Τοπική υπερδύναμη ή “Χάρτινη Τίγρης” η Τουρκία;
23/06/2022Το φοβικό σύνδρομο έχει τόσο βαθιά διαποτίσει τις ελληνικές ελίτ που τις καθιστά απόλυτα απρόθυμες να διακινδυνεύσουν την όποια σύγκρουση με την Τουρκία, ακόμα κι όταν αυτή παραβιάζει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ακόμα και κυριαρχία. Το φοβικό αυτό σύνδρομο διοχετεύθηκε από τα ΜΜΕ και προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται συστηματικά –στο όνομα του ρεαλισμού– κλίμα ηττοπάθειας στον ελληνικό λαό.
Οι προσπάθειες του Ερντογάν να καταστήσει την Τουρκία ισχυρή περιφερειακή δύναμη βασίστηκε στην αναβάθμιση των μέσων που διαθέτουν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Για να δοκιμάσει, μάλιστα, τα νεαποκτηθέντα στρατιωτικά μέσα ενεπλάκη σε σειρά επεμβάσεων. Μπορεί κάποιες να μην απέφεραν τα αποτελέσματα που ήθελε, αλλά κατοχύρωσαν την Τουρκία σαν παίκτη στην περιφερειακή σκακιέρα. Κάπως έτσι, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν διασπαρεί σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Αζερμπαϊτζάν, Ουκρανία, αλλά και σε υπερπόντιες βάσεις σε κατεχόμενη Κύπρο, Κατάρ και Σομαλία.
Ακόμα και στην πανδημία, η οποία στρέβλωσε τις οικονομικές και γεωπολιτικές φιλοδοξίες πολλών χωρών, ο Ερντογάν παρέμεινε απτόητος στο δικό του κυνήγι της δόξας. Χρησιμοποιεί πότε τη “μαλακή ισχύ” του ισλαμισμού που καλλιεργεί για να ενδυναμώσει την επιρροή του στην Αφρική και την Νοτιοανατολική Ασία και πότε την στρατιωτική και τεχνολογική του ισχύ για να εδραιώσει τον τουρκική στρατιωτική παρουσία σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Παράλληλα, κλιμακώνει την επεκτατική πίεση σε Κύπρο και Ελλάδα.
Τη δεκαετία 2000, ο μετασχηματισμός του τουρκικού στρατού περιστράφηκε γύρω από προκλήσεις υβριδικού πολέμου. Τα τρομοκρατικά κινήματα που έβλεπε ο Ερντογάν στο κατώφλι της Τουρκίας είχαν αποκτήσει ασύμμετρες δυνατότητες, όπως προηγμένα φορητά συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας και αντιαρματικούς πυραύλους. Για να επικρατήσουν σε περίπλοκα πεδία μαχών, οι Τούρκοι ανέπτυξαν νέες δυνατότητες.
Μία από αυτές είναι τα επιθετικά drones. Η επιβίωση των τεθωρακισμένων είναι πρόβλημα στον σύγχρονο πόλεμο. Η Τουρκία απέκτησε ανθεκτικά σε νάρκες και προστατευόμενα από ενέδρα (MRAP) οχήματα μάχης, προμηθεύτηκε και συμπαρήγαγε ουκρανικά συστήματα ενεργητικής προστασίας Zaslon-L και εξόπλισε με αυτά άρματά της. Η Άγκυρα χρησιμοποιεί, επίσης, εκπαιδευμένους από την ίδια μισθοφόρους τζιχαντιστές, που τους εξήγαγε από τη Συρία στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Επιθυμία για νέα σύνορα
Οι τουρκικές στρατιωτικές συμβουλευτικές αποστολές ξεπερνούν τα επίσημα όρια των δραστηριοτήτων τους. Η Σομαλία είναι ένα καλό παράδειγμα. Οι απόφοιτοι των σομαλικών στρατιωτικών σχολών τραγουδούν τον ύμνο της Τουρκικής Στρατιωτικής Ακαδημίας. Οι Σομαλοί κομάντος ορκίζονται στην τουρκική γλώσσα! Συνολικά, στο Κέρας της Αφρικής, η Τουρκία εκτρέφει μια νέα τουρκο-προσανατολισμένη στρατιωτική γενιά.
