Πετρέλαιο και γεωοικονομία – Η κρίση του Σουέζ
19/06/2024Η μεταβλητότητα των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία 51 έτη (από το 1973 έως σήμερα) είναι υψηλότερη από αυτήν όλης της υπόλοιπης καταγεγραμμένης ιστορίας τους (ξεκινώντας από το 1860) – με σημαντικές και πυκνές εναλλαγές ιστορικών υψηλών και χαμηλών. Πολλές διακυμάνσεις οφείλονται σε πολέμους τιμών που διεξάγονται στο επίπεδο της προσφοράς πετρελαίου και μπορεί να αφορούν τόσο στην αύξηση όσο και στην περικοπή της. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου, θα εξετάσουμε πώς οι πόλεμοι τιμών μπορούν να εκδηλωθούν σε κάθε κρίκο της εφοδιαστικής αλυσίδας του πετρελαίου και των παραπροϊόντων του.
Από το 1971 κι έπειτα, είναι αδύνατον να κατανοηθεί η σημασία του πετρελαίου και των πολέμων των τιμών του, αποκομμένη από μια πολύ βασική εξήγηση της σύνδεσής του με αυτό που λέμε “Αποθεματικό Νόμισμα” (Reserve Currency). Το κύριο χαρακτηριστικό του αποθεματικού νομίσματος είναι ότι αποτελεί το κυρίαρχο εθνικό νόμισμα για την πραγματοποίηση διεθνών συναλλαγών για τον εφοδιασμό κρατών κι επιχειρήσεων με κρίσιμα αγαθά. Από το 1971, όπου καταργήθηκε το σύστημα του χρυσού του Bretton Woods, οι διεθνείς αγορές πετρελαίου πραγματοποιούνται μόνον σε δολάρια ΗΠΑ.
Έτσι, κάθε χώρα χρειάζεται να ανταλλάσσει μέρος της ποσότητας του εθνικού της νομίσματος με μια αντίστοιχη – σε συναλλαγματική ισοτιμία – ποσότητα δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να προμηθεύεται απρόσκοπτα πετρέλαιο για τις καθημερινές της ανάγκες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται μονίμως διεθνής ζήτηση για δολάρια ΗΠΑ – άρα και αξία – ενώ κάθε απόπειρα προμήθειας πετρελαίου σε άλλο νόμισμα από το δολάριο ΗΠΑ, αποτελεί αιτία πολέμου.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως η στρατηγική της καθιέρωσης κανόνων συναλλαγών με βάση το νόμισμα της κυρίαρχης δύναμης, επαναλαμβάνεται ιστορικά. Από την Αθηναϊκή Συμμαχία, την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έως τις αποικιοκρατικές δυνάμεις και την σύγχρονη γεωοικονομία, η υποχρεωτική υιοθέτηση του νομίσματος της επικρατούσας στρατιωτικής δύναμης από τις υπόλοιπες για συναλλαγές σε κρίσιμα αγαθά, αποτελεί θεμέλιο λίθο για την διατήρηση κι επέκταση της κυριαρχίας της. Η απόπειρα ανατροπής αυτού του καθεστώτος ήταν και είναι αίτιο σύγκρουσης. Ακόμη και ο Κανόνας του Χρυσού αντανακλούσε αυτήν την πραγματικότητα για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γαλλία, ασχέτως των ειδικότερων χαρακτηριστικών του και της μεγαλύτερης σταθερότητας που προσέφερε στο διεθνές σύστημα πριν αντικατασταθεί από τον (πιο μεταβλητό) “Κανόνα του Πετρελαίου” το 1971.
Πετρέλαιο και γεωοικονομία
Ο σχεδιασμός της διεθνούς γεωοικονομίας του πετρελαίου ξεκίνησε με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βάσει δύο σχεδίων για το μοίρασμα των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: (α) το σχέδιο Sykes-Picot (1916), κατόπιν συμφωνίας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας και (β) το σχέδιο King-Crane (1919) που υποβλήθηκε από τις ΗΠΑ. Δεδομένου ότι οι μεγάλες δυνάμεις εκείνης της εποχής ήταν οι Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία, εν τέλει επικράτησε η Συμφωνία Sykes-Picot, ορίζοντας τα σύνορα και την κατάσταση στην Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, από το 1945 κι έπειτα, η Μέση Ανατολή χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη αστάθεια, αντανακλώντας και την κατίσχυση των ΗΠΑ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα. Ορόσημο αποτέλεσε και το έτος 2010 (Αραβική “Άνοιξη”), όπου έκτοτε ο χώρος της Μέσης Ανατολής κατακερματίζεται διαρκώς, όπως προέβλεπε και η πρόταση King-Crane του 1919 για την δημιουργία ενός κεντρικού πετρελαιοπαραγωγικού χώρου στην Μέση Ανατολή, που θα απαρτιζόταν από πληθώρα μικρών κι ελεγχόμενων “φυλαρχικού” τύπου κρατών.
Συνδυάζοντας τα παραπάνω, ο γεωοικονομικός έλεγχος του μικρού αλλά ζωτικότατου – από την πλευρά της παραγωγής πετρελαίου –γεωγραφικού χώρου της Μέσης Ανατολής από τις ΗΠΑ, αποτελεί αναγκαία συνθήκη, για την διατήρηση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το όποιο αίτημα για την μετάβαση σε μια νέα ενεργειακή τεχνολογία θίγει πρωτίστως κρίσιμα διεθνή νομισματικά συμφέροντα και δευτερευόντως τεχνολογικά ή περιβαλλοντικά ζητήματα.
