Τορπίλη οι αμερικανικές κυρώσεις στην τουρκική πολεμική βιομηχανία
21/12/2020Στις 14 Δεκεμβρίου του 2020, η Ουάσιγκτον επέβαλε κυρώσεις στον Στρατιωτικό Οργανισμό Προμηθειών της Τουρκίας (SSB) εφαρμόζοντας τον “Νόμο για την Αντιμετώπιση των Εχθρών της Αμερικής μέσω Κυρώσεων”, γνωστό ως CAATSA (Countering America’s Adversaries through Sanctions Act), που εστιάζει στην ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη και την Ευρασία.
Ο Nόμος CAATSA επιτάσσει ρητά τον τερματισμό των αμερικανικών πωλήσεων όπλων και την επιβολή κυρώσεων σε οποιαδήποτε χώρα, εν προκειμένω στην Τουρκία, που συνεργάζεται με απαγορευμένες ρωσικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής κρατικής αεροπορικής εταιρείας “MKB Fakel”, που παράγει το αντιπυραυλικό σύστημα S-400. Οι αμερικανικές κυρώσεις που επιλέχθηκαν από τους Αμερικανούς υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών σε βάρος του Στρατιωτικού Οργανισμού Προμηθειών της Τουρκίας (SSB), όπως αυτές περιλαμβάνονται στο Εκτελεστικό Διάταγμα 13849, προβλέπουν τα εξής:
Πρώτον, την απαγόρευση χορήγησης συγκεκριμένων αμερικανικών αδειών εξαγωγής και αδειών για οποιαδήποτε στρατιωτικά αγαθά ή τεχνολογία. Δεύτερον, την απαγόρευση χορήγησης δανείων ή πιστώσεων από αμερικανικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα ύψους άνω των 10 εκατομμυρίων δολαρίων, για οποιαδήποτε περίοδο εντός 12 μηνών. Τρίτον, την απαγόρευση χορήγησης βοήθειας μέσω της αμερικανικής Τράπεζας Εξαγωγών-Εισαγωγών (Export-Import Bank).
Τέταρτον, την απαίτηση να αντιταχθούν οι ΗΠΑ σε δάνεια από διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που ωφελούν τον τουρκικό Στρατιωτικό Οργανισμό Προμηθειών. Πέμπτον, κυρώσεις καθολικού αποκλεισμού και περιορισμούς στις θεωρήσεις εισόδου (visas) για τέσσερα ανώτατα στελέχη της SSB. Μεταξύ αυτών προβλέπεται το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων εντός της δικαιοδοσίας των ΗΠΑ, που ανήκουν στα τέσσερα στελέχη του τουρκικού οργανισμού και η γενικότερη απαγόρευση σε Αμερικανούς πολίτες να προβαίνουν σε κάθε είδους συναλλαγή μαζί τους.
Ο αντίκτυπος στην τουρκική πολεμική βιομηχανία
Σε ενημερωτικό δελτίο, που εξέδωσε στις 14 Δεκεμβρίου 2020 το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, αποσαφηνίζεται ότι οι αμερικανικές κυρώσεις δεν αποσκοπούν στην υπονόμευση των στρατιωτικών δυνατοτήτων ή την απομείωση της επιχειρησιακής ετοιμότητας της Τουρκίας, αλλά στην επιβολή κόστους στη Ρωσία ως απάντηση στο ευρύ φάσμα των κακόβουλων δραστηριοτήτων της.
Επίσης στο δελτίο υπενθυμίζεται ότι η Ουάσιγκτον είχε πολλάκις καταστήσει σαφές στην τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ότι η αγορά του συστήματος S-400, αφενός θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της αμερικανικής στρατιωτικής τεχνολογίας και προσωπικού και αφετέρου θα παρείχε σημαντικά κονδύλια στον ρωσικό αμυντικό τομέα, καθώς και ρωσική πρόσβαση στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και την πολεμική βιομηχανία.
