Η οδύσσεια των ελληνικών πετρελαίων – Το τέλος των ονείρων
09/05/2024Συνοψίζοντας το κλίμα που επικρατεί στο Λονδίνο και την στάση των επικριτών της κυβέρνησης Lloyd George, ο Robert Steed Dunn εξηγεί πως ελάχιστοι, εξαιρουμένων των ανώτατων στελεχών βιομηχανιών οπλικών συστημάτων, γνωρίζουν την ύπαρξη αυτού του μυστηριώδους ανθρώπου, του Sir Basil Zaharoff, που κατά τα φαινόμενα είναι ο υποβολέας των κινήσεων του βρετανικού θρόνου σε σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα.
Ο Αμερικανός υποπλοίαρχος είναι από τις αρχές του 1919 ο υπεύθυνος του γραφείου της υπηρεσίας πληροφοριών του αμερικανικού ναυτικού στην Κωνσταντινούπολη, αποσπασμένος στο επιτελείο του αντιναυάρχου Mark L. Bristol, του ανώτατου Αμερικανού Επιτρόπου για θέματα της διαλυμένης πλέον Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρατηρεί πως η πρώτη φορά που αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του Zaharoff, ενός γεννημένου στην Κωνσταντινούπολη Έλληνα και πλουσιότερου ανθρώπου της Ευρώπης, συμπίπτει με την ενημέρωσή του από έναν συμπατριώτη του Αμερικανό, που είναι άριστα πληροφορημένος για τις εξελίξεις στον τομέα των πετρελαίων της Μοσούλης.
Το κυρίαρχο κίνητρο της βρετανικής εμπορικής και εδαφικής επέκτασης στην Εγγύς Ανατολή, κατά τον Dunn, εδράζεται στην ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου. Η περιοχή του Μπακού στην Κασπία, θεωρείται μικρής παραγωγικής δυναμικότητας σε σχέση με τα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα κατά μήκος της κοίτης του ποταμού Τίγρη στο Κουρδιστάν και την Μεσοποταμία, με επίκεντρο την Μοσούλη.
Οι Βρετανοί διεκδικούν τα κοιτάσματα με βάση μία προπολεμική άδεια παραχώρησης από τους Οθωμανούς σε εταιρεία βρετανικών συμφερόντων (εννοεί την εταιρεία του Αυστραλού επιχειρηματία William Knox D’ Arcy) και παραχωρούν το γερμανικό μερίδιο στους Γάλλους, το οποίο μεταβιβάζεται τον Οκτώβριο του 1920 σε εταιρείες συμφερόντων του Zaharoff.
Το φθινόπωρο του 1922 αποτελεί μία από τις χειρότερες περιόδους για τα σχέδια του Zaharoff, στο διμέτωπο αγώνα της Επίκουρης Αυτοκρατορίας και των πετρελαίων. Τον Σεπτέμβριο γράφεται με την καταστροφή της Σμύρνης το τραγικό τέλος της ελληνικής εμπλοκής στην Μικρά Ασία, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την πρώτη και μοναδική προσωπική ήττα του Έλληνα, με παράλληλη απώλεια τεραστίων ποσών από την προσωπική του περιουσία. Συντηρητικοί υπολογισμοί αποτιμούν τις προσωπικές του χρηματοδοτήσεις στην ελληνική πολεμική προσπάθεια από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων στα επίπεδα των £20.000.000. Τον Οκτώβριο καταρρέει η κυβέρνηση του στενού του φίλου και συμμάχου Lloyd George, με αφορμή σκάνδαλα πώλησης τίτλων ευγενείας.
Νίκη στα σημεία για την πλευρά Zaharoff
Όμως στον πόλεμο των πετρελαίων έχει κατατροπώσει τους Αμερικανούς. Ήδη από τον Ιανουάριο του 1920 ο Dr. George Otis Smith, τότε Γενικός Διευθυντής του Αμερικανικού Ινστιτούτου Γεωλογικών Ερευνών, προειδοποιεί δημόσια πως η κατάσταση στον τομέα των πετρελαίων εξελίσσεται εξαιρετικά επικίνδυνα για τις ΗΠΑ.
