Το Brexit και η μάχη για τις εγγυήσεις στην Κύπρο
03/04/2017Μέχρι την εκλογή του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θεωρούσα ότι το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ εξυπηρετείται με την Μεγάλη Βρετανία εντός της ΕΕ. Η έξοδός της στερεί την Ουάσινγκτον από τον στενότερο σύμμαχό εντός της Ένωσης. Η πολιτική των ΗΠΑ είναι πάντοτε παρούσα κατά τρόπο ευδιάκριτο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής συνεργασίας. Η Μεγάλη Βρετανία συχνά αναπτύσσει και προτείνει, ως δικές της, θέσεις και προτάσεις που σαφώς έχουν και υπερατλαντική πατρότητα. Σπάνια όμως ήταν μόνη.
Όσο υπερβολική είναι η θέση ότι η διατλαντική σχέση της ΕΕ με τις ΗΠΑ εξυπηρετείται μόνο με την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου, τόσο αυθαίρετος θα έμοιαζε και ο ισχυρισμός ότι τα πάντα άλλαξαν με την Προεδρία Ντόναλντ Τραμπ. Τώρα επανασταθμίζονται τα υπέρ και τα κατά. Η οικονομία και το εμπόριο δεν είναι οι μόνες σταθερές που λαμβάνονται υπόψη.
Γιατί; Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτέλεσε την προέκταση της πολιτικής των ΗΠΑ στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας. Η διαπίστωση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία. Ειδικά την στιγμή αυτή που η Ρωσία επιτυγχάνει την αποκατάσταση ισχύος και την αναπροσαρμογή των δεδομένων ισορροπίας στην Ανατολική Ευρώπη, στον Καύκασο και στην Μέση Ανατολή.
Στο πλαίσιο της Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι απολύτως ευθυγραμμισμένο με την Ουάσινγκτον κατά των ρωσικών επιδιώξεων. Δεν αποκλείω σταδιακά η Πολωνία να αποκτήσει ακόμη σημαντικότερη θέση στον σχεδιασμό της πολιτικής της ΕΕ έναντι της Ρωσίας.
Τα πάντα βεβαίως θα εξαρτηθούν τώρα από την αποκατάσταση ή μη σχέσεων ισορροπίας συμφερόντων και συνεργασίας σε υψηλότερο σημείο μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας σε σχέση με την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Η ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Ρωσίας, εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει, παραμένει άτολμη. Θα ακολουθήσει και πάλι, χωρίς διαπραγματευτικά χαρτιά, αντί να προηγηθεί. Ούτε καν στον κοινό πολιτιστικό ευρωπαϊκό χώρο που συνδέει ιστορικά την Ευρώπη με την Ρωσία.
Είναι γνωστό. Στο πλαίσιο της ΕΕ η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας δεν χαρακτηρίσθηκε από ευθύγραμμη στήριξη των θέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδος. Δεν θα παρασυρθώ σε γενικεύσεις. Αναφέρομαι στην μακρά εμπειρία μας για τη διαχείριση του Κυπριακού μέσα στην ΕΕ. Στη διατύπωση των Συμπερασμάτων τόσο σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών όσο και στα Συμβούλια Κορυφής.
Με τα δεδομένα που έχω στη διάθεσή μου, δεν θα ήθελα να ριψοκινδυνεύσω μια πρόβλεψη τελεσίδικη. Εκτιμώ, εντούτοις, ότι μετά την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας, θα αποδειχθεί πλέον δυσχερής για την ελληνική διπλωματία η θεμιτή και σύμφωνη με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών προσπάθεια κατάργησης του συστήματος των εγγυήσεων που προβλέπονται από τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Με άλλα λόγια, να περιορισθούν τα δικαιώματα εγγύησης –η Άγκυρα το ερμήνευσε σαν πρόσχημα εισβολής και κατοχής– της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ασφαλώς δε και της Ελλάδος ως εγγυήτριας δύναμης.
Οι λογικές θέσεις που έχουμε προτείνει για τον αναχρονιστικό χαρακτήρα των εγγυήσεων, εκτιμώ ότι θα αντιμετωπίσουν τώρα μεγαλύτερα εμπόδια από την πλευρά του Λονδίνου. Ο ζυγός της απόφασης δεν θα κλίνει προς την πλευρά του Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αλλά μάλλον προς την πλευρά των διμερών στρατιωτικο-οικονομικών και άλλων σχέσεων με την Τουρκία.