Από τα δύσκολα στα δυσκολότερα η ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ – Βαρύ το κόστος των ιδεοληψιών
02/01/2025Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που ακολούθησαν επέφεραν μία άνευ προηγουμένου κρίση σε ό,τι αφορά στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, που επηρεάζεται κι από τις όποιες μεταβολές στις αγορές. Οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να καταφύγουν σε παρεμβάσεις, αδιανόητες μέχρι πρότινος. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το πρωί της Πρωτοχρονιάς ήρθε μία είδηση να διαταράξει τις ισορροπίες που είχαν με δυσκολία διαμορφωθεί.
Συγκεκριμένα, σταμάτησαν οριστικά οι παραδόσεις φτηνού ρωσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω της Ουκρανίας, αφότου δεν ανανεώθηκε το πενταετές συμβόλαιο που είχε υπογραφεί το 2019. Η ΕΕ έχει μειώσει σημαντικά τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος το 2022, αλλά ορισμένα ανατολικά κράτη-μέλη εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις προμήθειες, πληρώνοντας τη Ρωσία περίπου πέντε δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο.
Το προηγούμενο διάστημα η Ουγγαρία και η Σλοβακία είχαν διαμαρτυρηθεί για το γεγονός ότι η ροή θα σταματούσε στις 31 Δεκεμβρίου, χωρίς να υπάρχουν αξιόπιστες εναλλακτικές επιλογές. «Η διακοπή της διαμετακόμισης του αερίου μέσω της Ουκρανίας θα έχει δραματικές συνέπειες για όλους εμάς στην ΕΕ, αλλά όχι για τη Ρωσική Ομοσπονδία», είχε δηλώσει ο Σλοβάκος πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο, που στις 22 Δεκεμβρίου μετέβη στη Μόσχα για να επιχειρήσει να βρει μια λύση στο πρόβλημα, προκαλώντας την οργή του Ουκρανού προέδρου που τον κατηγόρησε πως “θέλει να βοηθήσει τον Πούτιν”.
Ο Φίτσο είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει πως ο τερματισμός της διαμετακόμισης θα κοστίσει στη Σλοβακία εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε απωλεσθέντα έσοδα διαμετακόμισης και υψηλότερες δαπάνες για την εισαγωγή άλλου αερίου και έχει επίσης υποστηρίξει πως θα οδηγήσει σε άνοδο των τιμών του αερίου και του ηλεκτρικού στην Ευρώπη. Όπως είπε χαρακτηριστικά «δεν έχει σημασία αν οι ελέφαντες αγαπιούνται ή τσακώνονται· Το γρασίδι πάντα υποφέρει».
Η Αυστρία, από την πλευρά της, ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμη για τον τερματισμό της διαμετακόμισης του αερίου μέσω της Ουκρανίας και πως προμηθεύεται πλέον αέριο από άλλες πηγές, όπως σημεία τροφοδοσίας στη Γερμανία ή την Ιταλία, καθώς και από εγκαταστάσεις αποθήκευσης. «Κάναμε αυτά που έπρεπε και είμαστε καλά προετοιμασμένοι γι’ αυτό το σενάριο», ανέφερε σε δήλωσή της η αυστριακή υπουργός Ενέργειας Λεονόρε Γκεβέσλερ. «Η Αυστρία δεν εξαρτάται πλέον από τη Ρωσία για το αέριο και αυτό είναι καλό», πρόσθεσε.
Προβλήματα αντιμετωπίζει και η Μολδαβία, που δεν ανήκει στην ΕΕ, καθώς η Gazprom σταμάτησε τις παραδόσεις αερίου στην χώρα (προηγουμένως η μολδαβική κυβέρνση είχε υιοθετήσει έναν ακραιφνή φιλοδυτικό προσανατολισμό). Όμως, διακόπηκε η παροχή θέρμανσης-ζεστού νερού και στα νοικοκυριά της Υπερδνειστερίας, μιας αποσχισθείσας μολδαβικής περιφέρειας από τα χρόνια της διάλυσης της ΕΣΣΔ, που έχει την στήριξη της Μόσχας.
Η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας
Προ τριών δεκαετιών οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Γηραιά Ήπειρο άρχισαν να απελευθερώνουν τις ενεργειακές αγορές, προσδοκώντας ένταση του ανταγωνισμού και χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές. Εκείνη την εποχή οι ευρωπαϊκές αγορές τελούσαν υπό τον έλεγχο μονοπωλίων, που πρόσφεραν ελάχιστες επιλογές στους καταναλωτές.
