Από το εμπάργκο πετρελαίου του 1973 στην ενεργειακή κρίση του 2008
20/06/2024Σε αντίθεση με την Κρίση των Στενών του Σουέζ, οι κρίσεις πετρελαίου της δεκαετίας του ’70 αφορούσαν στην παραγωγή. Από το 1971, με την επίσημη εγκατάλειψη του Κανόνα του Χρυσού του Bretton Woods, η διεθνής οικονομία είχε μεταβεί στο νομισματικό σύστημα του πετρελαίου.
Περαιτέρω, το ~70% της παραγωγής του ΟΠΕΚ εξαρτάτο από χώρες-μέλη της Μέσης Ανατολής. Πρακτικά, επρόκειτο για τον σχηματισμό μιας κατάστασης μονοπωλιακής συγκέντρωσης της διεθνούς παραγωγής πετρελαίου, της οποίας σχεδόν 60% συγκεντρωνόταν στο γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής.
Οι διεθνείς πληρωμές για τον εφοδιασμό του αργού πετρελαίου γίνονταν σε δολάρια ΗΠΑ, ενώ η διεθνής παραγωγή του εξαρτάτο κατά ~85% από τον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) που συνιστούσε (και συνιστά ακόμη) μια ολιγοπωλιακή οργάνωση (Cartel) παραγωγών κρατών πετρελαίου με στόχο το μεταξύ τους συντονισμό της παραγωγής και των τιμών για την χρήση τους ως μέσο πολιτικών επιδιώξεων.
1973: Το εμπάργκο πετρελαίου
Τον Οκτώβριο του 1973, η Σαουδική Αραβία επέβαλε πλήρη περικοπή εξαγωγών (εμπάργκο) πετρελαίου προς τις ΗΠΑ, με αφορμή τη στρατιωτική υποστήριξη που παρείχαν προς το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Yom Kippur με την Αίγυπτο και την Συρία. Το εμπάργκο διήρκησε μέχρι τον Μάρτιο του 1974 κι επεκτάθηκε σε όλες τις βιομηχανικές χώρες – αν και περισσότερο με τη μορφή της αύξησης των τιμών των καυσίμων, παρά της περικοπής εξαγωγών.
Η συγκεκριμένη κρίση έφερε τις οικονομικές και στρατιωτικές δομές του δυτικού κόσμου στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Εν ελλείψει κάποιου υποκατάστατου καυσίμου, ο ΟΠΕΚ ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκε την ανελαστική ζήτηση του πετρελαίου (την πολύ μικρή ανταπόκριση της ζητούμενης ποσότητας στις αυξομειώσεις των τιμών). Αποτέλεσμα ήταν το ημερήσιο κόστος λειτουργίας των βιομηχανικών οικονομιών να αυξηθεί κατακόρυφα και ραγδαία με την δημιουργία δομικού πληθωρισμού και παράλληλη ύπαρξη οικονομικής στασιμότητας που συνολικά ονομάστηκε στασιμοπληθωρισμός.
Πλέον, ένα υψηλότατο ποσοστό του εισοδήματος των δυτικών καταναλωτών αφιερωνόταν στην αγορά ειδών βασικής ανάγκης – κυρίως καυσίμων και τροφίμων. Μάλιστα, σε μια συγκυρία ενός πολύ κρύου χειμώνα του 1973, για την θέρμανσή τους ακόμη και οι μεσαίες εισοδηματικές τάξεις κατέφυγαν σε χρήση μορφών ενέργειας που υποτίθεται πως είχαν ξεχαστεί, όπως τα καυσόξυλα.
Οι συνέπειες του εμπάργκο
Περαιτέρω, καθώς ο μηχανισμός των τιμών είχε πρακτικά καταρρεύσει, επιβλήθηκαν κεντρικά διοικητικά μέτρα, όπως τα δελτία ανώτατης επιτρεπόμενης προμήθειας καυσίμων στα πρατήρια βενζίνης, ο περιορισμός της αυτοκίνησης, καθώς και η μείωση των ορίων ταχύτητας στους αυτοκινητοδρόμους. Επί της ουσίας, ο ΟΠΕΚ πέτυχε με την εφαρμογή της μονοπωλιακής του δύναμης, μια μαζική μεταφορά πλούτου από τους δυτικούς καταναλωτές σε αποθεματικό νόμισμα.
Αν και η κρίση ξεπεράστηκε μερικούς μήνες μετά, οι κλυδωνισμοί της διαρκούν έως και σήμερα. Σε πρώτη φάση, οι δυτικές οικονομίες απάντησαν μέσα από την εξόρυξη των νέων και πιο ακριβών κοιτασμάτων της Βόρειας Θάλασσας (τα κοιτάσματα του Brent Crude) που υποκατέστησαν μέρος του πετρελαϊκού εφοδιασμού από τη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο, προσέφεραν προνομιακούς όρους (π.χ. υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων) προς τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Μέσης Ανατολής.
Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω κρίση αποτέλεσε το εφαλτήριο της καθιέρωσης της έννοιας της ενεργειακής ασφάλειας με την πρακτική της αποθήκευσης στρατηγικών αποθεμάτων τουλάχιστον 90 ημερών. Παράλληλα, ιδρύθηκε η International Energy Agency (IEA) ως επιστημονικός φορέας παρακολούθησης της ενεργειακής κατάστασης της διεθνούς οικονομίας. Έκτοτε, ξεκίνησε και η εκτεταμένη χρήση των παραγώγων συμβολαίων και – ειδικότερα – των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) για την προληπτική διαχείριση μελλοντικών κινδύνων, εισάγοντας νέα δεδομένα στην εμπορική τιμολόγηση του πετρελαίου. Πλέον, το 1973 θεμελιώθηκε και η συζήτηση για την ανάγκη τεχνολογικής μετάβασης σε νέες πηγές ενέργειας, η οποία διαρκεί έως σήμερα.
Από το εμπάργκο στο ιστορικό υψηλό του 2008
Στις 11 Ιουλίου 2008, η τιμή του πετρελαίου έφθασε το ιστορικό υψηλό των 147,27$ ανά βαρέλι. Η εν λόγω κρίση ήταν ενδεικτική των δομικών κινδύνων της σχεδόν πλήρους εξάρτησης της διεθνούς οικονομίας από το πετρέλαιο (ως καύσιμο) και τα ~6.000 παραπροϊόντα του. Η κρίση του 2008, κατά βάση ήταν αποτέλεσμα της ραγδαίας μεγέθυνσης ανερχόμενων οικονομιών, όπως η Κίνα και η Ινδία που είχαν προχωρήσει σε κρατικές επιδοτήσεις των καυσίμων ως κρίσιμων αναπτυξιακών πόρων, ώστε να καταστούν φθηνότερα στις εσωτερικές τους αγορές.
Από τη μια πλευρά, η τακτική αυτή έδωσε την ένδειξη μιας αγοράς Contango που θα διατηρείτο μακροπρόθεσμα, με αποτέλεσμα οι τιμές των ΣΜΕ και spot του πετρελαίου στις διάφορες διάρκειες να έχουν αύξουσα τάση. Ωστόσο, αυτή η αύξηση επέδρασε στις τιμές των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης και spot των γεωργικών προϊόντων που εν τέλει μεταφέρθηκαν στους τελικούς καταναλωτές. Αυτό οδήγησε σε μια επισιτιστική κρίση στις Λιγότερο Ανεπτυγμένες Χώρες (ΛΑΧ) που δέσμευαν σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους για την αγορά τροφίμων.
Από προμηθευτής ενέργειας σε χρήστης
Το κρίσιμο δομικό στοιχείο της σημερινής γεωργίας είναι ότι πριν την Βιομηχανική Επανάσταση, η γεωργία αποτελούσε έναν καθαρό (net) προμηθευτή ενέργειας, ενώ μετά την Βιομηχανική Επανάσταση μετατράπηκε σε καθαρό χρήστη ενέργειας. Συγκεκριμένα, πριν την μεγάλης κλίμακας εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων – που χρησιμοποιούν το πετρέλαιο – η γεωργία απέδιδε 5 joule για κάθε 1 joule που δεχόταν, ενώ μετά απέδιδε μόλις 0,1 joule. Επιπρόσθετα, η σημερινή γεωργία έχει ισχυρή εξάρτηση από τα πετροχημικά λιπάσματα.
Για παράδειγμα, το αφαιρούμενο θείο (sulfur) κατά την διύλιση του πετρελαίου (ειδικά των «βαρέων» ποικιλιών με χαμηλό δείκτη API) αποτελεί σημαντικό θρεπτικό και -παράλληλα- εξαιρετική πρώτη ύλη για την επέκταση των καλλιεργειών σε αμμώδη εδάφη με «θειοπενία».
Σήμερα, για την εξασφάλιση του τρέχοντος επιπέδου επισιτιστικής επάρκειας του πλανήτη καταναλώνονται ετησίως ~180 δις τόνοι πετροχημικών λιπασμάτων σε συμβατικού τύπου καλλιέργειες, τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα σε δευτερεύοντα χρηματιστήρια των ΗΠΑ στον Κόλπο του Μεξικού, σε στρατηγική εγγύτητα με τον τόπο παραγωγής κι αποθήκευσης της ποικιλίας του WTI. Συνεπώς, ενώ η εκβιομηχάνιση της γεωργίας επέτρεψε την ποσοτική αύξηση της παραγωγής τροφής και της – συνεπαγόμενης – αύξησης του πληθυσμού, ποιοτικά την έδεσε στις κινήσεις των τιμών του πετρελαίου και των παραπροϊόντων του.