Παρά τις προσπάθειες της Standard Oil of New Jersey στην Αβυσσηνία, στο Περού, στην Κολομβία, στην Βολιβία ή στις Φιλιππίνες, έχει αποκλεισθεί από κάθε μεγάλη πετρελαιοπαραγωγική ζώνη στον κόσμο, χάρη στις ενέργειες του Zaharoff και των συμμάχων του. Αν και ο πρόεδρός της Walter Clark Teagle έχει αυξήσει το μετοχικό της κεφάλαιο σε $1.310.000.000 και τις θυγατρικές της σε 62, ο όμιλός της δεν ελέγχει παραγωγικές πηγές, όπως οι αντίστοιχοι της Anglo-Persian Oil Company ή της Royal Dutsch-Shell, καθώς ασχολείται αποκλειστικά μόνον με διύλιση και διανομή προϊόντων πετρελαίου και κυρίως κηροζίνης.
Από το 1911 το παλαιό μονοπώλιο της Standard Oil του Rockefeller, έχει κατακερματισθεί με βάση τον αντιμονοπωλιακό νόμο Sherman σε 34 εταιρείες, με διαφορετικά διοικητικά συμβούλια η κάθε μία. Αν και οι μέτοχοι των εταιρειών είναι οι παλαιές οικογένειες που έχουν δημιουργήσει την Standard Oil ακολουθώντας τον Rockefeller, με συνέπεια να διατηρείται παρασκηνιακά ένα ολιγοπωλιακό καθεστώς στις ΗΠΑ, το δίπολο Anglo-Persian Oil Company /Royal Dutsch-Shell έχει επικρατήσει κατά κράτος στην υδρόγειο.
Ο ρόλος του Walter Clark Teagle
Σε επίσημες δηλώσεις του στις αρχές του 1923 προς το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, ο Teagle συμπεριλαμβάνει στοιχεία που πιστοποιούν την επικίνδυνη θέση των ΗΠΑ, καθώς η Royal Dutsch-Shell ελέγχει πλέον και το 43% της παραγωγής πετρελαίου στην αμερικανική επικράτεια. Ο εξοργισμένος από τις εξελίξεις επιχειρηματίας δεν διστάζει να ανακηρύξει την εταιρεία του στον υπέρμαχο των αμερικανικών συμφερόντων στον αγώνα τους εναντίον της Royal Dutsch-Shell και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, δηλώνοντας αφοριστικά πως όποιος μάχεται την εταιρεία του, στην πραγματικότητα επιτίθεται εναντίον των ΗΠΑ.
Παρά τις ρητορικές υπερβολές του, ο Teagle εκπροσωπεί εκείνη την εποχή ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού και εμποροβιομηχανικού κόσμου που υποφέρει από σύνδρομα φοβίας για μία ενδεχόμενη έλλειψη υγρών καυσίμων και η ψυχολογική αυτή παράμετρος επηρεάζει δραστικά τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το γεγονός μάλιστα ότι κατά την περίοδο 1917-1918, η χώρα κινείται επικίνδυνα στα όρια να αντιμετωπίσει μεγάλες ελλείψεις στην αγορά υγρών καυσίμων, πυροδοτεί ένα κλίμα ανησυχίας και φόβου που επηρεάζει αποφασιστικά την αμερικανική διπλωματία, μετά την λήξη των συγκρούσεων στην Ευρώπη. Επιπλέον η μεγάλη σύρραξη αποδεικνύει με δραματικό τρόπο την κομβική σημασία του πετρελαίου στις νέες πολεμικές συρράξεις, με συνέπεια το ζήτημα του ομαλού εφοδιασμού της χώρας να αναδεικνύεται σε πρωταρχικό θέμα της εθνικής άμυνας.