Από το 2000 η ΕΕ αποφάσισε να προχωρήσει σε σταδιακή απελευθέρωση των αγορών, με την προσδοκία δημιουργίας ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, το οποίο αναμενόταν τότε να ενισχύσει την ασφάλεια της προσφοράς, να μειώσει το κόστος και να περιθωριοποιήσει την ενεργειακή ένδεια. Προ δεκαετίας η ανάγκη μείωσης της εκπομπής ρύπων σταδιακά αναμόρφωσε την παγκόσμια τάξη στην ενέργεια, αν και πολλές κυβερνήσεις είχαν προτιμήσει να μην θίξουν την έως τότε παγιωμένη κατάσταση.
Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι χώρες της ΕΕ βρέθηκαν ενώπιον μιας οξύτατης ενεργειακής κρίσης, με την προσφορά να συμπιέζεται περισσότερο σε σχέση με την ανάλογη προ δεκαετίας και τις τιμές να εκτοξεύονται. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την απειλή της ύφεσης. Είναι χαρακτηριστικό πως οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ολλανδία, που ορίζει την βασική τιμή αναφοράς για την Ευρώπη, οκταπλασιάστηκαν!
Βαρύτατο κόστος πλήρωσε και πληρώνει η Γερμανία, η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης, το οποίο πολλαπλασιάστηκε για τα νοικοκυριά και τις βιομηχανίες της. Η ενεργειακή ασφάλεια της Γερμανίας, αλλά και της ίδιας της Ευρώπης δέχτηκε τα χειρότερα πλήγματα λόγω της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο.
Τα σφάλματα της ΕΕ
Όμως, την ενεργειακή κρίση επέτειναν και τα σφάλματα των ευρωπαϊκών ηγεσιών που προηγήθηκαν στο ενεργειακό. Για παράδειγμα, ο τότε Επίτροπος Frans Timmermans είχε δηλώσει (προ της ρωσικής εισβολής) ότι το φυσικό αέριο δεν θα λογίζεται ως μεταβατικό καύσιμο για την πράσινη μετάβαση, επιλογή που αποδείχτηκε άκρως καταστροφική.
Πολύ απλά, η αντικατάσταση του άνθρακα από το φυσικό αέριο είχε μειώσει κατά 5,5 δισ. μετρικούς τόνους τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην περίοδο 2010-2019. Έως τα τέλη του 2019 η παραγόμενη δε ηλεκτρική ενέργεια από φυσικό αέριο έφθανε το 38%, έναντι 24% του 2010. Η καύση του παράγει λιγότερους ρύπους κατά 50% από τον άνθρακα και κατά 30% από το πετρέλαιο, αλλά προφανώς το γεγονός δεν θεωρήθηκε σημαντικό από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών! Από την άλλη πλευρά, τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν κατά 1.000% από το 2017 και μόνον κατά την διάρκεια του 2021 η αύξηση έφθασε το 200%.
Σε ό,τι αφορά την Γερμανία, που βιώνει σήμερα την πιο δραματική κατάσταση, εγκλωβίστηκε και λόγω της ενεργειακής πολιτικής της. Επί δεκαετίες οι κυβερνήσεις αύξαναν την εξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, εγκαταλείποντας την πυρηνική ενέργεια, με τους δύο τελευταίους αντιδραστήρες να απενεργοποιούνται στα τέλη του 2022. Προ δεκαπενταετίας στην ΕΕ (και Βρετανία) λειτουργούσαν 152 πυρηνικοί αντιδραστήρες, καλύπτοντας το 33% των ενεργειακών αναγκών, όταν στις ΗΠΑ καλύπτεται το 18%. Η ενίσχυση της παραγωγής από αντιδραστήρες αναγνωρίζεται ως σημαντική εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της εκπομπής ρύπων.
Όμως, με πρόμαχο την Γερμανία, η πυρηνική ενέργεια σταδιακά περιθωριοποιείται προς όφελος του φυσικού αερίου που φθάνει να καλύπτει το 25% της πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας. Αν και η χώρα διαθέτει την δυνατότητα παραγωγής φυσικού αερίου με υδραυλική θραύση (fracking), το Βερολίνο απαγορεύει την αξιοποίηση αυτή της τεχνολογίας, με αποτέλεσμα η χώρα να εισάγει από Ρωσία, Ολλανδία και Νορβηγία για να καλύψει το 97% των αναγκών της. Οι αλλεπάλληλες αστοχίες του Βερολίνου ερμηνεύουν το γεγονός ότι η χώρα εμφάνισε για πρώτη φορά από το 1991 έλλειμμα στις εμπορικές συναλλαγές της, για να μετατραπεί γρήγορα στον “μεγάλο ασθενή” της ΕΕ.
