Ελλάδα-Κύπρος: Τα “ανέφικτα” να γίνουν εφικτά
06/04/2013
Οι δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο ανέδειξαν δύο ουσιαστικά ζητήματα: Το πρώτο αφορά την πορεία της ΕΕ. Τον διακριτό, πλέον, διαχωρισμό της σε δύο βασικές ομάδες κρατών. Τους επικυρίαρχους της “Βόρειας Συμμαχίας” με επικεφαλής την Γερμανία και τους υποτελείς του “απροσάρμοστου Νότου”, με πρώτες τις υπό μνημονιακό καθεστώς τελούσες χώρες. Η δράση της βορειοευρωπαϊκής αριστοκρατίας του χρήματος με τους όχι ανύπαρκτους αλλά ετεροχρονισμένα “ανακαλυφθέντες” λόγους για νοσούσα οικονομία της Κύπρου, για κοινωνικό status αναντίστοιχο με την πραγματικότητα, για άρρωστο τραπεζικό σύστημα ανοικτό στις σκοτεινές επενδύσεις και τα ύποπτης προέλευσης κεφάλαια, δεν αποτελούν παρά το φύλλο συκής για να αποκρυβεί η επί της ουσίας αρπακτική πρόθεση. Ολοένα και περισσότερο γίνεται εμφανές ότι με πρόσχημα το χρέος ή ό,τι άλλο κακό ήθελε ανακαλυφθεί, εφαρμόζεται μία sui generis νεοαποικιακή πολιτική μέσα στην ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αλήθεια, τι περισσότερο άραγε περιμένουμε να συμβεί για να διαπιστώσουμε ότι κατ’ουσίαν έχει ανοικτά τεθεί από τους επικυρίαρχους το ζήτημα της ανατροπής του status της Ευρωζώνης με την αναγκαστική υπαγωγή της σε δύο ετεροβαρείς κύκλους; Η όλη εξέλιξη αποδεικνύει ότι το οραματικό στοιχείο στην ΕΕ έχει διαρραγεί. Κατ’ ουσίαν, η βορειοευρωπαϊκή αριστοκρατία του χρήματος προσπαθεί να ληστέψει τον ευρωπαϊκό Νότο στην βάση ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Είναι εμφανές ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή νεοφιλελεύθερη αψιμαχία αλλά με έναν ολοκληρωτικό πόλεμο που σκοπεύει να σαρώσει κράτη, έθνη και λαούς.
Το γκρέμισμα όλων των δεδομένων για μια Ευρωζώνη ισότιμης συμμετοχής των μελών της, έδωσε – ταυτόχρονα – ένα τέλος στις αυταπάτες, αφήνοντας διαχρονικά έκθετο όλο το στρατόπεδο των προθύμων και ιδιαίτερα το σημιτικό “εκσυγχρονιστικό” στρατόπεδο στην Ελλάδα καθώς και το στρατόπεδο των Αναστασιάδη-Βασιλείου στην Κύπρο.
Το δεύτερο ζήτημα που οι εξελίξεις ανέδειξαν είναι η βαθιά νοσούσα ελλαδική και κυπριακή οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Γιατί θα ήταν ως να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας να μην επισημάνουμε την άνευ προηγουμένου εθελοτυφλία της κυπριακής και ελλαδικής ηγεσίας. Το γεγονός, δηλαδή, πως μια ανάπηρη χώρα με το 40% του εδάφους της κατειλημμένο από την Τουρκία και ένα εύθραυστο καθεστώς τριπλής εγγύησης με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, ήταν και είναι διπλά ευάλωτη στις επιθέσεις των εχθρών της τόσο με το σχέδιο Ανάν στην πολιτική σφαίρα όσο και με το Μνημόνιο στην οικονομική.
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι σαράντα χρόνια συβαριτισμού, τρυφηλότητας, αποπροσανατολισμού και εθνικής και κοινωνικής τύφλωσης, δεν μπορούν να παράγουν σταθερά στα αποτελέσματά τους “όχι”. Ιδιαίτερα όταν σε αυτά συμπράττουν άνθρωποι που όχι μόνο δεν τα πιστεύουν, αλλά κάνουν και θα κάνουν το παν για να τα ανατρέψουν. Τα οικονομικά και πολιτικά μοντέλα που, με την συμβολή και μέρους της Αριστεράς, κράτησαν τέσσερις περίπου δεκαετίες, έφτασαν στα όριά τους.
