Η Κάλλας φοβάται παραχωρήσεις από Κίεβο – Ρωσία: Ανεύθυνες οι δηλώσεις για προληπτικό πλήγμα
01/12/2025
Η επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσε ότι δεν είναι προς το συμφέρον κανενός να ασκηθεί όλη η πίεση στην Ουκρανία, μιλώντας μια ημέρα αφότου Αμερικανοί και Ουκρανοί αξιωματούχοι είχαν συνομιλίες στη Φλόριντα. «Φοβάμαι ότι όλη η πίεση θα ασκηθεί στο θύμα και η Ουκρανία θα αναγκαστεί να κάνει παραχωρήσεις», δήλωσε, σύμφωνα με το Reuters.
Η Κάγια Κάλας πρόσθεσε πως αυτό δεν είναι προς το συμφέρον κανενός συμπεριλαμβανομένων της Ουκρανίας και της ΕΕ. Η ίδια σημείωσε πως η πρωτοβουλία για τα πυρομαχικά για την Ουκρανία δεν έχει ακόμα επιτύχει τον στόχο της. «Η Ρωσία δεν θέλει ειρήνη και γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε πιο δυνατή την Ουκρανία, να μπορεί να υπερασπιστεί την κυριαρχία της και τον εαυτό της σε αυτή τη δύσκολη στιγμή», δήλωσε νωρίτερα η Ύπατη Εκπρόσωπος, προσερχόμενη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων με αντικείμενο τη Άμυνα της Ευρώπης.
Όπως είπε η ίδια, στο Συμβούλιο θα συζητούνταν δυο θέματα: η στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία και η ετοιμότητα της ΕΕ στον τομέα της άμυνας, με έμφαση στην εφαρμογή του χάρτη πορείας για την ετοιμότητα στον τομέα της άμυνας έως το 2030. Η Ύπατη Εκπρόσωπος ρωτήθηκε για τις εξελίξεις στις ειρηνευτικές συνομιλίες, λέγοντας πως «ακούσαμε χθες από την αμερικανική πλευρά πως οι συζητήσεις είναι δύσκολες αλλά παραγωγικές, δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η έκβαση των συζητήσεων, αλλά θα έχω συνομιλίες σήμερα με τους Υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας της Ουκρανίας και θα συζητήσουμε σχετικά».
Η ίδια ρωτήθηκε και για την εμπιστοσύνη που έχει στην αμερικανική πλευρά ότι μπορούν να βρουν μια καλή λύση για την Ουκρανία, τονίζοντας πως «οι Ουκρανοί είναι εκεί μόνοι τους. Αν ήταν μαζί με τους Ευρωπαίους, θα ήταν σίγουρα πολύ πιο δυνατοί. Αλλά εμπιστεύομαι ότι οι Ουκρανοί υπερασπίζονται τον εαυτό τους». Όπως είπε, η θέση των Ουκρανών μπορεί να ενισχυθεί με δυο τρόπους, με «το να ασκήσουμε πίεση στη Ρωσία με περαιτέρω κυρώσεις», και με «το να τους παρέχουμε στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια, ώστε να μπορέσουν να αντέξουν και να υπερισχύσουν της Ρωσίας».
Η Ρωσία για προληπτικό πλήγμα
Η Ρωσία ανακοίνωσε σήμερα ότι οι δηλώσεις ανώτατου αξιωματικού του ΝΑΤΟ, ότι η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στρατιωτική συμμαχία μπορεί να εξετάζει το ενδεχόμενο ενός «προληπτικού πλήγματος», είναι εξαιρετικά ανεύθυνες και συνιστούν μία προσπάθεια που οδηγεί στην κλιμάκωση. Ο ναύαρχος Τζουζέπε Κάβο Ντραγκόνε δήλωσε στην εφημερίδα Financial Times ότι το ΝΑΤΟ εξετάζει το ενδεχόμενο να ενισχύσει την απάντησή του στον υβριδικό πόλεμο που διεξάγεται από την Ρωσία και είπε ότι ένα «προληπτικό πλήγμα» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια «αμυντική ενέργεια»!
Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα δήλωσε ότι οι δηλώσεις εκλήφθηκαν από την Μόσχα ως «ένα άκρως ανεύθυνο βήμα, που δείχνει την ετοιμότητα της συμμαχίας να συνεχίσει να κινείται προς την κλιμάκωση… Βλέπουμε σ’ αυτό μια σκόπιμη προσπάθεια να υπονομευθούν οι προσπάθειες να ξεπεραστεί η ουκρανική κρίση» δήλωσε η Ζαχάροβα. «Όσοι κάνουν τέτοιες δηλώσεις θα πρέπει να γνωρίζουν τους κινδύνους και τις πιθανές συνέπειες, και για τα ίδια τα μέλη της συμμαχίας».
