Τυνησία: Το ακούραστο “εργαστήρι” δημοκρατίας στον Αραβικό Κόσμο
22/09/2019Κατά μία περίεργη σύμπτωση της ιστορίας, ο θάνατος του 83χρονου Ζάιν αλ-Αμπιντίν Μπεν Αλή, του πάλαι ποτέ πανίσχυρου δικτάτορα της Τυνησίας, έλαβε χώρα την ώρα οι Τυνήσιοι ετοιμάζονται να προσέλθουν στην κάλπη για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών τους εκλογών. Ο θάνατος του Μπεν Αλή δε συνιστά το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας νέας, καθώς η πατρίδα του και γενέτειρα της Αραβικής Άνοιξης διανύει αυτή τη νέα εποχή ήδη από το 2011. Η είδηση του θανάτου του ωστόσο αναζωπυρώνει τη συζήτηση για το τυνησιακό “success story’’, αλλά και για το μέλλον της δημοκρατίας στον αραβικό κόσμο εν γένει.
Αυτό το μικρό βορειοαφρικανικό κράτος παρουσιάζει πολλά κοινά με τις υπόλοιπες αραβικές χώρες. Παράλληλα όμως, διακριτές είναι και οι διαφορές σε βαθμό που οι αναλυτές ενίοτε αναφέρονται σε μια “τυνησιακή ιδιαιτερότητα”. Ήδη από τον 19ο αιώνα, η κυβερνώσα ελίτ της χώρας υπό τον υπουργό Χαϊρεντίν Πασά (1820–1890) ήταν δεκτική στις μεταρρυθμίσεις και τους πολιτικούς πειραματισμούς. Άλλωστε στην Τυνησία γράφτηκε το πρώτο σύνταγμα (Destour) του αραβοϊσλαμικού κόσμου.
Τέθηκε σε ισχύ το 1861 και φιλοδοξούσε να μετατρέψει την χώρα σε συνταγματική μοναρχία, προβλέποντας στα άρθρα του τις διακριτές εξουσίες του νομοθετικού συμβουλίου και του δικαστικού σώματος από αυτές του Μπέη. Όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για την Γαλλία που, συνεχίζοντας την Mission Civilizatrice στη νότια ακτή της Μεσογείου και χρησιμοποιώντας σαν πρόφαση την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της χώρας, κατέκτησε την Τυνησία το 1881.
Όπως και αλλού στον αραβικό κόσμο, η αποικιοκρατία διέκοψε βίαια την πολιτική εξέλιξη της χώρας, αφήνοντας την δική της παρακαταθήκη στους όρους διεξαγωγής των πολιτικών αγώνων και στις συγκρούσεις μεταξύ των γηγενών για τη νομή της εξουσίας τα χρόνια της ανεξαρτησίας. Το 1956 η Τυνησία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη. Το παλιό μοναρχικό καθεστώς των Μπέηδων κατέρρευσε μαζί με την αποχώρηση των Γάλλων και η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια όσων πρωτοστάτησαν στον αντιαποικιακό αγώνα, εν προκειμένω στο κόμμα Νέο Ντεστούρ, (νέο σύνταγμα) που ιδρύθηκε από τον Χαμπίμπ Μπουργκίμπα (1903–2000) το 1934.
Όπως συνέβαινε συνήθως κατά τις δεκαετίες ‘50 και ‘60, μετά από έναν μακροχρόνιο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (Αλγερία) ή την ανατροπή δυναστειών φίλα προσκείμενων στους αποικιοκράτες (Αίγυπτος, Ιράκ), έτσι και στην Τυνησία ο Μπουργκίμπα κυβέρνησε απερίσπαστος για δεκαετίες, αντλώντας τη νομιμοποίηση του από την αντίσταση στον ξένο κατακτητή. Ο αυταρχισμός συνοδεύτηκε από εκσυγχρονιστικά επιτεύγματα που αφορούσαν στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, την είσοδο περισσότερων νέων στα πανεπιστήμια, την χειραφέτηση των γυναικών και τη ρήξη με το θρησκευτικό κατεστημένο.
Αλλάξανε οι εποχές
Από τότε μέχρι σήμερα βέβαια, οι όροι της συζήτησης έχουν μεταβληθεί δραστικά. Τα αιτήματα της γενιάς που ανέτρεψε στους δρόμους τον διάδοχο και πρώην υπουργό Εσωτερικών και Άμυνας του Μπουργκίμπα, απείχαν παρασάγγας από τα αιτήματα της γενιάς που πολέμησε τους Γάλλους ή αυτής που έζησε στην Τυνησία τις τρεις πρώτες δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία.
Η γενιά αυτή, σαν τον Μουχάμαντ Μπουαζίζι (1984 – 2011) τον υπαίθριο πωλητή φρούτων που πυροδότησε την Αραβική Άνοιξη με την αυτοπυρπόλησή του, μεγάλωσε μέσα στο αυταρχικό κράτος που κληρονόμησε ο Μπεν Αλή το 1987 με τις προσδοκίες, τους φόβους και τις απογοητεύσεις που αυτό εξέτρεφε. Επιπλέον, έδειξε τον δρόμο και στους νεότερους να υπερασπίζονται τα κεκτημένα της Επανάστασης των Γιασεμιών, όπως την αποκαλούν οι Τυνήσιοι.
Η αύξηση της ανεργίας από το 15% που βρίσκεται σήμερα θα μπορούσε να υπονομεύσει την πολιτική ομαλότητα, δεδομένου του μεγάλου νεανικού και οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας. Αρκεί να λάβουμε υπ’ όψιν, πως οι άνω των 55 αποτελούν μόλις το 17,97% του πληθυσμού, ενώ στην Γερμανία ανέρχονται στο 37,32%.
Τα διαθέσιμα στοιχεία κάνουν λόγο για το «θαύμα» της τυνησιακής οικονομίας κατά την περίοδο Μπεν Αλή: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σημείωσε αλματώδη άνοδο από το 2001 (6.362$) έως το 2010 (10.315$), αντίθετα από το 2012 έως το 2017 οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν πτωτικοί (από το 3,9% στο 1,9%), ενώ και ο πληθωρισμός άγγιξε τα επίπεδα της δεκαετίας ’80 (5,3% το 2017).
Επιπλέον, το δημόσιο χρέος της χώρας εκτοξεύθηκε από το 39,2% το 2010 στο 71,3% το 2017. Ωστόσο, παρά τις πολιτικές λιτότητας, που οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να ακολουθήσουν κατ’ απαίτηση του ΔΝΤ, οι Τυνήσιοι οκτώ χρόνια τώρα εκφράζουν την δυσαρέσκειά τους με διαδηλώσεις στους δρόμους, σεβόμενοι την λειτουργία της δημοκρατίας τους και χωρίς –ευτυχώς– να ζητήσουν τη συνδρομή των τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης.
Βασικό χαρακτηριστικό της τυνησιακής πολιτικής
Πράγματι, η μη εμπλοκή του στρατού στα πολιτικά πράγματα χάριν της “αποκατάστασης της ομαλότητας” είναι ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό της τυνησιακής πολιτικής ζωής. Εν αντιθέσει με την Αίγυπτο, όπου αγανακτισμένοι πολίτες προτίμησαν να ανατραπεί η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνησή τους το 2013 με πραξικόπημα απ’ ό,τι να την ανατρέψουν οι ίδιοι στις κάλπες, στην Τυνησία ο στρατός δεν ανέλαβε κανέναν ρόλο στην μεταβατική διαδικασία.
Επίσης οι στρατηγοί δεν εκμεταλλεύτηκαν (τουλάχιστον όχι ακόμα) τις διάφορες “ευκαιρίες” που μπορεί να τους δόθηκαν, με αφορμή τις αντιδράσεις της κοινωνίας κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης των ισλαμιστών (2011–2014) ή ακόμα χειρότερα, τον πόλεμο κατά του “Ισλαμικού Κράτους”, το οποίο έχει πραγματοποιήσει φονικές επιθέσεις κατά τουριστών με στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας. Οι χιλιάδες νεαροί Τυνήσιοι που έσπευσαν να πολεμήσουν στις τάξεις του “χαλιφάτου” στη Συρία συνιστούν μια επιπρόσθετη πηγή ανησυχίας και η νεαρή δημοκρατία πρέπει να τους ενσωματώσει αν δε θέλει να δώσει νέα άλλοθι στους στρατιωτικούς για μελλοντική ανάμιξη.
Καθοριστική για την επιτυχή δημοκρατική μετάβαση της Τυνησίας υπήρξε και η στάση του ισλαμιστικού κόμματος αλ-Νάχντα (Ennahda) που ιδρύθηκε το 1981, παρέμεινε για πολλά χρόνια υπό διωγμό και νομιμοποιήθηκε εκ νέου το 2011. Όντας ο παλιότερος και καλύτερα οργανωμένος πολιτικός χώρος των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, το κόμμα ήρθε πρώτο στις εκλογές του 2011 για την ανάδειξη της συντακτικής βουλής, συγκεντρώνοντας το 37% των ψήφων.
Το αλ-Νάχντα, το οποίο έχει ως μοντέλο του το τουρκικό AKP και πλέον αυτοπροσδιορίζεται ως το ισλαμικό αντίστοιχο των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, υπήρξε πιο προσεκτικό στους χειρισμούς του από τους κυβερνώντες Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο το 2012–2013. Η δολοφονία δύο ηγετικών στελεχών της αριστεράς τον Φεβρουάριο και τον Ιούλιο του 2013 από ακραίους σαλαφιστές οδήγησε σε μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που εύκολα θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τη νεαρή δημοκρατία κατά το αιγυπτιακό παράδειγμα.
Η ώρα της σύνεσης
Ωστόσο οι Τυνήσιοι ισλαμιστές έπραξαν με σύνεση: κήρυξαν τους σαλαφιστές εκτός νόμου, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση ορίζοντας καινούρια τεχνοκρατών, ενώ αποδέχθηκαν πολλές από τις θέσεις των αριστερών και των φιλελεύθερων στον εθνικό διάλογο για την κατάρτιση του νέου συντάγματος, που ψηφίστηκε το 2014.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2014 το Ennahda ήρθε δεύτερο σε ψήφους και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τον μεγαλύτερο του αντίπαλο, το νεοϊδρυθέν Nidaa Tunes, που ήρθε πρώτο. Η κυβέρνηση ολοκλήρωσε την πενταετή της θητεία, οδηγώντας την χώρα στις σημερινές προεδρικές καθώς και στις κοινοβουλευτικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες τον Οκτώβριο του 2019. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι από το 2011 η ανθεκτικότητα της νεαρής αυτής δημοκρατίας δοκιμάστηκε πολλάκις.
Η Τυνησία σήμερα ψηφίζει για δεύτερη φορά στην ιστορία της ελεύθερα τον πρόεδρό της. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος (ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Κάις Σαϊντ ή ο επιχειρηματίας Ναμπίλ αλ-Κάρουι θα επικρατήσει;) το μήνυμα της εκλογικής αναμέτρησης έρχεται να μας θυμίσει τρία πράγματα: πρώτον, πως σε μια αραβική και μουσουλμανική χώρα μπορούν να λειτουργήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί προς πείσμα του κυρίαρχου οριενταλιστικού λόγου, δεύτερον, πως η δημοκρατία δεν επιβάλλεται με ξένες επεμβάσεις και τρίτον, οι Τυνήσιοι παλεύουν για την εμβάθυνση της δημοκρατίας τους παρά τις πλείστες προκλήσεις.