Αυτή είναι λίγο πολύ η πραγματικότητα που πιστοποιεί τις τεράστιες ευθύνες των κυβερνητικών κομμάτων ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και εσχάτως ΔΗΜΑΡ από τη μια και ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ και ΑΚΕΛ από την άλλη. Προφανώς, είναι φυσικό ότι οι ευθύνες δεν είναι ούτε ισόποσες ούτε ισοδύναμες. Στη μεν σφαίρα της πολιτικής, το ΑΚΕΛ ενεπλάκη σε έναν αδιέξοδο διάλογο, για τον οποίο ο ίδιος ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ταλάτ, σε μια στιγμή ειλικρίνειας, επεσήμανε το αδιέξοδό του. Στην δε σφαίρα της οικονομίας, αν και το ΑΚΕΛ παρέλαβε από τον Τάσσο Παπαδόπουλο μια πλεονασματική κυπριακή οικονομία, στη διάρκεια της θητείας του κατάφερε να την εξαερώσει, προσφεύγοντας σε μεθοδεύσεις και παροχές.
Εν κατακλείδι, χωρίς ισοπεδωτισμούς και με σαφείς διαφορισμούς όσον αφορά το μέγεθος της ευθύνης, αυτό που είναι εμφανές ως η κύρια πλευρά είναι ότι όλα τα κόμματα εξουσίας σε Ελλάδα και Κύπρο δεν έχουν απλώς κάποιες ευθύνες για το “παραχθέν προϊόν”. Αποτελούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον άμεσο παράγωγό του. Αυτά στο “πολιτικό εποικοδόμημα”, γιατί και στην “οικονομική βάση” τα πράγματα είναι εξίσου απογοητευτικά. Η κρίση δεν ανέδειξε απλώς το αποκρουστικό πρόσωπο της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής κλεπτοκρατίας, αλλά έθεσε υπό οριστική δοκιμασία τον κατ’ εξοχήν φορέα του νεοελληνικού σαλταδορισμού, τον homo katafertzikus.
Η πραγματικότητα είναι ξεροκέφαλη
Δεν αποτελεί υπερβολή η άποψη ότι αυτό που συνέβη στην Κύπρο αποτελεί βαρύτατο πλήγμα υποβάθρου. Οι αποφάσεις του Eurogroup είναι πρώτιστα πολιτικές και δευτερευόντως οικονομικές. Πίσω από όλη αυτή τη μεθόδευση κρύβονται εκείνοι που καραδοκούν χρόνια τώρα, τρίβοντας τα χέρια τους, γιατί χάρη στον Δούρειο Ίππο των ημέτερων προθύμων ανοίγει ο δρόμος για να φέρουν ένα νέο σχέδιο Ανάν χειρότερο του πρώτου.
Εθελοτυφλεί, λοιπόν, όποιος δεν βλέπει ότι πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ένα σταθερό σχέδιο. Και αν εμείς το ξεχνάμε, φροντίζει να μας το θυμίζει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, με το να θέτει ευθέως το ζήτημα «ολικής-οριστικής λύσης», είτε με επαναφορά του σχεδίου Ανάν, είτε με ανοιχτή διχοτόμηση του Βορρά και την επικυριαρχία στο Νότο. Η πραγματικότητα είναι ξεροκέφαλη και μας δείχνει σε κάθε ευκαιρία ότι ο στόχος της Τουρκίας είναι η καταστροφή και του τελευταίου αναχώματος, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι, λοιπόν, η ίδια η ζωή που με δραματικό τρόπο μας αναγκάζει να επαναστοχαστούμε πάνω σε όλα και ιδιαίτερα στο πιο βασικό. Τι είναι η Κύπρος, τι είναι το Κυπριακό και τι ρόλο παίζουν στα ευρύτερα ελληνικά δρώμενα. Είναι σε όλους γνωστό ότι το 1974 η Τουρκία εισέβαλε βίαια και κατέλαβε το 40% της Κύπρου. Είναι το Κυπριακό μια διαφορά δύο κοινοτήτων ή το πρόβλημα υφίσταται λόγω άρνησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και εξ αιτίας ανοιχτών εξωτερικών επεμβάσεων μιας επεκτατικής δύναμης, που στρατηγικό στόχο έχει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας;
Είναι επίσης σε όλους γνωστά τα γεγονότα του Μαρτίου 2013 που οδήγησαν στον εξανδραποδισμό της κυπριακής οικονομίας. Είναι το ζήτημα αυτό υπόθεση ενός “παραβατικού κράτους” και ενός λαού “τεμπέληδων και κλεφτών” που οφείλουν να υποστούν τα επίχειρα της κακίας τους; Ή μήπως το πρόβλημα υφίσταται διότι το πολυδιεκδικούμενο “ακίνητο αεροπλανοφόρο” αναβαθμίστηκε περαιτέρω και σε άμεσο παραγωγό υδρογονανθράκων;
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες ικανότητες για να κάνει κανείς αυτή την απλή διαπίστωση. Σε τελευταία ανάλυση και αυτή η ιστορία, όσον αφορά την “αστυνομική πλευρά” της, στηρίζεται στην κλασική μέθοδο. Αν θες να προχωρήσει η έρευνα για την ανακάλυψη “των δολοφόνων”, η αλάνθαστη συνταγή είναι να “ακολουθήσεις το χρήμα”.