Η τάση των Τούρκων να βασίζονται σε drones έχει διαμορφώσει τη στάση τους στο εξωτερικό. Ανέπτυξαν αεροσκάφη παρακολούθησης στη κατεχόμενη Κύπρο για πρώτη φορά από το 1974, ενώ τα τουρκικά drones επιχειρούν τακτικά σε Συρία, βόρειο Ιράκ και Λιβύη (πριν την εκεχειρία). Τη δεκαετία 1990, η στρατιωτική πολιτική της Άγκυρας βασίστηκε σε δύο πυλώνες:
- Πρώτον, υπήρχε η Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική της “ενεργητικής αποτροπής” που προωθήθηκε από τον τότε αρχηγού ΓΕΕΘΑ (1998-2002) στρατηγό Χουσεΐν Κιβρίκογλου και προέβλεπε τη χρήση βίας για την αντιμετώπιση των απειλών ασφαλείας στην πηγή τους.
- Δεύτερον, ήταν το στρατιωτικό-γεωστρατηγικό δόγμα των “δυόμιση πολέμων“. Αυτό αναφερόταν στην ετοιμότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να πολεμήσουν ταυτόχρονα εναντίον της Ελλάδας, της Συρίας (πριν τον εμφύλιο πόλεμο) και των ανταρτών του PKK.
Οι εκστρατείες της Τουρκίας στο βόρειο Ιράκ, οι αντιπαραθέσεις με την Ελλάδα και η πολιτική “μέγιστης πίεσης” στο καθεστώς του πατρός Άσαντ για να απελάσει τον Οτσαλάν, προήλθαν από τις προαναφερθείσες αντιλήψεις. Με άλλα λόγια, από τη δεκαετία 1990, η Άγκυρα ήθελε να χρησιμοποιήσει ενεργά τη στρατιωτική της δύναμη. Τώρα πλέον δείχνει πολιτικό-στρατιωτικό ενδιαφέρον για έναν ευρύτερο χώρο, οι δε ένοπλες δυνάμεις της βασίζονται σε ισχυρότερη αμυντική βιομηχανία.
Εκτός αυτού, η κεμαλική στρατιωτική ελίτ της δεκαετίας 1990 ανήκει στο παρελθόν. Και στις ένοπλες δυνάμεις επικρατούν πλέον οι συντηρητικές ισλαμιστικές αντιλήψεις του Ερντογάν. Η τουρκο-ισραηλινή στρατιωτική συνεργασία ανήκει επίσης στο παρελθόν, Τώρα υπάρχει η συνεργασία Τουρκίας-Κατάρ. Ωστόσο, κατά βάθος, η στρατιωτική πτυχή της τουρκικής διπλωματίας δεν έχει αλλάξει.
Ετοιμότητα για εμπλοκή
Και η μετακεμαλική Τουρκία πρόβαλε επιδεικτικά τη στρατιωτική ισχύ της και ήταν έτοιμη να εμπλακεί δυναμικά σε περιφερειακά μέτωπα, αν και όχι με την ευκολία του Ερντογάν. Πολλοί εξυμνούσαν και συνεχίζουν να εξυμνούν τη στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας και την ετοιμότητά της να την χρησιμοποιήσει, παραβλέποντας τα αποτελέσματα επί του πεδίου και βασιζόμενοι μόνο στην καταμέτρηση ενόπλων και οπλικών συστημάτων.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι όπως φαίνονται. Οι Τούρκοι συνάντησαν σθεναρή αντίσταση σε Ιράκ και Συρία και απώλεσαν συγκριτικά μεγάλο αριθμό οχημάτων και αρμάτων. Κανείς, όμως, δεν στάθηκε να αναλύσει γιατί συνέβη αυτό. Στη Συρία η χρήση των μισθοφόρων απέτρεψε μαζικές απώλειες Τούρκων (αλλά όχι και τζιχαντιστών). Η χρήση αρμάτων σε στατικούς ρόλους, σε κορυφές λόφων, σε ρόλους που κανένας αρματιστής δεν θα ενέκρινε, αλλά και η εξουδετέρωση αρμάτων σε καλοσχεδιασμένες ενέδρες, δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά όσον αφορά την εκπαίδευση και την διοίκηση, αλλά και τον επιτελικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων.