Στην πραγματικότητα και παρά το γεγονός ότι η αυστηρότητα των αμερικανικών κυρώσεων επιδέχεται συζήτησης, αυτές εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε αμυντικές συμβάσεις, των οποίων η διαπραγμάτευση και τελική υπογραφή, συντελείται από τον Στρατιωτικό Οργανισμό Προμηθειών της Τουρκίας. Ως γνωστόν, ο τουρκικός οργανισμός “τρέχει” εκατοντάδες προγράμματα οπλικών συστημάτων και προσοδοφόρα αμυντικά συμβόλαια. Συνιστά κεντρικό παίκτη για την ενίσχυση της διεθνούς αμυντικής συνεργασίας της Τουρκίας σε τομείς, όπως η μεταφορά τεχνολογίας και οι συμπαραγωγές.
Προβλήματα στις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού
Παρότι οι αμερικανικές κυρώσεις δεν θα έχουν αντίκτυπο στις ήδη εκδοθείσες άδειες εξαγωγής, σημαντικά προβλήματα εκτιμάται ότι θα δημιουργηθούν σε αμυντικά προγράμματα αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως στο πρόγραμμα για τη νέα κλάση τουρκικών φρεγατών Istanbul-class, το νέο εκπαιδευτικό αεροσκάφος Hurjet και το εγχώριο μαχητικό πέμπτης γενιάς TFX.
Η απαγόρευση προμήθειας αμερικανικού στρατιωτικού υλικού σε τουρκικές εταιρίες αναμένεται να οδηγήσει σε σοβαρές καθυστερήσεις, όσον αφορά την εκτέλεση δρομολογηθέντων τουρκικών εξοπλιστικών προγραμμάτων. Χωρίς την μεταφορά αμερικανικής τεχνογνωσίας τίθεται επίσης σε κίνδυνο η υλοποίηση του προγράμματος αναβάθμισης των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών F-16, με ραντάρ που αναπτύσσει η αμυντική εταιρία Aseslan.
Προσθέτως, η απαγόρευση χορήγησης συγκεκριμένων αμερικανικών αδειών εξαγωγής, δύναται να οδηγήσει σε αναβολή ή ακύρωση της πώλησης στρατιωτικού υλικού από την Τουρκία σε τρίτες χώρες. Άξιο αναφοράς είναι το τουρκικό επιθετικό ελικόπτερο Τ129 helos, για το οποίο η εξαγωγή 30 μονάδων στο Πακιστάν έχει αναβληθεί, λόγω της αμερικανικής άρνησης να παραχωρήσει στην Τουρκία άδεια εξαγωγής τεχνολογίας που άπτεται του κινητήρα του ελικοπτέρου.
Η τουρκική απόφαση ανάθεσης στην κρατική τουρκική εταιρεία “Tusas Engine Industries” (TEI) να αναπτύξει εγχώριο κινητήρα για το Τ129 helos έχει οδηγήσει σε χρονικές καθυστερήσεις, με ορατό τον κίνδυνο ματαίωσης της συμφωνίας πώλησης ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Έωλα τα τουρκικά επιχειρήματα
Η προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας μετά την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων, να διασκεδάσει τις ανησυχίες της Ουάσιγκτον ως προς την απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400, στερείται ρεαλισμού. Και τούτο διότι η μείωση της διαλειτουργικότητας του ΝΑΤΟ είναι δεδομένη, υπό την έννοια ότι το σύστημα S-400 δεν είναι συμβατό με τις νατοϊκές και τις αμερικανικές υποδομές που βρίσκονται επί τουρκικού εδάφους. Ως εκ τούτου το ρωσικό πυραυλικό σύστημα θα πρέπει να λειτουργήσει σε αυτόνομη βάση.
Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ανταλλαγής διαβαθμισμένων πληροφοριών μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας σχετικά με τον τρόπο που το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 λειτουργεί έναντι των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών. Το τουρκικό επιχείρημα ότι δήθεν η Ουάσιγκτον αρνήθηκε την πώληση του αντιπυραυλικού συστήματος Patriot, με συνέπεια να οδηγηθεί η Τουρκία στην αναζήτηση του εναλλακτικού ρωσικού συστήματος είναι ανυπόστατο.
