Τουρκική αεράμυνα: Όπλα, διπλωματία και εσωτερικός ανταγωνισμός
22/11/2021Είναι πλέον εμφανές στο παγκόσμιο στερέωμα ότι η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν έχει ακολουθήσει μια ιδιαίτερα επιθετική πορεία στην εξωτερική της πολιτική κατά την τελευταία δεκαετία, σε αντιδιαστολή με την πολιτική της ήπιας ισχύος που είχε υιοθετήσει την περίοδο του Αχμέτ Νταβούτογλου, με αποτέλεσμα η χώρα να έχει επιδιώξει την άμεση εμπλοκή της σε αρκετές περιφερειακές συγκρούσεις σε Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία και Βόρεια Αφρική.
Η διαδρομή αυτή έδειξε να αποτελεί μονόδρομο για τη διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας του Ερντογάν, ιδιαίτερα μετά και τις εκκαθαρίσεις στις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις και την Πολεμική Αεροπορία ειδικότερα, ύστερα από την αποτυχημένη στρατιωτική απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016.
Σύμφωνα με τον Burak Bekdil, ο αριθμός των υψηλόβαθμων αξιωματικών της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας μειώθηκε άμεσα από τους 72 στους 44 και των πιλότων από 1.350 στους 680 και ύστερα από κύμα αναγκαστικών παραιτήσεων γύρω στους 400. Η εμπιστοσύνη του Ερντογάν στο ανθρώπινο δυναμικό της Πολεμικής Αεροπορίας έδειξε να είναι στο ναδίρ και η στροφή στο ρωσικό παράγοντα φάνταζε επιτακτική.
Πράγματι, η άμεση εμπλοκή των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Συρία, τη Λιβύη και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ κατάφερε να στρέψει την προσοχή πολιτών και στρατιωτικών στη λεωφόρο του ακραίου εθνικισμού. Ωστόσο, η αύξηση του βαθμού αστάθειας στις συγκεκριμένες περιοχές μπορεί να προκαλέσει οποιαδήποτε αλληλουχία γεγονότων με δυσάρεστες “εκπλήξεις” τόσο για τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις όσο και για το ίδιο το πολιτειακό καθεστώς.
Η τουρκική αεράμυνα
Η ψύχρανση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, λόγω της απόφασης του Έρντογάν να “ενισχύσει” τον τομέα της αεράμυνας μέσω της ρωσικής “επένδυσης”, σε κάποιους αναλυτές φαντάζει ως μια δικαιολογία που προσπαθεί να καλύψει την απόπειρα απεξάρτησης της Τουρκίας από το στρατιωτικο-βιομηχανικό πλέγμα της Δύσης. Σε κάποιους άλλους φαντάζει ως η “εκδίκηση” του Στρατού Ξηράς και των οπαδών της πρωτοκαθεδρίας των “boots on the ground” έναντι συναδέλφων τους που είναι, λόγω του όπλου που υπηρετούν, τεχνολογικά και επιχειρησιακά σε ανώτερο επίπεδο.
Μια σύντομη αλλά περιεκτική περιδιάβαση στην “αχίλλειο πτέρνα” της Τουρκίας, την αεράμυνα, ίσως προσφέρει τη δυνατότητα σχηματισμού καλύτερης οπτικής για το συγκεκριμένο θέμα. Η τουρκική αντιαεροπορική ασπίδα αποτελείται από πληθώρα συστημάτων με πυραύλους και πυροβόλα. Δεν έχουν, όμως, όλα την ίδια βαρύτητα ούτε και αποτελεσματικότητα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα συστήματα μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς, που λόγω των χαρακτηριστικών τους είναι πυραυλικά συστήματα.
Το MIM-14 Nike Hercules είναι ένας αμερικανικός πύραυλος εδάφους-αέρος που εισήχθη σε υπηρεσία το 1953 και είναι τεχνικά απαρχαιωμένο. Το S-400 (SA-21 Growler) είναι ένα αντιαεροπορικό σύστημα κατευθυνομένων βλημάτων. Αυτά τα συστήματα έχουν σχεδιαστεί για να χτυπούν αναγνωριστικά αεροσκάφη, UAV, αεροσκάφη EW&C, τακτικά και στρατηγικά αεροσκάφη, βαλλιστικούς πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς, τακτικούς και επιχειρησιακούς βαλλιστικούς πυραύλους, υπερηχητικούς στόχους, καθώς και άλλα προηγμένα επιθετικά αεροπορικά μέσα.
Οι δυνατότητες του τουρκικού Στρατού
Το σύστημα μπορεί να εκτελέσει επιχειρήσεις αυτόνομα ή διασυνδεδεμένο σε ευρύτερα δίκτυα με θέσεις διοίκησης ή εξωτερικά μέσα ανίχνευσης και καθοδήγησης ραντάρ. Το MIM-23 Hawk είναι ένα αμερικανικό αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα μεσαίου βεληνεκούς. Ενώ έχει εκσυγχρονιστεί αρκετές φορές, η Τουρκία δεν έχει την ικανότητα να τα αντικαταστήσει. Επιπρόσθετα, η χώρα διαθέτει πυροβολαρχίες του συστήματος αεράμυνας PATRIOT που έχουν αναπτυχθεί για την προστασία των εκεί στρατιωτικών βάσεων του ΝΑΤΟ.