Αυτά είναι, θα έλεγα, δυο βασικά ερωτήματα που μπορούν να απαντηθούν μόνο αν τολμήσουμε να δούμε κατάφατσα το πρόσωπό μας στον καθρέφτη. Τα γεγονότα βοούν και αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τις δοκιμασμένες συνταγές που δεν απειλούν απλώς να ρίξουν το καράβι στα βράχια, αλλά το έχουν ήδη από καιρό ρίξει.
Είναι εμφανές, παρ’ όλες τις διαφορές, τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες που συγκροτούν τις δύο κρατικές οντότητες, ότι δυστυχώς ο άθλιος τρόπος που και τα δύο κυρίαρχα συγκροτήματα εξουσίας αντιμετωπίζουν τα προβλήματα είναι σχεδόν ίδιος, έτσι που ο κοινός παρονομαστής να επιτυγχάνεται πάνω στην ήττα και στην παρακμή. Χρειάζεται ως εκ τούτου μια άλλη πολιτική πρόταση, ένα νέο εθνικό και κοινωνικό συμβόλαιο, που με βάση τις επί μέρους ιδιομορφίες και διαφορετικότητες, ξεχωριστά και σε συνεργασία, θα προσπαθήσει να άρει τις δυσκολίες, οικοδομώντας ένα νέο ιστορικό υποκείμενο, ικανό να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών.
Δεν νομίζω ότι υπερβάλλω, τονίζοντας ότι αυτό που σε Κύπρο και Ελλάδα προβάλλει με τον πιο εμφαντικό τρόπο είναι το πρόβλημα του πολιτικού υποκειμένου. Είκοσι χρόνια πριν, αναλύοντας πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων σημείωνα ότι «η στάση της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής ηγεσίας μοιάζει, πολλές φορές, να είναι έξω από κάθε διπλωματική και πολιτική λογική». Νομίζω ότι πρέπει να το επαναδιατυπώσω διορθώνοντάς το, γιατί, δυστυχώς, η στάση της Ελλαδικής και ελληνοκυπριακής ηγεσίας είναι πλήρως ενταγμένη και υποταγμένη στις υπαγορεύσεις μιας αλλότριας λογικής, είτε με τη μορφή της απόλυτης υποταγής (Κ. Σημίτης, Γ. Βασιλείου, Γ. Παπανδρέου, Α. Σαμαράς) είτε με την κατά Μεϋνώ υιοθέτηση της αψόγου στάσεως προς τους ξένους (Κ. Καραμανλής, Δ. Χριστόφιας).
Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω και δεν αφήνει περιθώρια σε ολιγωρίες. Καμία ανάλυση δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής αν αντιμετωπίζει το Κυπριακό ως να είναι ένα από τα διάφορα διεθνούς ενδιαφέροντος θέματα. Το Κυπριακό, ως εκ της ιστορίας του επιβεβαιώνεται, ήταν και είναι ένα μείζον για τον Ελληνισμό ζήτημα, στα πλαίσια φυσικά της ύπαρξης των δύο ανεξάρτητων κρατών και στα πλαίσια φυσικά ότι το όλον ζήτημα δεν μπορεί να τίθεται ερήμην των απαράγραπτων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων.
