Σε κρίση η ευρωπαϊκή βιομηχανία ανεμογεννητριών – Ενίσχυση-μαμούθ στη Siemens Energy
26/11/2023Ο κίνδυνος για την απώλεια ενός άλλου στρατηγικού τομέα για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παραπάνω από ορατός.
Την προηγούμενη εβδομάδα, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα γιγαντιαίο πακέτο ύψους 15 δισ. ευρώ ώστε να διασώσει την Siemens Energy, μία από τις μεγαλύτερες κατασκευάστριες εταιρείες ανεμογεννητριών παγκοσμίως. Η διάσωση αποτελεί τον τελευταίο κρίκο σε μία αλυσίδα αρνητικών γεγονότων για την αιολική βιομηχανία που ξεκίνησαν με την έκρηξη του μεταπανδημικού πληθωρισμού. Πώς εξηγείται όμως ότι ένας τομέας με αστείρευτη ζήτηση, λόγω των τεράστιων κρατικών επιδοτήσεων, έχει βρεθεί σε ένα περιβάλλον κρίσης;
Η αλματώδης άνοδος της αιολικής βιομηχανίας ξεχώρισε ως ένα από τα λίγα ευρωπαϊκά success stories της δεκαετίας του 2010. Αιολικά πάρκα άρχισαν να ξεφυτρώνουν μαζικά, χάρη στο ευεργετικό ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επέτρεψε γενναίες κρατικές επιδοτήσεις. Το σύστημα των εγγυημένων σταθερών τιμών, που κλείδωνε για τον παραγωγό μία ελάχιστη τιμή ανά μεγαβατώρα, οδήγησε σε γρήγορη αποκλιμάκωση του επενδυτικού κόστους και κατέστησε την αιολική ενέργεια ανταγωνιστική.
Ταυτόχρονα, η τεχνολογική εξέλιξη και μεγέθυνση των ανεμογεννητριών βελτίωσε θεαματικά την αποδοτικότητά τους. Ενδεικτικά, οι ανεμογεννήτριες τελευταίας γενιάς για υπεράκτια πάρκα μπορεί να είναι υψηλότερες ως και 160 μέτρα από τον Πύργο Αθηνών. Μία και μόνο περιστροφή του έλικα αυτών των ανεμογεννητριών μπορεί να ηλεκτροδοτήσει ένα μέσο νοικοκυριό για δύο ημέρες.
Δύο άλλοι πολύ σημαντικοί παράγοντες έδωσαν ώθηση στην αιολική ενέργεια: Πρώτον, τα χαμηλά επιτόκια, καθ’ όλη την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτή η συνθήκη έχει πλέον εκλείψει, με το κόστος δανεισμού να παραμένει σε ιστορικά υψηλά. Το 2022, αιολικά projects σε στεριά και θάλασσα εξασφάλισαν χρηματοδότηση ύψους μόλις τεσσάρων δισ. ευρώ σε σχέση με τα σχεδόν 28 δισ. το 2020, το έτος με το ρεκόρ χαμηλών επιτοκίων. Δεύτερον, η εφοδιαστική αλυσίδα ήταν επαρκώς διαφοροποιημένη και αποδοτική μέσα σε ένα περιβάλλον αβλαβούς παγκοσμιοποίησης, το οποίο τώρα αποδεικνύεται…παραισθησιογόνο.
Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού
Το πληθωριστικό κύμα που ακολούθησε την πανδημία βρήκε τις περισσότερες εταιρείες, αλλά και τις κυβερνήσεις απροετοίμαστες. Πέρα από τον εθισμό στα χαμηλά επιτόκια, οι μεγάλοι προμηθευτές του χώρου βασίστηκαν πάνω σε ένα κερδοφόρο, αλλά εύθραυστο όπως αποδείχτηκε, business model: κλειδώνανε σταθερές τιμές με τους πελάτες τους που κατασκευάζουν και λειτουργούν τα αιολικά πάρκα (π.χ., την δανέζικη Orsted, η οποία είναι η μεγαλύτερη κατασκευάστρια υπεράκτιων εγκαταστάσεων, ή εταιρείες όπως η ΤΕΡΝΑ και η Μυτιληναίος στην Ελλάδα), οι οποίοι με τη σειρά τους εξασφαλίζανε από το κράτος σταθερές τιμές πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν.