Συνεισφέροντας μάλλον ακούσια σε αυτό το κλίμα φοβίας που ενορχηστρώνεται στις ΗΠΑ για να δημιουργήσει τους κατάλληλους μοχλούς πίεσης προς την αμερικανική κυβέρνηση, ο Βρετανοκαναδός τραπεζίτης και επιχειρηματίας sir Edward Mackay Edgar προχωρεί σε σειρά απαισιόδοξων προβλέψεων για το μέλλον των Αμερικανών. Ο τραπεζίτης κατέχει από τον Ιανουάριο του 1918 την θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της British Controlled Oilfields Ltd, με έδρα το Quebec στον Καναδά που επενδύει σε πετρελαιοπαραγωγικά επιχειρηματικά σχήματα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και βασικό μέτοχο της εμπορικής τράπεζας Sperling & Company Ltd του Λονδίνου.
Γράφοντας στην έγκυρη οικονομική επιθεώρηση της τράπεζας, Sperling’s Journal τον Σεπτέμβριο του 1919, προβλέπει πως σύντομα οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν μεγάλες ελλείψεις στα αποθέματα πρώτων υλών, που αποτελούν την βάση στην οποία έχει δομηθεί κατά κύριο λόγο η βιομηχανική υπεροχή της χώρας. Τα εγχώρια αποθέματα πετρελαίου εξαντλούνται και οι Αμερικανοί είναι υποχρεωμένοι να αναζητήσουν στο εξωτερικό τον τρόπο να τα αναπληρώσουν. Από την άλλη πλευρά η θέση των Βρετανών στον χώρο των πετρελαίων είναι απόρθητη, καθώς οι εκμεταλλεύσεις σε όλα τα γνωστά ή πιθανά πετρελαιοφόρα στρώματα στην υδρόγειο εκτός των ΗΠΑ, είτε ελέγχονται άμεσα διοικητικά και διαχειριστικά από τους Βρετανούς, είτε χρηματοδοτούνται με βρετανικά κεφάλαια.
Πετρελαϊκός πόλεμος
Σύντομα οι Αμερικανοί θα υποχρεωθούν να προσφύγουν στις βρετανικές εταιρείες για τον ανεφοδιασμό τους δαπανώντας εκατομμύρια λίρες, προς όφελος της βρετανικής οικονομίας, αφού τα αποθέματά τους δεν επαρκούν για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση στο εσωτερικό της χώρας. Μία διετία αργότερα, τον Αύγουστο του 1921, επανέρχεται στο θέμα επισημαίνοντας πως η ταχύτατη ανάκαμψη του εμπορίου σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης πετρελαίου θα οδηγήσει τις ΗΠΑ σε πρωτοφανείς ελλείψεις καυσίμων, το αργότερο σε ένα διάστημα 12 έως 24 μηνών.
Αν και ο Mackay Edgar απευθύνεται στην βρετανική κοινή γνώμη για να κάμψει τις πολυποίκιλες αντιδράσεις στις μεγάλες αυξήσεις φόρων που αξιοποιούνται για την υποστήριξη της εκμετάλλευσης των πετρελαίων της Μεσοποταμίας, στις ΗΠΑ ερμηνεύονται με εντελώς διαφορετικό πρίσμα και αναδημοσιεύονται για να ενισχύσουν τους κύκλους που πιέζουν την κυβέρνηση να αντιδράσει στην παντοκρατορία των Βρετανών.
