Μία ακόμα προσαρμογή στις τουρκικές απαιτήσεις
10/04/2017
Από όσα διαδραματίσθηκαν την τελευταία περίοδο, τα οποία κορυφώθηκαν με την απόφαση της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου για το δημοψήφισμα του 1950 (το 96% ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα), ενισχυμένος εξήλθε ο κατοχικός ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί. Επί της ουσίας, ο Ακιντζί αποχώρησε από τη διαδικασία και για να επανέλθει μετέφερε το βάρος της ευθύνης στη Βουλή, η πλειοψηφία της οποίας έσπευσε να το επωμιστεί. Κοντολογίς, εάν δεν εγκρινόταν η πρόταση νόμου του ΔΗΣΥ, δεν θα έφταιγε ο κατοχικός ηγέτης, που έφυγε από τη διαδικασία, αλλά η Βουλή, η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Αυτή η διαχείριση του θέματος γράφει ιστορία πολιτικής αδεξιότητας, ενώ επιβεβαιώνει πως δεν μπορούν να ξεπεραστούν φοβικά σύνδρομα. Από της αποχώρησης Ακιντζί από τη διαδικασία μέχρι και την επάνοδό του, που χρονικά τοποθετείται την Τρίτη 11 Απριλίου, ο κατοχικός ηγέτης έχει θέσει νέους όρους, τους οποίους θα ενισχύσει. Είναι προφανές πως έχει βρει τον τρόπο να κερδίζει πλεονεκτήματα. Πέραν από την αλλαγή της απόφασης της Βουλής, ζήτησε να προταχθεί η συζήτηση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και απαίτησε να καθοριστεί χρονοδιάγραμμα, το οποίο να έχει ως καταληκτική ημερομηνία το τέλος Ιουνίου.
Την ίδια ώρα, στις επαφές που πραγματοποίησε όλο αυτό το διάστημα, πέραν από την προσπάθειά του να φορτώσει ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά, επέμεινε στην αξίωση του καθεστώτος Ερντογάν να καταστεί η Κύπρος τουρκική επαρχία, μέσα από την εφαρμογή για Τούρκους πολίτες των τεσσάρων ελευθεριών που ισχύουν στην ΕΕ. Παράλληλα, η Τουρκία εκτοξεύει απειλές κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, προειδοποιώντας πως δεν θα αποδεχθεί την έναρξη γεωτρήσεων στην ΑΟΖ μας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον διαμορφώνεται το σκηνικό για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Η πορεία των εξελίξεων επιβεβαιώνει την πλήρη αποτυχία της ακολουθούμενης πολιτικής, που βαθμηδόν αναβαθμίζει τις τουρκικές αξιώσεις. Είναι μια πολιτική που απέτυχε τόσα χρόνια να δώσει διέξοδο στις προσπάθειες για την επίτευξη συμφωνίας. Είναι μια πολιτική, η οποία στηρίχθηκε στη λογική των υποχωρήσεων, με στόχο να «συναντηθούν» οι θέσεις των δυο πλευρών. Στην αντίπερα όχθη δεν έγινε ποτέ καμία κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ακολουθούμενη πολιτική, ο γνησιότερος εκφραστής της οποίας είναι ο πρόεδρος Αναστασιάδης, είναι αδιέξοδη. Δεν φταίει η μέθοδος που διαχρονικά υιοθετείται, που είναι ο διάλογος, αλλά η προσέγγιση των θεμάτων και οι πρακτικές που ακολουθούνται. Δεν απέδωσε η πολιτική αυτή, ενώ ο χρόνος αφενός εδραιώνει την κατοχή, αφετέρου αναβαθμίζει τις τουρκικές απαιτήσεις.
Η επιδιωκόμενη λύση δεν είναι και δεν πρέπει να αφορά τη μετεξέλιξη του κατοχικού στάτους κβο σε μια «νέα κατάσταση πραγμάτων». Η λύση πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κανονικού κράτους. Οι πρόνοιες που συζητούνται σήμερα οδηγούν σε ένα θνησιγενές κράτος, που δεν θα αντέξει στον χρόνο, με ό,τι αυτό θα σημαίνει για την Κύπρο. Οι εκφραστές της πεπατημένης παραμένουν –φευ– κολλημένοι στα διαδικαστικά και στις προσεγγίσεις καλοπιάσματος της τουρκικής πλευράς, με την ελπίδα να «συνεργαστεί». Με αυτές τις προσεγγίσεις λύση δεν θα υπάρξει.