Χάρη σε αυτό το μοντέλο, οι μεγάλοι Ευρωπαίοι προμηθευτές (η Siemens Energy, η δανέζικη Vestas, η ειδικευμένη θυγατρική της General Electric με έδρα την Γαλλία και άλλοι) παρείχαν ανταγωνιστικές τιμές, κερδίζοντας γρήγορα μεγάλα μερίδια αγοράς. Όλα αλλάξαν, όμως, με την εκτίναξη των τιμών των πρώτων υλών, στις οποίες η αιολική εφοδιαστική αλυσίδα είναι πολλαπλώς εκτεθειμένη. Οι τιμές χάλυβα, ο οποίος μπορεί να φτάσει μέχρι και το 90% των υλικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μίας ανεμογεννήτριας, εκτοξεύτηκαν το 2021 και σήμερα παραμένουν σχεδόν 35% πάνω από τα επίπεδα του 2020. Επίσης, τα κόστη μεταφοράς των τεράστιων εξαρτημάτων έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη το 2021-2022, ενώ και η έλλειψη εργατικών χεριών μεγέθυνε την πληθωριστική πίεση.
Έτσι, ενώ οι τιμές πρώτων υλών, μεταφορών και εργατικού δυναμικού ανέβηκαν δραματικά, οι προμηθευτές βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στις χαμηλές τιμές των συμβολαίων που είχαν κλείσει πριν το 2021. Όλοι οι μεγάλοι παίκτες δέχτηκαν υψηλές απώλειες στην κερδοφορία τους, με το αιολικό τμήμα της Siemens Energy να αναμένεται να καταγράψει 4,4 δισ. ζημίες το 2023. Όπως είναι φυσικό, η κρίση της εφοδιαστικής αλυσίδας είχε ως αποτέλεσμα και την επιβράδυνση της κατασκευής αιολικών μονάδων. Πολλοί αναλυτές θεωρούν πως ο φιλόδοξος στόχος της ΕΕ για 510 γιγαβάτ εγκαταστημένης αιολικής ισχύος ως το 2030 δύσκολα θα επιτευχθεί.
Η γεωπολιτική διάσταση
Η αιολική εφοδιαστική αλυσίδα ξεχώριζε από τις υπόλοιπες στρατηγικές αλυσίδες της ενεργειακής μετάβασης για έναν βασικό λόγο: η Ευρώπη είχε καταφέρει να διατηρήσει σημαντικά τμήματά της εντός, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη με τα φωτοβολταϊκά ή τις μπαταρίες, όπου η εξάρτηση από την Κίνα είναι απόλυτη. Το ευρωπαϊκό προβάδισμα τίθεται τώρα εν αμφιβόλω. Μετά την πανδημία, οι κινεζικές εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν την αχανή αγορά της Κίνας και την κλίμακα που αυτή παρέχει. Έτσι, υπερκέρασαν τους Ευρωπαίους σε τιμολογιακή ανταγωνιστικότητα και, επομένως, σε μερίδια αγοράς, φτάνοντας το 60% φέτος. Μόλις το 2019, οι ευρωπαϊκές εταιρείες κατείχαν το 56% της παγκόσμιας αγοράς ανεμογεννητριών.
Ο κίνδυνος για την απώλεια ενός άλλου στρατηγικού τομέα για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παραπάνω από ορατός. Η Ευρώπη δέχεται επίσης ισχυρή πίεση και από τα τεράστια πακέτα της διοίκησης Μπάιντεν, που φιλοδοξούν να τραβήξουν μεγάλο κομμάτι της αιολικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ. Αλλά είναι η Κίνα που βρίσκεκται στο στόχαστρο των Βρυξελλών. Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, η ΕΕ σκέφτεται να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές αιολικών εξαρτημάτων από την Κίνα. Μία τέτοια κίνηση θα αύξανε την ένταση μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου. Κυρίως, όμως, θα αποτελούσε άλλη μία σαφή ένδειξη ότι και το παγκόσμιο εμπόριο και η ενεργειακή μετάβαση έχουν περάσει ανεπιστρεπτί στον αστερισμό των γεωπολιτικών ανταγωνισμών.