Η ταχύτατη διείσδυση της Royal Dutsch-Shell στις ΗΠΑ κατά την περίοδο 1919-1920, χρησιμοποιείται κατά κόρον για να αποδείξει στους ανύποπτους Αμερικανούς τον τρόπο με τον οποίο ένας όμιλος ξένων συμφερόντων εκμεταλλεύεται αμερικανικά κοιτάσματα, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί ανέπαφα αυτά που ελέγχει σε άλλες πετρελαιοπαραγωγικές ζώνες. Παράλληλα κοινοποιείται τον Αύγουστο του 1919 ένα μνημόνιο προς τις αμερικανικές εταιρείες πετρελαιοειδών, το οποίο προειδοποιεί πως η βρετανική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να αξιοποιήσει αποκλειστικά την Royal Dutsch-Shell για την ανάπτυξη της παραγωγής πετρελαίου εντός των ορίων της αυτοκρατορίας.
Τα αισθήματα πικρίας και θυμού των Αμερικανών εντείνονται από δηλώσεις και δημοσιεύματα που υιοθετούν, αν και με άλλο πρίσμα και σκοπό, τα γραφόμενα του Mackay Edgar, με συνέπεια να εξωθήσουν όλες τις σημαντικές εταιρείες πετρελαίου των ΗΠΑ στην επιθετική αναζήτηση αποθεμάτων στο εξωτερικό. Όμως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια, με κυριότερο την βρετανική αποικιακή πολιτική και το δίπολο Anglo-Persian Oil Company/Royal Dutsch-Shell με τις θυγατρικές και συνδεδεμένες εταιρείες του, που κινείται με την ίδια ακριβώς λογική και αμύνεται σθεναρά σε κάθε απόπειρα παράδοσης των αποθεμάτων της αυτοκρατορίας σε αμερικανικά συμφέροντα, προστατεύοντας παράλληλα τα ανάλογα των εταιρειών που συμμαχούν μαζί του.
Οι περιπέτειες των ελληνικών πετρελαίων
Στον απόηχο της αθέατης σύγκρουσης, ο Lloyd George, ο μόνος ίσως πολιτικός της εποχής που αντιλαμβάνεται την σημασία του πετρελαίου για την επιβίωση της αυτοκρατορίας, ομολογεί με κάποια πικρία πως οι πόλεμοι πυροδοτούνται από κίνητρα για τα οποία οι πολιτικοί που φέρουν την ευθύνη τους, δεν τολμούν ποτέ να συζητήσουν δημόσια. Ο δημόσιος διάλογος απογυμνώνει αυτά τα κίνητρα από την οποιοδήποτε ιδεολογική τους επίφαση και τα καταδικάζει σε θάνατο με την έκθεσή τους σε δημόσια θέα, λόγω της περιφρόνησης που αισθάνονται οι άνθρωποι για τα πραγματικά ταπεινά ελατήρια που αποτελούν τους υποκινητές τους.
Στην Ελλάδα, η υπόθεση των πετρελαίων ενταφιάζεται μέσα στον ορυμαγδό της Μικρασιατικής Καταστροφής, αν και κάποιοι εξακολουθούν να επιμένουν. Ένας από αυτούς εμφανίζεται κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και δεν είναι άλλος από τον κάποτε νεαρό αξιωματικό του σώματος μηχανικού Αθανάσιο Παπαθανασίου, που έχει εξελιχθεί σε σημαντικό βιομήχανο με έδρα την Θεσσαλονίκη.
Όπως προκύπτει από σχετικά έγγραφα του 1938, ο Παπαθανασίου επαναλαμβάνει τις έρευνες για τα πετρελαιοφόρα στρώματα της Ηπείρου χρηματοδοτώντας με προσωπικά του κεφάλαια την προσπάθεια, έως ότου τον Μάρτιο του 1938 η ΕΤΕ που είχε εμπλοκή στην υπόθεση των πετρελαιοπηγών της Θράκης, εμφανίζεται πρόθυμη να συνδράμει την αφιλοκερδή του προσπάθεια με την πώληση ιδρυτικών τίτλων αξίας 200.000 δραχμών, για να συμμετάσχει με την μικρή αυτή παραχώρηση στην επιχείρηση. Όμως ο ΙΙ Παγκόσμιος Πόλεμος θα τερματίσει μάλλον άδοξα και αυτές τις κινήσεις…