Είχε προηγηθεί η δολοφονία ενός Ιταλού καθολικού ιερέα. Τότε ο τουρκικός Τύπος είχε αποδώσει τα εγκλήματα σε εθνικιστικές παρακρατικές ομάδες, οι οποίες δημιουργήθηκαν με την ανοχή μηχανισμών του κράτους.

Η τουρκική Δικαιοσύνη είχε απαγγείλει κατηγορίες σε ανώτερους και ανώτατους στρατιωτικούς για συμμετοχή στον σχεδιασμό εκείνων των δολοφονιών. Στις αρχές του 2013 δικαστήριο είχε διατάξει τη σύλληψη του αντιστρατήγου Τολόν ως υπόπτου για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ήταν πια η εποχή που ο Ερντογάν ξήλωνε το κεμαλικό βαθύ κράτος, με το οποίο στην πορεία συμμάχησε, αφού πρώτα είχε συγκρουστεί με τον Γκιουλέν…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

1 ΣΧΟΛΙΟ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια

“Το τουρκικό βαθύ κράτος ήταν και παραμένει αγκαλιά με τη μαφία!”

Το ελληνικό?

1
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx