Από τη Μακεδονία στην Παλαιστίνη
03/06/2017Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να «ομογενοποιήσει» τον τρόπο που αντιμετωπίζει κάποια κρίσιμα ζητήματα στην διεθνή της πολιτική. Κορυφαίο ζήτημα ο ορισμός της Μακεδονίας ως γεωγραφικής περιοχής και όχι ως εθνικού προσδιορισμού. Είναι μια πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που σχετίζεται με το Σκοπιανό και την ονοματολογία της FYROM.
Αντίθετα σε σχέση με την επίλυση του Παλαιστινιακού και εξαιτίας κάποιων παραδοσιακών εκλεκτικών σχέσεων με τους Άραβες, η Ελλάδα εξακολουθεί και σήμερα να το αντιμετωπίζει με ελαφρότητα. Να διατηρεί δηλαδή σε ισχύ τον εδαφικό παράγοντα ως εθνικό προσδιορισμό. Προφανώς δεν είναι ζήτημα της Ελλάδας να λύσει το πρόβλημα μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, που είναι ούτως ή άλλως μια μακρόχρονη διεθνής διαφορά με εμπλοκή του ΟΗΕ στην επίλυση της.
Αλλά είναι ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να προσδιορίζει με την ίδια αρχή διαφορετικά διεθνή θέματα. Στην περίπτωση της Μακεδονίας ότι αποδεχόμαστε η γεωγραφική περιοχή Μακεδονία χωρίζεται εθνικά και κρατικά στην ελληνική Μακεδονία, στην βουλγαρική και στην πρώην γιουγκοσλαβική. Ακόμη και αν παραμείνουν τα σύνορα ως έχουν, η FYROM δεν μπορεί να μονοπωλήσει τον προσδιορισμό της περιοχής, αποδίδοντας εθνικό προσδιορισμό στην περιοχή Μακεδονία.
Προσεγγίζοντας τη Μέση Ανατολή
Αφήνοντας τα Βαλκάνια και προσεγγίζοντας την Μέση Ανατολή στην εδαφική περιοχή της Παλαιστίνης δεσπόζει το κράτος του Ισραήλ με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Το Ισραήλ αποτελεί το εθνικό κράτος των Εβραίων.
Οι Παλαιστίνιοι αποτελούν αραβική εθνότητα και θρησκευτική μειονότητα εντός των ορίων του Ισραήλ. Είναι η μεγάλη πλειονότητα στη Δυτική Όχθη και οι αποκλειστικοί κάτοικοι στη Λωρίδα της Γάζας. Παλαιστίνιοι είναι ο μισός σχεδόν πληθυσμός της Ιορδανίας, ενώ μεγάλες παλαιστινιακές κοινότητες υπάρχουν σε γειτονικά κράτη, όπως π.χ. ο Λίβανος και η Αίγυπτος.
Είναι αληθές ότι στο έδαφος που καταλαμβάνει σήμερα το Ισραήλ ζούσαν Παλαιστίνιοι. Εδώ και πολλά χρόνια, όμως, αυτό έχει αλλάξει. Οι Εβραίοι καθυστέρησαν να αποκτήσουν εθνική εστία και να προσδιορίσουν τα «βιβλικά» σύνορά τους, αλλά βρίσκονταν εξορισμένοι, γκετοποιημένοι και συχνά υπό διωγμό σε Δύση και Ανατολή.
Η Ελλάδα καθυστέρησε αναιτιολόγητα να αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ. Την εκκρεμότητα αυτή έλυσε η κυβέρνηση του Κώστα Μητσοτάκη το 1991. Στην προκειμένη περίπτωση, η Αθήνα θα πρέπει να επιδείξει ετοιμότητα και επάρκεια.
Είναι ευκταίο να βρεθεί μία λύση του Παλαιστινιακού, αλλά μέχρι τώρα οι σχετικές διπλωματικές προσπάθειες έχουν αποτύχει. Η Ελλάδα υποστηρίζει τη λύση των δύο κρατών, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να εκδηλώσει την πρόθεση μεταφοράς της πρεσβείας της από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, εάν και όταν οι ΗΠΑ ανοίξουν τον δρόμο.
Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο θα ενισχυθούν δραστικά οι πολύ καλές διμερείς σχέσεις, αλλά και θα υπάρξει μια σαφής απάντηση από την πλευρά ενός εμβληματικού χριστιανικού έθνους, όπως η Ελλάδα, στην πρόκληση Ερντογάν για «ισλαμοποίηση» της Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ είναι έδρα του ιστορικού Πατριαρχείου και ιερός χώρος για όλη την Χριστιανοσύνη.
Το Ισραήλ έχει απαντήσει στην Άγκυρα ότι «διασφαλίζει με ζήλο τη λατρευτική ελευθερία σε Εβραίους, Μουσουλμάνους και Χριστιανούς και θα συνεχίζει να το πράττει παρά την αστήρικτη κατασυκοφάντηση». Η Ελλάδα και η Αίγυπτος έχουν διαμορφώσει ένα πλαίσιο σχέσεων που τους επιτρέπει να πρωτοστατήσουν στην εμπέδωση του ισχυρού ιστορικού συμβολισμού που αντιπροσωπεύει η Ιερουσαλήμ ως σημείο αναφοράς και για τις τρεις θρησκείες.