Επιπλέον, το Κρεμλίνο χαρακτήρισε σήμερα σκανδαλώδη την ουκρανική επίθεση το σαββατοκύριακο σε υποδομή της Κοινοπραξίας του Πετρελαιαγωγού της Κασπίας (CPC), δεδομένης της διεθνούς σημασίας της εν λόγω κοινοπραξίας και της διεθνούς συμμετοχής σ’ αυτή. H CPC, στην οποία συμμετέχουν μέτοχοι από τη Ρωσία, το Καζακστάν και τις ΗΠΑ, ανακοίνωσε το Σάββατο ότι ένα από τα τρία αγκυροβόλια της στον τερματικό σταθμό του Νοβοροσίσκ στη Ρωσία υπέστησαν ζημιές από επίθεση ουκρανικού drone και ότι οι επιχειρήσεις σταμάτησαν.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ χαρακτήρισε «σκανδαλώδη» την ουκρανική επίθεση και επέκρινε επίσης ουκρανικές επιθέσεις με μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας σε πετρελαιοφόρα στη Μαύρη Θάλασσα, για τις οποίες δήλωσε ότι αποτελούν επιθέσεις στα συμφέροντα της Τουρκίας και των ιδιοκτητών των πλοίων. Η αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία Chevron, μέτοχος στη CPC, ανακοίνωσε αργά χθες, Κυριακή, το βράδυ ότι η κοινή επιχείρησή της Tengizchevroil συνεχίζει να φορτώνει αργό στο ρωσικό λιμάνι του Νοβοροσίσκ.
Στην Μόσχα ο Γουίτκοφ
Ο Ντόναλντ Τραμπ έκρινε χθες Κυριακή ότι η ευρείας κλίμακας έρευνα για υπόθεση διαφθοράς που επεκτείνεται το τρέχον διάστημα σε κύκλους της ουκρανικής εξουσίας δεν βοηθάει τις διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος με τη Ρωσία. «Η Ουκρανία έχει μερικά δύσκολα προβληματάκια», σχολίασε ο πρόεδρος των ΗΠΑ απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους επί του προεδρικού αεροσκάφους, μερικές ώρες μετά τις διαπραγματεύσεις αμερικανικής και ουκρανικής αντιπροσωπείας στη Φλόριντα, που πάντως δεν έφεραν κάποια σημαντική πρόοδο. «Υπάρχει μια υπόθεση διαφθοράς που δεν βοηθάει», επέμεινε. Η ευρείας κλίμακας έρευνα για υπόθεση διαφθοράς στον ενεργειακό τομέα, που αποκαλύφθηκε τις τελευταίες εβδομάδες, οδήγησε στην απαλλαγή από τα καθήκοντά του την Παρασκευή του Αντρίι Γέρμακ, που ήταν το δεξί χέρι του προέδρου Ζελένσκι. Ο κ. Γέρμακ χειριζόταν ως την περασμένη εβδομάδα τις συνομιλίες του Κιέβου με την Ουάσιγκτον.
Μετά από το δείπνο που παρατέθηκε στους αντιπροσώπους της Ουκρανίας στην Φλόριντα, με σκοπό οι ΗΠΑ να λύσουν τις διαφορές με το Κίεβο για το ειρηνευτικό πλάνο των 28 σημείων, ο Στιβ Γουίτκοφ, μεταβαίνει στη Μόσχα για διαπραγματεύσεις με το Κρεμλίνο, σε μία πολύ δύσκολη αποστολή. Ο απεσταλμένος του προέδρου Τραμπ θα συναντηθεί το απόγευμα της Τρίτης 02.12.2025 με τον πρόεδρο Πούτιν στη Μόσχα για να συνεχίσουν τις συνομιλίες γύρω από το αμερικανικό σχέδιο με στόχο να μπει τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία, ανακοίνωσε σήμερα το Κρεμλίνο.
«Η συνάντηση με τον Γουίτκοφ προβλέπεται για αύριο», δήλωσε ο εκπρόσωπος της ρωσικής προεδρίας Ντμίτρι Πεσκόφ στη διάρκεια της τακτικής καθημερινής ενημέρωσης των δημοσιογράφων και διευκρίνισε, θα πραγματοποιηθεί «στο δεύτερο μισό της ημέρας». Η επίσκεψη του Γουίτκοφ στη Ρωσία θα πραγματοποιηθεί μετά τις διαπραγματεύσεις στη Φλόριντα, μεταξύ των αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Ουκρανίας, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν «παραγωγικές» από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.