Όπως έχει αναφερθεί, η εφοδιαστική αλυσίδα του πετρελαίου αποτελείται από τρεις κρίσιμους κρίκους – την παραγωγή, την μεταφορά και την αποθήκευση. Καθώς οι πόλεμοι τιμών πετρελαίου μπορούν να αφορούν σε κάθε έναν από τους παραπάνω κρίκους, παρακάτω εξετάζουμε τις πλέον ενδεικτικές ιστορικές περιπτώσεις που κλόνισαν το διεθνές σύστημα.
Η κρίση των Στενών του Σουέζ
Η κρίση των Στενών του Σουέζ, δεδομένων των επιπτώσεων των επιθέσεων των Χούθι, είναι η πλέον επίκαιρη περίπτωση: Αποτέλεσε τον προάγγελο για τις κρίσεις που θα ακολουθούσαν και ανέδειξε την γεωοικονομική σημασία των ναυτικών διαύλων του πετρελαίου, παρόλο που η νομισματική σύνδεση με αυτό θα καθιερωνόταν μετά από 15 έτη. Η κρίση των Στενών ξεκίνησε με την εθνικοποίηση τους από την αιγυπτιακή κυβέρνηση του Gamal Abdel Nasser. Αυτή η κίνηση έδωσε την αφορμή στο Ισραήλ να εισβάλει στην χερσόνησο του Σινά, συνεπικουρούμενο στρατιωτικά από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γαλλία, οδηγώντας στο κλείσιμο των δίαυλων μεταφοράς πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο, από τον Οκτώβριο του 1956 έως τον Μάρτιο του 1957. Η αναμέτρηση έληξε με το “παράδοξο” της στρατιωτικής νίκης για την συμμαχία και της πολιτικής νίκης για την Αίγυπτο.
Η κρίση του Σουέζ ανέδειξε περίτρανα ότι ο συνδυασμός της συγκέντρωσης της διεθνούς πετρελαιοπαραγωγής σε μια μικρή γεωγραφική επικράτεια και μικρού αριθμού εναλλακτικών δρόμων εφοδιασμού, επρόκειτο να εγκαινιάσει μια μακρά περίοδο μεταβλητότητας. Τα Στενά του Σουέζ ελέγχονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο με αποικιοκρατική συνθήκη του 1875 – μόλις έξι έτη μετά από το άνοιγμά τους (1869) – όπου το 1882 ακολούθησε και στρατιωτική κατάληψη όλης της χώρας. Ο λόγος της κρισιμότητας του ελέγχου των Στενών ήταν η απρόσκοπτη πρόσβαση στις αποικίες του Ινδικού Ωκεανού.
Ωστόσο, μετά το 1945, την απώλεια των αποικιών του Ηνωμένου Βασιλείου και την ανάδειξη των ΗΠΑ ως κυρίαρχης δύναμης, ο έλεγχος των Στενών του Σουέζ έγινε διεθνής υπόθεση, περισσότερο σχετική με την ροή του πετρελαίου στην Ευρώπη. Εκείνην την εποχή, η Ευρώπη κατανάλωνε δύο εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, εκ των οποίων το 60% (1,2 εκ. βαρέλια) έφθαναν στους λιμένες της από τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου με ελαφρά δεξαμενόπλοια τύπου Suez-Max (285μ, 120-200.000ton).
Το κλείσιμο των Στενών, διέκοψε την σύντομη διαδρομή της ροής του πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο, αναβάθμισε την σημασία του εφοδιασμού από τα αιγυπτιακά αποθέματα κι αδρανοποίησε τον συγκεκριμένο τύπο δεξαμενόπλοιου, καθώς ο ευρωπαϊκός εφοδιασμός, μπορούσε πλέον να γίνει μόνον μέσω του περίπλου της Αφρικής. Ενδεικτικά, η απόσταση από τον Περσικό Κόλπο προς έναν λιμένα της Βόρειας Ευρώπης μέσω των Στενών του Σουέζ (και του Γιβραλτάρ) είναι ~10.700km, ενώ μέσω του περίπλου της Αφρικής ~20.900km.
Η κατά ~2 φορές αύξηση της απόστασης, σήμαινε και την αύξηση της κατανάλωσης ναυτιλιακών καυσίμων ανά μεταφερόμενο βαρέλι – άρα και του κόστους– καθώς τα μικρά δεξαμενόπλοια τύπου Suez-Max αδυνατούσαν να υποστηρίξουν τόσο μεγάλες διαδρομές. Σε αυτήν την κατάσταση, ο ελληνικός εφοπλισμός ανταποκρίθηκε ταχύτατα με ένα εκτενές πρόγραμμα επενδύσεων σε ναυπήγηση “υπερ-δεξαμενόπλοιων” τύπου VLCC (330m, 250.000ton) και ULCC (415m, 500.000ton). Με αυτήν την κίνηση, πέτυχε τεράστιες οικονομίες κλίμακας (δηλ. την μείωση του κόστους καυσίμων ανά μεταφερόμενο βαρέλι) και την απόκτηση ενός σημαντικού μεριδίου της αγοράς υπερπόντιου εφοδιασμού πετρελαίου έως και σήμερα. Εν τέλει, η κρίση των Στενών του Σουέζ ήταν πρωτίστως μια κρίση στρατηγικής μεταφορικής ικανότητας πετρελαίου.