Το κύριο αντιαεροπορικό πυραυλικό της σύστημα είναι το βρετανικό “Rapier 2000”, το οποίο έχει σχεδιαστεί για την κατάρριψη στόχων που πετούν χαμηλά, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων Cruise, μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων και ελικοπτέρων. Επίσης, το Atılgan είναι ένα κινητό αντιαεροπορικό σύστημα πυραύλων εδάφους-αέρος το οποίο παράγεται στην Τουρκία και έχει σχεδιαστεί για να συνοδεύει φάλαγγες και να καλύπτει βάσεις στο πεδίο της μάχης.
Το πολυπληθέστερο όμως κινητό σύστημα μικρής εμβέλειας στις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι το αυτοκινούμενο αντιαεροπορικό πυροβόλο (SPAAG) Korkut, το οποίο αναπτύχθηκε από τις εταιρείες Aselsan και FNSS. Η Τουρκία χρησιμοποιεί μεγάλους αριθμούς αντιαεροπορικών πυροβόλων. Το Oerlikon GAI-D01 παράγεται από την εταιρεία MKEK, ενώ τον εκσυγχρονισμό του Oerlikon GDF-001/-003 έχει αναλάβει η εταιρεία Aselsan. Επίσης, η Τουρκία διαθέτει ακόμη μεγάλους αριθμούς αυτόματων αντιαεροπορικών πυροβόλων Bofors των 40 mm. Ο τουρκικός στρατός διαθέτει τις παραλλαγές L60 και L70.
Το Hisar U
Το καμάρι της τουρκικής στρατιωτικής βιομηχανίας είναι η οικογένεια αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων Hisar [Hisar-A (μικρής εμβέλειας) και Hisar-O (μεσαίου βεληνεκούς)] που αναπτύχθηκαν από πολλές τουρκικές εταιρείες. Στόχος τους να παρέχουν αντιαεροπορική προστασία σε τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες του τουρκικού στρατού, προστατεύοντάς τες περιμετρικά από εχθρικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, πυραύλους και UAV.
Τέλος, βρίσκεται σε εξέλιξη η ανάπτυξη του Hisar U, μιας παραλλαγής αεράμυνας μεγάλης εμβέλειας. Οι τουρκικές αρχές υπολογίζουν στη δημιουργία ενός εθνικού συστήματος αεράμυνας, ώστε να μην εξαρτώνται από εξωτερικούς προμηθευτές. Συμπερασματικά, οι τουρκικές δυνάμεις αεράμυνας βρίσκονται σε μια κατάσταση ρευστότητας με έναν ποικίλο συνδυασμό απαρχαιωμένων, αλλά και προηγμένων συστημάτων.
Υπάρχει μια πληθώρα συστημάτων πυροβόλων μικρής εμβέλειας, ρυμουλκούμενων αεράμυνας και λίγα σύγχρονα συστήματα κατευθυνόμενων πυραύλων. Το μέγιστο βεληνεκές των συστημάτων αεράμυνας είναι τα 140 km, με εξαίρεση τους S-400, τους οποίους οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν αξιοποιήσει πλήρως, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού βρίσκεται σε αποθήκευση.
Ενδοστρατιωτικός ανταγωνισμός
Για τον Έρντογαν και την αυλή του, η αγορά των S-400 ήταν ζωτικής σημασίας κίνηση που θα τόνιζε την ανεξαρτησία τους στον στίβο της εξωτερικής πολιτικής. Στην κίνηση αυτή συμμετείχαν και συγκεκριμένες ομάδες της οικονομικής ελίτ του τουρκικού στρατιωτικού-βιομηχανικού συγκροτήματος που βρίσκονται πολύ κοντά στον Τούρκο πρόεδρο. Αυτοί αποσκοπούν στο να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους στις τεχνολογίες σύγχρονων και ικανών συστημάτων αεράμυνας.
Όμως, ούτε η Τουρκία διαθέτει τις τεχνολογικές δυνατότητες για να δημιουργήσει το δικό της σύστημα αεράμυνας ούτε είναι ισχυρή η θέληση της Ρωσίας και των κρατών της Δύσης να μοιραστούν “προχωρημένες” γνώσεις τεχνολογικής φύσεως με το καθεστώς Έρντογάν. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η αγορά των ρωσικών συστημάτων αεράμυνας S-400 ήταν περισσότερο μια πολιτική πράξη παρά μια πραγματική επιθυμία για να αυξηθεί η αμυντική ικανότητα της χώρας.
Επίσης, τονίζουν την ισχυροποίηση του Στρατού Ξηράς έναντι της Πολεμικής Αεροπορίας στον ενδοστρατιωτικό τους ανταγωνισμό, καθώς η Αεροπορία πολύ δύσκολα θα επέλεγε συστήματα αεράμυνας έναντι μαχητικών (π.χ. F-35). Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο Sıtkı Egeli, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία όταν είχε ένα αντίστοιχο δίλημμα στη δεκαετία του 1980, επέλεξε να λάβει μεγαλύτερο αριθμό μαχητικών F-16 και απέρριψε τις συστοιχίες των Pattriot που πρόσφεραν οι σύμμαχοι.