Ταυτόχρονα, οι ελληνοτουρκικές κόντρες ναυτικών μονάδων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο έδειξαν ότι το τουρκικό Ναυτικό, παρά την σχετική υπεροπλία του, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σωστά. Στην πραγματικότητα, οι ειδικοί έβαλαν κακούς βαθμούς στο τουρκικό Ναυτικό. Στο Αιγαίο, οι Έλληνες πιλότοι αντιμετωπίζουν πλέον μια νέα φουρνιά Τούρκων πιλότων, οι οποίοι δεν διακρίνονται ούτε για τις δεξιότητες ούτε για την ψυχραιμία τους. Οι επιπτώσεις από τις μαζικές διώξεις πιλότων μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Όλα αυτά καθιστούν πιθανότερο ένα “ατύχημα”.
Διώξεις αξιωματικών
Ενώ, λοιπόν, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις παραμένουν ισχυρές στα χαρτιά, υποφέρουν από σειρά προβλημάτων που προκλήθηκαν από τις πολιτικές του Ερντογάν. Το κυριότερο είναι η έλλειψη ηγητόρων στις ένοπλες δυνάμεις. Επί κυβερνήσεων Ερντογάν το σώμα των αξιωματικών έχει υποστεί καίρια πλήγματα από τα αλλεπάλληλα κύματα διώξεων. Πρώτα οι διώξεις κεμαλικών για συνωμοσία και σχεδιασμό πραξικοπήματος (Ergenekon, Balyoz). Η στροφή του Ερντογάν εναντίον του δικτύου Γκιουλέν δρομολόγησε νέο κύκλο διώξεων. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, οι διώξεις στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και σε όλο το κράτος προσέλαβαν διαστάσεις πλημμυρίδας, η οποία έξι χρόνια μετά δεν λέει να σταματήσει.
Οι εκδιωχθέντες αξιωματικοί μόνο μετά το 2016 είναι με πολύ συντηρητικούς υπολογισμούς 15-20.000. Το ποσοστό είναι μεγαλύτερο στους πιλότους μαχητικών και σε ανώτατους αξιωματικούς. Υπολογίζεται ότι μέχρι πριν τέσσερα χρόνια πάνω από το 20% όλων των αξιωματικών και στους τρεις κλάδους είχαν εκδιωχθεί και έκτοτε οι διώξεις συνεχίζονται. Οι περισσότεροι εκ των διωχθέντων είναι δυτικόφρονες και περισσότερο μορφωμένοι, δεδομένου ότι είχαν την ευθύνη για την διαλειτουργικότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων με το ΝΑΤΟ. Μετά το πραξικόπημα η συντριπτική πλειονότητα των Τούρκων αξιωματικών που υπηρετούσαν σε θέσεις εξωτερικού ζήτησαν πολιτικό άσυλο!
Οι διώξεις αξιωματικών της Αεροπορίας δημιούργησε επιχειρησιακό χάσμα, στερώντας έμπειρους πιλότους F-16, με αποτέλεσμα αυτό που προαναφέραμε. Η Αεροπορία είχε σχεδόν δύο πιλότους για καθένα από τα 320 μαχητικά της πριν από το πραξικόπημα, αλλά η απόλυση 280 πιλότων μείωσε αυτή την αναλογία σε λιγότερους από έναν πιλότο ανά F-16 από τον Σεπτέμβριο του 2017. Εν μέρει λόγω κι αυτού του κενού έγινε η στροφή προς τα drones. Εκτός, όμως, από πιλότους, η τουρκική Αεροπορία πάσχει και στο επίπεδο των επιτελικών αξιωματικών με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην ποιότητα του σχεδιασμού επιχειρήσεων.
