Τουρκία: Αναγκαστικός προσανατολισμός στην εξωτερική πολιτική – Υπό πίεση η δυτική ρότα της Άγκυρας
31/10/2025 
                        
                        
                    Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας φαίνεται να εισέρχεται σε μια περίοδο ρεαλιστικής προσαρμογής και εξαναγκασμένου επαναπροσανατολισμού. Όπως επισημαίνει ο πρώην διπλωμάτης και αναλυτής Αϊντίν Σεζέρ, η Άγκυρα στρέφεται σταδιακά και σιωπηλά προς τη Δύση — όχι από στρατηγική επιλογή, αλλά υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και της ανάγκης πολιτικής νομιμοποίησης.
Παρά το γεγονός ότι τα επιμέρους γεγονότα φαίνονται ασύνδετα —από τη στάση της Τουρκίας στη Γάζα, έως τη σιωπή της για τα αποτελέσματα των «εκλογών» στα Κατεχόμενα και την παρουσίαση της αγοράς μεταχειρισμένων μαχητικών ως «εθνικής επιτυχίας»— ο Sezer υποστηρίζει ότι όλα αποτελούν κομμάτια μιας ευρύτερης στρατηγικής στροφής προς τη Δύση.
Η Τουρκία, σύμφωνα με τον Σεζέρ, περνά μια «πικρή δοκιμασία αλήθειας» στο μέτωπο της Γάζας. Η απόρριψη από το Ισραήλ της ιδέας να συμμετάσχουν Τούρκοι στρατιώτες σε πιθανή διεθνή δύναμη παρακολούθησης εκεχειρίας δεν αποτέλεσε έκπληξη, δεδομένης της ανοιχτής υποστήριξης της Άγκυρας προς τη Χαμάς και της σκληρής ρητορικής του προέδρου Ερντογάν του Ισραήλ. Η πρωτοβουλία του Ερντογάν να ανακοινώσει συμμετοχή της Τουρκίας («Θεού θέλοντος, θα είμαστε κι εμείς εκεί») παρουσιάστηκε ως δείγμα κύρους, όμως, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, στηριζόταν σε επισφαλή βάση, χωρίς νομικό πλαίσιο και χωρίς διεθνή κάλυψη από τον ΟΗΕ. Χώρες-κλειδιά της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, αντιμετώπισαν με δυσπιστία αυτή την πρόταση, θεωρώντας την αυτοπροβολή χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν διαμόρφωνε την ατζέντα αλλά καθόταν στο τραπέζι κατ’ επιθυμία τρίτων -του Τραμπ και του Νετανιάχου- έχοντας ρόλο διαμεσολαβητή προς τη Χαμάς. Η απόρριψη της τουρκικής εμπλοκής, προσθέτει, αποτελεί την πιο σαφή απόδειξη της αποτυχίας μιας εξωτερικής πολιτικής που καθοδηγείται από εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες.
Κύπρος και αναδίπλωση
Η στάση της Άγκυρας μετά τις πρόσφατες «εκλογές» στα Κατεχόμενα σηματοδοτεί, κατά το δημοσίευμα, μια στροφή 180 μοιρών στην πολιτική της για το Κυπριακό. Η νίκη του Ερχουρμάν, υποστηρικτή της ομοσπονδιακής λύσης, δεν προκάλεσε καμία δημόσια αντίδραση από την τουρκική κυβέρνηση — γεγονός που ερμηνεύθηκε ως ενδεικτικό της προσεκτικής αποφυγής έντασης με την Ε.Ε. και την Ελλάδα. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε ο ηγέτης του MHP Μπαχτσελί, ο οποίος σε υψηλούς τόνους δήλωσε ότι «αν η Ντούζτσε είναι η 82η επαρχία, τότε η Λευκωσία πρέπει να είναι η 83η».
Ωστόσο, πίσω από τη ρητορική του εθνικιστή εταίρου, η κυβέρνηση Ερντογάν τηρεί σιγή και αποφεύγει κάθε πρόκληση: ούτε τα ερευνητικά σκάφη κινούνται, ούτε αντιδρά στις συνεργασίες Κύπρου – Ισραήλ. Αυτή η στάση αποκαλύπτει μια συνειδητή στρατηγική επαναπροσέγγισης με την Ευρώπη — κυρίως με τη Γερμανία — με στόχο: την επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης,
και τη διεκδίκηση μεριδίου από τα 150 δισ. ευρώ του ευρωπαϊκού ταμείου SAFE. Η Άγκυρα επιχειρεί, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, να προβάλει εικόνα “αρμονίας” προς τη Δύση, ενώ οι δηλώσεις Μπαχτσελί λειτουργούν ως «βαλβίδα εκτόνωσης» για το εσωτερικό, διαβεβαιώνοντας τις δυτικές πρωτεύουσες ότι ο εταίρος δεν εκφράζει κυβερνητική γραμμή.
Eurofighter και πολιτική βιτρίνα
Η υπόθεση της αγοράς των Eurofighter αποτελεί, σύμφωνα με τον Sezer, παράδειγμα στρατηγικής σύγχυσης και πολιτικού θεάματος. Μετά την κρίση των S-400 και τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35, η κυβέρνηση προσπάθησε να παρουσιάσει την εγκατάλειψη των αμερικανικών μαχητικών ως εθνική επιτυχία. Αργότερα, επικαλέστηκε το υπό ανάπτυξη εγχώριο αεροσκάφος Kaan για να καλύψει την απουσία εναλλακτικών επιλογών.
Στην πράξη, όμως, η Άγκυρα στράφηκε στην αγορά μεταχειρισμένων Eurofighter από το Κατάρ και το Ομάν, ενώ οι νέες μονάδες από το Ηνωμένο Βασίλειο αναμένονται το 2030. «Ακόμη κι ένας απλός έμπορος δεν θα έκανε μια τέτοια επιλογή», σχολιάζει δηκτικά ο Σεζέρ, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία πολιτική βιτρίνα χωρίς στρατιωτικό βάθος. Η επιλογή αυτή, κατά τον ίδιο πάντα αρθρογράφο, σηματοδοτεί μια προσπάθεια μετατόπισης της αμυντικής πολιτικής προς την Ευρώπη, σε μια περίοδο που η Άγκυρα επιδιώκει να αποδείξει την προσήλωσή της στη δυτική συμμαχία. Όμως, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει την απουσία μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού και την εξάρτηση των αμυντικών επιλογών από πολιτικές σκοπιμότητες.
Το δημοσίευμα συνοψίζει ότι η Τουρκία δεν αλλάζει κατεύθυνση από στρατηγική βούληση, αλλά από ανάγκη. Η ρητορική της «ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής» έχει δώσει τη θέση της σε έναν ρεαλισμό με ευρωπαϊκό πρόσημο, προσαρμοσμένο στις οικονομικές και πολιτικές απαιτήσεις της εποχής. «Η Τουρκία προσπαθεί να επαναβεβαιώσει τη θέση της στο δυτικό στρατόπεδο», γράφει, «όχι επειδή το επέλεξε, αλλά επειδή την ωθούν οι συνθήκες». Το ερώτημα, καταλήγει, είναι αν αυτή η μετατόπιση θα αποτελέσει μακρόπνοη στρατηγική επιλογή ή μια σειρά τακτικών συμβιβασμών που αποσκοπούν στην αποφυγή μιας νέας κρίσης. Για την ώρα, σημειώνει, «κάθε βήμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να πληρώνεται με μια παραχώρηση σε κάτι άλλο».
 
    