Στην πραγματικότητα, οι αμερικανοτουρκικές συζητήσεις για την απόκτηση του αντιαεροπορικού και αντιβαλλιστικού συστήματος Patriot οδηγήθηκαν σε ναυάγιο, με αποκλειστική υπαιτιότητα της Τουρκίας, καθώς η τελευταία απαιτούσε την μεταφορά τεχνολογίας, μαζί με τους πηγαίους κωδικούς του συστήματος. Η απόκτηση αυτών από την Άγκυρα θα επέτρεπε στην τουρκική πολεμική βιομηχανία να αντιγράψει τους Patriot και να πωλήσει σε τρίτες χώρες μία νέα τουρκική έκδοση του αντιπυραυλικού συστήματος, καταστρατηγώντας με αυτό τον τρόπο το εμπορικό πλεονέκτημα της αμερικανικής εταιρίας Raytheon.
Το πόσο μάλιστα επιφανειακή είναι η επιχειρηματολογία της Άγκυρας, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ούτε η Ρωσία μετέφερε στην Τουρκία τεχνολογία και πηγαίους κωδικούς του συστήματος S-400. Υπό αυτά τα δεδομένα, το εύλογο ερώτημα το οποίο ανακύπτει συνίσταται στο τι μέλλει γενέσθαι με αφορμή τις αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας
Ισχυρό αμερικανικό μήνυμα
Στο εσωτερικό μέτωπο, η δημοτικότητα του Τούρκου προέδρου βαίνει μειούμενη, όπως αποτυπώθηκε άλλωστε και στις δημοτικές εκλογές του 2019, όπου το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, έχασε τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης από την κεμαλική αντιπολίτευση (CHP). Την ίδια στιγμή, η άσχημη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και η προβληματική διαχείριση της κρίσης του κορoνοϊού, έχουν προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στην τουρκική κοινωνία, με συνέπεια η στήριξη στο κυβερνών κόμμα να φθάνει μόλις το 30 τοις εκατό, σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ο Τούρκος πρόεδρος εκτιμάται ότι πιθανώς να επιχειρήσει την εργαλειοποίηση των κυρώσεων, με στόχο την αύξηση της δημοτικότητάς του, αποδίδοντας τις όποιες εσωτερικές προκλήσεις της Τουρκίας στις αμερικανικές κυρώσεις. Στο επίπεδο των σχέσεων με την Ρωσία, οι τουρκορωσικές σχέσεις διακρίνονται από μία ιδιαίτερη δυναμικἠ, παρά τη στήριξη της Άγκυρας και της Μόσχας προς αντίπαλες πλευρές σε περιφερειακές κρίσεις όπως στη Συρία, την Λιβὐη και στην πρόσφατη διένεξη Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν.
Το διττό ζήτημα το οποίο αναδύεται συνίσταται στην πιθανότητα, από την μία πλευρά οι αμερικανικές κυρώσεις να σηματοδοτήσουν ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, ειδικά ως προς τον τρόπο που το τελευταίο αντιμετωπίζει την Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, οι αμερικανικές κυρώσεις στέλνουν ένα ισχυρό μήνυμα στην Άγκυρα, με σκοπό να προσδεθεί στο άρμα του ΝΑΤΟ, ειδικά ως προς την ανάσχεση της Ρωσίας. Η τελική επιλογή της Άγκυρας θα καθορίσει εν πολλοίς το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Γενικά, η επιβολή αμερικανικών κυρώσεων στην Τουρκία προσφέρουν την ευκαιρία στις ΗΠΑ να στείλουν μήνυμα σε χώρες όπως η Ινδία, η Αίγυπτος και το Κατάρ, που έχουν συμφωνήσει ή που προτίθενται να αγοράσουν ρωσικά οπλικά συστήματα. Ένα μήνυμα ότι δεν πρόκειται να γίνει ανεκτή η ρωσική επιλογή και ότι θα εφαρμοστεί πλήρως τον “Νόμο για την Αντιμετώπιση των Εχθρών της Αμερικής μέσω Κυρώσεων”, όπως συνέβη στην περίπτωση της Τουρκίας.