Οι κυρώσεις ακυρώνουν
Ένας δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά το αξιόμαχο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είναι οι κυρώσεις. Δεν είναι μόνο ο εξοβελισμός της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35. Η μη αποστολή ανταλλακτικών για αμερικανικής κατασκευής οπλικά συστήματα και υποσυστήματα έχει πλήξει ανεπανόρθωτα την τουρκική αεροπορία, η οποία προς το παρόν διατηρεί κάποια αεροσκάφη επιχειρησιακά με “κανιβαλισμό” άλλων. Γι’ αυτό έχει κρίσιμη σημασία για την Τουρκία η έγκριση για αγορά 40 νέων F-16 Viper και η αναβάθμιση άλλων 80 F-16 που βρίσκονται στο τουρκικό οπλοστάσιο.
Η απαγόρευση πώλησης στην Τουρκία γερμανικών κινητήρων και κιβωτίων ταχυτήτων αποτελμάτωσε το πρόγραμμα κατασκευής του τουρκικού άρματος Altay. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν πολλά οπλικά συστήματα τουρκικής κατασκευής που είχαν ήδη αναπτυχθεί, ή βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης. Η εξάρτηση από την παροχή άδειας εξαγωγής από τις ΗΠΑ δεν επιτρέπει την εξεύρεση ανταλλακτικών από άλλες πηγές, όπως το Πακιστάν.
Οι κυρώσεις πλέον απειλούν και το φιλόδοξο πρόγραμμα των drones, καθώς η Τουρκία δεν μπορεί να εισαγάγει αισθητήρες, κινητήρες και ηλεκτρονικά. Είναι ενδεικτικό ότι το τουρκικό πολεμικό σκάφος Anadolu δεν μπορεί να βρει κατάλληλα αεροσκάφη, με αποτέλεσμα από αεροπλανοφόρο να μετατραπεί μάλλον σε ελικοπτεροφόρο, ή σε σκάφος εξοπλισμένο με drones.
Χάρτινη Τίγρης
Ταυτόχρονα με όλα αυτά, ο Ερντογάν βρίσκεται σε ολοένα πιο δυσχερή γεωστρατηγικά θέση, καθώς τα “άλογα”, στα οποία έχει ποντάρει δεν πάνε και τόσο καλά. Στη Συρία ελέγχει κάποια εδάφη, αλλά η στρατηγική της ανατροπής του Άσαντ και της μετατροπής της Συρίας σε τουρκικό προτεκτοράτο έχει ναυαγήσει οριστικά. Η επένδυση στη Μουσουλμανική Αδελφότητα μετέτρεψε την Αίγυπτο, αλλά και τη Σαουδική Αραβία σε εχθρούς του.
Στο Ιράκ έχει αποτύχει να συντρίψει το PKK. Στη Λιβύη τον πιέζουν να αποσύρει τις δυνάμεις του, αν και όλοι αναγνωρίζουν την Τουρκία ως βασικό παράγοντα στις διαπραγματεύσεις για πολιτική λύση. Εξ ου και σε αντίθεση με την Ελλάδα είναι μονίμως προσκεκλημένη στις σχετικές Διασκέψεις. Στο δε Ναγκόρνο Καραμπάχ είχε απτό θετικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, ο Ερντογάν συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν ηγέτης μεγάλης δύναμης, την ώρα που μισθοφόροι τον εγκαταλείπουν για αθέτηση οικονομικών υποχρεώσεων.
Καθώς λέει και ο Κικέρων «τα χρήματα είναι οι τένοντες του πολέμου». Και σ’ αυτόν το τομέα οι πολιτικές Ερντογάν προσθέτουν άλλο ένα πλήγμα στις φθίνουσες δυνατότητες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Με την τουρκική οικονομία να είναι πια στα γόνατα ο νεοοθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός του Ερντογάν καθίσταται ολοένα και πιο μετέωρος. Μπορεί στα χαρτιά η Τουρκία να δείχνει ισχυρή, στην πράξη όμως φθίνει και δεν αποκλείεται προσεχώς να μετατραπεί σε σκιά του εαυτού της, ή όπως θα έλεγε ο Μάο σε μια “χάρτινη τίγρη”.