Πάνω απ’ όλα όμως το Κυπριακό εξακολουθεί να είναι η ανοικτή πληγή της κατάληψης του 40% του εδάφους ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ. Ως εκ τούτου η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων στην Κύπρο σε συνδυασμό με την αποτροπή της εν εξελίξει προσπάθειας κατάλυσης της οικονομικής ανεξαρτησίας του νησιού, αποτελούν τα μείζονα προτάγματα.
Η υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί πρώτιστο καθήκον, όχι μόνο για τους Κύπριους (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους), όχι μόνο για τους Ελλαδίτες, αλλά για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Με ανοιχτό το μέτωπο ενάντια στην πατριδοκαπηλεία και πάντα σε σφοδρή σύγκρουση με τους εμπόρους της, θα πρέπει να προβληματιστούμε σε αυτό που η ιστορία, παρ’ όλες τις ασυνέχειες και αντιφάσεις, έχει σταθερά αναδείξει. Την διαχρονικά οργανική σχέση Ελλάδας και Κύπρου.
Ανάμεσα στις Συμπληγάδες και στη Νήσο των Μακάρων
Όμως, ο επαναστοχασμός μας θα ήταν ανεπαρκής χωρίς να συμπεριλάβει δύο ακόμη παραμέτρους. Την σκληρή γεωπολιτική πραγματικότητα και τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που δρουν στον συγκεκριμένο ιστορικό χώρο. Προεκτείνοντας τα από το 1976 διατυπωθέντα από τον Ελληνοαμερικανό Ρόι Μακρίδη, θα επανέλθω στο βαθειά αποτυπωμένο στην κουλτούρα και πρακτική των κυρίαρχων συγκροτημάτων εξουσίας μεταπρατικό πνεύμα. Δυστυχώς, είμαστε καταδικασμένοι να αναπαράγουμε τα αδιέξοδα αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα “προαιώνια” συμπλέγματα εξάρτησης από την μια ή την άλλη δύναμη. Ότι πρέπει να μάθουμε να συμβιούμε με τα πολλά άλυτα κάθε φορά προβλήματα, από τα οποία το σταθερό είναι ο προβληματικός μας γείτονας, η Τουρκία. Μεταβλητά. πλην σταθερά στην μεσοπρόθεσμη ιστορική περίοδο, προβλήματα είναι η αναμφισβήτητη αμερικανική υπεροχή, η διαχρονικά παρούσα βρετανική, η ανερχόμενη γερμανική και η μονίμως καραδοκούσα ρωσική.
Η Κύπρος και η Ελλάδα θα πρέπει να μάθουν να συμβιούν μέσα σ’ αυτή την πραγματικότητα και να προσπαθούν, όσο δυσμενείς και αν είναι οι όροι της, να τους αξιοποιήσουν προς το καλύτερο δυνατόν όφελός τους. Αυτό αποτελεί το πραγματικό, ολισθηρό έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι εθνικοί και κοινωνικοί αγώνες και αυτό το πεδίο είναι που πρέπει να προσεγγίσουμε με την μέγιστη δυνατή σοβαρότητα και προσοχή. Οι φουρτούνες των εθνικών και κοινωνικών προβλημάτων δεν διασχίζονται με πυξίδα που η βελόνα της “έχει τρελαθεί”, που βρίσκεται σε ουσιαστική αδυναμία να διακρίνει την κύρια από την δευτερεύουσα αντίθεση.
Στην Ελλάδα και στην Κύπρο μπήκαν σε ευθεία δοκιμασία, την τελευταία δεκαπενταετία, πολλές κεντρικές επιλογές. Και στις δύο περιπτώσεις, παρά τους “κοινούς παρανομαστές”, η αντιμετώπιση δεν ήταν πάντα η ίδια, ιδιαίτερα από την κυπριακή πλευρά. Διότι στη μεν Ελλάδα η εθελόδουλη πρακτική (με κορυφαίους εκφραστές τον Κώστα Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου) βρήκε πιστούς μαθητές σε όλη την περίοδο που ακολούθησε, με τελευταίο σταθμό τον Αντώνη Σαμαρά. Στην Κύπρο, όμως, η γραμμή αυτή συνάντησε αντιστάσεις, με κορυφαία περίπτωση το “όχι” του 76% στο Σχέδιο Ανάν και τελευταία στο “όχι” της Κυπριακής Βουλής στην προταθείσα συμφωνία, το οποίο αργότερα, με το πιστολί στον κρόταφο έγινε “ναι”.
Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν αυτό που πρόσφατα επαναδιατύπωσε ο Βάσος Λυσσαρίδης και κατέγραψε και τεκμηρίωσε ο Νίκος Σβορώνος. Ότι η ελληνική ιστορία γράφτηκε με πολλά “όχι”. Δεν ήταν, φυσικά, όλα τα “όχι” ίδια. Ολοφάνερο παράδειγμα τα δύο κυπριακά.
Το “όχι” ενός λαού δεν μπορεί να ευοδωθεί όταν επικεφαλής του βρίσκεται μια κυβέρνηση που δεν πιστεύει σ’ αυτό. Το “όχι” ενός λαού μπορεί να έχει αποτέλεσμα όταν στην ηγεσία του βρίσκεται μια κυβέρνηση που το υπερασπίζεται. Το “όχι” ενός λαού μπορεί να έχει και μακροημέρευση όταν επικεφαλής βρίσκεται μια κυβέρνηση που εκφράζει και υπερασπίζεται τα λαϊκά συμφέροντα.
Στην Κύπρο και στην Ελλάδα, με εξαίρεση, εν μέρει και ελλειμματικά, την περίοδο του Σχεδίου Ανάν, δεν εφαρμόστηκε καμιά πολιτική αντίστασης, καμιά πολιτική προετοιμασίας του λαού ότι τα χειρότερα έρχονται και ότι ως εκ τούτου χρειάζεται αλλαγή πορείας, θυσίες για την αντιμετώπισή τους, ότι η σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό προϋποθέτει αναίρεση του συβαριτισμού.
Είναι, λοιπόν, σαφές γιατί χάθηκε όχι μόνο μια ή δυο, αλλά πολλές μάχες. Το έλλειμμα είναι φανερό. Εγώ όμως εξακολουθώ να τονίζω ότι ο πόλεμος συνεχίζεται. Αυτό που προδίδουν ή υπονομεύουν οι κυρίαρχες τάξεις, είναι αυτό που πρέπει να αναδείξουν οι υποτελείς τάξεις.
Αλήθεια, διερωτηθήκαμε σε τίνος τον μύλο χύνει νερό ο “απόλυτος αυτός κορπορατισμός” -όχι μόνο της Δεξιάς- στα περί το Κυπριακό; Ποιον ωφελεί και ποιον βλάπτει η κατάτμηση δυνάμεων και τα τείχη που ορθώνονται ανάμεσα στις δύο χώρες και μάλιστα σήμερα που ως μέλη της ΕΕ έχουν κάθε συμφέρον να προασπίσουν το “κοινόν” των λαών της ηπείρου;
Σε αυτό το πεδίο είναι που θα αναμετρηθούμε και εμείς. Μπορεί μια ριζοσπαστική Αριστερά να πορευτεί ανάμεσα στις γεωπολιτικές, εθνικές και ταξικές συμπληγάδες χωρίς να κομματιαστεί; Μπροστά μας ανοίγονται δύο επιλογές. Ή να ακολουθήσουμε τον Οδυσσέα στο δύσκολο ταξίδι, ή να κατευθυνθούμε στη Νήσο των Μακάρων όπου μας περιμένουν ήδη πολλοί σύντροφοι εν αναμονή της έλευσης του σοσιαλισμού! “Είναι κι αυτή μια στάσις, νιώθεται”.
Θεωρώ πως ο Οδυσσέας δεν είναι το μόνο παράδειγμα στην ιστορία που τα κατάφερε και πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως ο βασικός πόλος της μαχόμενης Αριστεράς και των λαϊκών τάξεων σήμερα, οφείλει να τον ακολουθήσει. Σε κάθε περίπτωση φρονώ πως η διατύπωση του Λαοκράτη Βάσση ότι “η αριστεροσύνη του ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί από το αν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις εθνικές του ευθύνες” θα μας ακολουθεί, ευτυχώς ή δυστυχώς, μονίμως από εδώ και πέρα.