Ο όμιλος Groningen
Επιπλέον, η περιορισμένη προσφορά φυσικού αερίου οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην πρώιμη αποχώρηση από τη αγορά του γιγαντιαίου ολλανδικού ομίλου παραγωγής φυσικού αερίου Groningen. Από το 2014, ο όμιλος περιορίζει συνεχώς την προσφορά του στην αγορά και το 2019 φθάνει πλέον σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα, με συνέπεια ο γνωστός οργανισμός Rystad Energy να διατυπώσει την πρόγνωση πως η δραματική κάμψη της παραγωγής του ολλανδικού ομίλου, μετασχηματίζει τραγικά το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη.
Ο όμιλος, από τo 2000 έχει παραγωγή που έφθασε στο ανώτατο επίπεδό της το 2013, με 57 Bcma (δισ. κυβικά μέτρα), αποτελώντας επί δεκαετίες τον βασικό πυλώνα ανεφοδιασμού της βορειοδυτικής Ευρώπης. Όπως παρατηρεί ο Rystad Energy, η έξοδος του Groningen από την παραγωγή ενέργειας, μετέτρεψε την Ολλανδία από εξαγωγέα σε εισαγωγέα ενέργειας και μείωσε τα αποθέματα της υπόλοιπης Ευρώπης.
Στην δε Γαλλία, τα προβλήματα και η συντήρηση των πυρηνικών αντιδραστήρων, την έχουν μετατρέψει από εξαγωγέα ενέργειας, σε εισαγωγέα, στερώντας από την Ευρώπη έναν πυλώνα κάλυψης μέρους των ενεργειακών της αναγκών. Δυστυχώς, η Ευρώπη υποχρεώθηκε να καταβάλλει το τίμημα της αλόγιστης πολιτικής της στην ενεργειακή ασφάλεια, με κύριο υπεύθυνο την Γερμανία.
Με δέλεαρ το χαμηλό κόστος δέσμευσε αρχικά ολόκληρη την Ευρώπη στις ρωσικές ενεργειακές ροές, προωθώντας παράλληλα μία ενεργειακή μετάβαση, χωρίς κανένα εχέγγυο ασφαλείας. Οι Ευρωπαίοι έφτασαν να βιώνουν μία ακραία κατάσταση, με τις κυβερνήσεις να εθνικοποιούν εταιρείες υποδομών ενέργειας για να τις διασώσουν (UNIPER SE στην Γερμανία, BULB Energy στην Βρετανία, Électricite de France στην Γαλλία κτλ). Οι κυβερνήσεις προχωρούν παράλληλα σε μέτρα υποστήριξης των καταναλωτών, με εφάπαξ επιδόματα και οικονομικές ενισχύσεις.
Η κρίση του 1970
Οι δραματικές ανατροπές στην αγορά ενέργειας επανάφεραν μνήμες της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας 1970. Τότε, με τον σχηματισμό του OPEC, είχε αποφασιστεί τον Οκτώβριο 1973, άμεση αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά 70% για να αντιμετωπισθεί η πληθωριστική κυκλοφορία χρήματος από τις ΗΠΑ. Έτσι, η τιμή από τα $3,00 το βαρέλι πήγε στα $5,11 και αργότερα στα $12.
Με τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ από τον Σεπτέμβριο 1980 η τιμή εκτινάχθηκε στα $40! Με την επιβολή από τη Δύση της απαγόρευσης εισαγωγών από τον OPEC, σε συνδυασμό με τις συνεχόμενες παρεμβάσεις, η κατάσταση επιδεινώθηκε διεθνώς, προκαλώντας άγριο νομισματικό και χρηματοοικονομικό πόλεμο. Ολόκληρες χώρες κατέρρευσαν, κηρύσσοντας στάσεις πληρωμών, με αποτέλεσμα να πτωχεύσουν από το 1973 έως το 1985 21 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Τουρκία (1978 και 1982).
Σύμφωνα με το BBC, ο τερματισμός των ροών φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της εποχής που η Ευρωπαϊκή Ένωση εφοδιαζόταν με φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο. Όπως προαναφέραμε, εμφανίστηκαν οι πρώτοι τριγμοί σε Ουγγαρία και Σλοβακία, με την Κομισιόν να υποβαθμίζει την εξέλιξη, δηλώνοντας πως είναι πλέον «προετοιμασμένη». Όσο προετοιμασμένη ήταν και στην πράσινη μετάβαση…